Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης (ως ποσοστό του ΑΕΠ) και το χαμηλότερο επένδυσης στην Ε.Ε. των «28», επισημαίνει σε ανάλυσή της η Eurobank.
Το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης ενισχύθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες (από 64,8% το 2007 στο 69,9% το 2015), της δημόσιας κατανάλωσης μειώθηκε οριακά κατά 0,4 μονάδες (από 20,5% στο 20,1%), του ακαθαρίστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου συρρικνώθηκε κατά 14,5 μονάδες (από 26,0% στο 11,5%), των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 9,4 μονάδες (από 22,5% στο 31,9%) και των εισαγωγών μειώθηκε κατά 3,2 μονάδες (από 35,0% στο 31,8%).
Μάλιστα, η Eurobank σημειώνει ότι η αύξηση του μεριδίου της ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται στη διαδικασία εξομάλυνσης της κατανάλωσης μέσω μείωσης του πλούτου των νοικοκυριών (π.χ. κατοικιών, μετοχών, ομολόγων, καταθέσεων κ.ά.).
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Eurobank, η αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων, η οποία είναι αναγκαία συνθήκη για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, προϋποθέτει την ανάκαμψη του μεριδίου της ιδιωτικής αποταμίευσης, την ύπαρξη όχι υπερβολικών πλεονασμάτων στον κυβερνητικό προϋπολογισμό και, ίσως για κάποιο χρονικό διάστημα, τη δημιουργία ελεγχόμενου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ