Μήνυμα ότι το παράθυρο για τη συμπερίληψη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) δεν θα είναι ανοικτό για πολύ στέλνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με την αξιολόγηση να παραμένει βαλτωμένη και την Ολλανδία –έναν από τους αυστηρότερους εταίρους στην Ε.Ε.– να βρίσκεται στα πρόθυρα προεκλογικής περιόδου (οι εκλογές θα διεξαχθούν στις 15 Μαρτίου), η αίσθηση στη Φρανκφούρτη είναι ότι απαιτούνται δραστικά θετικά βήματα άμεσα, διαφορετικά η υπόθεση QE θα προστεθεί στον μακρύ κατάλογο των χαμένων ευκαιριών για την Ελλάδα στα επτά χρόνια της κρίσης.
Σε συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στη γερμανική εφημερίδα Boersen Zeitung στις 31 Δεκεμβρίου, ο Μπενουά Κερέ, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ, τόνισε: «Ο βασικός στόχος είναι η Ελλάδα να εφαρμόσει το πρόγραμμα του ESM, ώστε να ανακτήσει την πρόσβαση στις χρηματαγορές. Για να συμβεί αυτό ώς τα μέσα του 2018, η χώρα χρειάζεται αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους της. Τόσο η κυβέρνηση στην Αθήνα όσο και οι εταίροι της στην Ευρωζώνη πρέπει να τηρήσουν αυτά για τα οποία έχουν δεσμευθεί».
Ο κ. Κερέ σημείωσε ότι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος που ανακοινώθηκαν στο Eurogroup στις 5 Δεκεμβρίου, τα οποία αναμένεται να «ξεπαγώσουν» επισήμως στις επόμενες ημέρες, είναι «ευπρόσδεκτα». Τόνισε όμως ότι «δεν αρκούν για την εξάλειψη των ανησυχιών σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους», εκτός αν υιοθετηθούν φιλόδοξες παραδοχές για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδας μετά το 2018. «Θα χρειαστούν επίσης μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος», είπε, καταλήγοντας όμως ότι «είμαστε ακόμη εν μέσω αξιολόγησης του προγράμματος και η μπάλα βρίσκεται ξεκάθαρα στο ελληνικό γήπεδο».
Απαισιοδοξία
Η διατύπωση αυτή δεν επιτρέπει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τη διάθεση της κεντρικής τράπεζας να κινηθεί μονομερώς υπέρ της Ελλάδας, ακόμη και μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης. Η απόφαση της Φρανκφούρτης να προχωρήσει σε δική της ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους είχε εκληφθεί από ορισμένους ως πιθανή ένδειξη της πρόθεσής της να παρακάμψει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και να δώσει η ίδια το «πράσινο φως» σχετικά με τη βιωσιμότητα (χωρίς την εκτίμηση αυτή, δεν μπορεί η ΕΚΤ να αρχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα).
Σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση του σκεπτικού του Δ.Σ. της κεντρικής τράπεζας, όμως, «είναι σαφές ότι για να διεξαγάγει την ανεξάρτητη εκτίμηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, θα πρέπει να έχουν διασαφηνιστεί τα μέτρα για το χρέος πέρα από το βραχυπρόθεσμο ορίζοντα». Αυτό είναι απαραίτητο, εξηγούν, «ώστε η ΕΚΤ να μπορεί εξετάσει την εξέλιξη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών και του χρέους σε σειρά διαφορετικών σεναρίων. Επί του παρόντος, αυτά τα επιπρόσθετα μέτρα δεν έχουν διατυπωθεί με επαρκή σαφήνεια».
Σε ερώτηση της «Κ» για το αν η διασαφήνιση αυτή συνεπάγεται συγκεκριμένους, χαμηλότερους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018, οι πηγές της ΕΚΤ αρνούνται να εξειδικεύσουν τις προσδοκίες τους. Ανεπισήμως, η ηγεσία της κεντρικής τράπεζας έχει εκφράσει την προτίμησή της για χαμηλότερα πλεονάσματα. Ωστόσο, ο Μάριο Ντράγκι και τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. αποφεύγουν οποιαδήποτε δημόσια αναφορά, για να μη φανεί ότι παίρνουν θέση στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση για το δημοσιονομικό μέλλον της Ελλάδας μετά τη λήξη του τρίτου προγράμματος διάσωσης.
Υπενθυμίζεται ότι στις 8 Δεκεμβρίου ο κ. Ντράγκι ανακοίνωσε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, που ήταν προγραμματισμένο να λήξει τον επόμενο Μάρτιο, θα παραταθεί έως το τέλος του 2017 ή «και αργότερα, εφόσον χρειαστεί, και πάντως έως ότου το διοικητικό συμβούλιο διαπιστώσει διαρκή προσαρμογή της πορείας του πληθωρισμού η οποία να είναι συμβατή με την επιδίωξή του για τον πληθωρισμό». Οι μηνιαίες αγορές μετά τον Μάρτιο θα περιοριστούν από τα 80 στα 60 δισ. ευρώ, ανέφερε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι, αν τα οικονομικά δεδομένα το υποδείξουν, το ποσό θα αυξηθεί εκ νέου. Στη συνέντευξη Τύπου εκείνη, ο κ. Ντράγκι είχε τονίσει ότι η αύξηση του πληθωρισμού που είχε σημειωθεί οφειλόταν σε αύξηση των τιμών της ενέργειας, «ενώ δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις πειστικής ανοδικής τάσης του βασικού πληθωρισμού».
Εμπόδιο
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στον δρόμο της Ελλάδας προς το QE είναι το Βερολίνο. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει καταφερθεί επανειλημμένως κατά της ποσοτικής χαλάρωσης, φθάνοντας στο σημείο να κατηγορήσει τον κ. Ντράγκι ότι ευθύνεται για την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γερμανία. Παράλληλα, οι Γερμανοί έχουν φανεί άκαμπτοι στο θέμα διασαφήνισης των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος (και των ανάλογων μειωμένων δημοσιονομικών στόχων), τουλάχιστον πριν από τις βουλευτικές εκλογές του προσεχούς Σεπτεμβρίου.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ