Αν η πολιτική Obama σκόρπισε το χάος στη Μέση Ανατολή επιμένοντας στην επιδίωξη αντιφατικών στόχων (καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους αλλά και “αλλαγή καθεστώτος” στη Δαμασκό, με αξιοποίηση τζιχαντιστών ανταρτών, χωρίς άμεση αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή) η διαφαινόμενη πολιτική Trump φιλοδοξεί να την ξεπεράσει – στρώνοντας το έδαφος για την παράταση και διεύρυνση της αιματοχυσίας.
Για τη νέα αμερικανική κυβέρνηση η συντριβή του Ισλαμικού Κράτους υποτίθεται ότι αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα – και κύριο επιχείρημα υπέρ της επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία. Όμως οι πολέμιοι μιας τέτοιας επαναπροσέγγισης φαίνεται ότι έχουν ήδη αποκτήσει το πάνω χέρι στη Ουάσιγκτον (όπως δείχνει και η αντικατάσταση του Michael Flynn από τον Η.R. MacMaster στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας), ενώ και στη μεσανατολική πολιτική δείχνουν να επικρατούν παραδοσιακές επιλογές.
Η εχθρότητα προς το Ιράν (τρόπον τινά ελάσσονα εταίρο στην διαμορφούμενη ευρασιατική συμμαχία Ρωσίας-Κίνας) αποτελεί ούτως ή άλλως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ομάδας Trump και η προσπάθεια συγκρότησης ενός σουνιτικού μετώπου με αντι-ιρανική αιχμή φαίνεται πως έχει ήδη δρομολογηθεί – έστω και αν συνεπάγεται την αξιοποίηση δυνάμεων που έχουν μέχρι πρόσφατα στηρίξει παντοιοτρόπως τον τζιχαντισμό.
Η Τουρκία σαν έτοιμη από καιρό δείχνει ήδη να προσαρμόζεται – αλλάζοντας για άλλη μία φορά τη μεσανατολική πολιτική της.
Άλλωστε, οι αλλεπάλληλες επαφές με Αμερικανούς ιθύνοντες το τελευταίου διάστημα φαίνεται πώς έχουν κατευνάσει τις ανησυχίες της ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης Trump. Όλα τα άλλα (η φιλολογία για στροφή της Τουρκίας στο Σύμφωνο της Σαγκάης, οι απειλές για εκδίωξη των αμερικανικών δυνάμεων από τη βάση του Ιντσιρλίκ, η απαίτηση έκδοσης του Fethullah Gulen) δεν ήταν παρά τρόποι να διεκδικηθεί η αμερικανική εύνοια – που επί Obama είχε διασαλευθεί.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου με τον Τούρκο ομόλογό του στις 7 Φεβρουαρίου, ο νέος διευθυντής της CIA Mike Pompeo πραγματοποίησε στην Άγκυρα το πρώτο του ταξίδι εκτός συνόρων, ενώ κατόπιν ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Fikri Işik είχε την ευκαιρία να συναντήσει τον επικεφαλής του Πενταγώνου Jim Mattis στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ και την επομένη ο επικεφαλής του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου στρατηγός Joe Dunford είχε συνεργασία με τον ομόλογό του Hulusi Akar στη βάση του Ιντσιρλίκ. Δύο μέρες αργότερα ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Binali Yıldırım αλλά και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Hakan Fidan είχαν επαφές με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Mike Pence, με την ευκαιρία της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου.
Όμως η πιο ενδιαφέρουσα συνάντηση ήταν και η πιο ασυνήθιστη: ο Ρεπουμπλικάνος επικεφαλής της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας των ΗΠΑ και άλλοτε διεκδικητής της προεδρίας John McCain (κάθε άλλο παρά φίλος του Trump) επισκέφθηκε την Άγκυρα προερχόμενος από το Κομπάνι (την πόλη σύμβολο του αγώνα των Κούρδων της βόρειας Συρίας) και κατευθυνόμενος προς τη Σαουδική Αραβία.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η αμερικανική πλευρά μεσολαβεί για μία κατανομή ρόλων στο πλαίσιο της οποίας, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι αξιόπιστοι Κούρδοι σύμμαχοι του PYD, θα κατευνασθούν οι ανησυχίες της Τουρκίας και θα αξιοποιηθεί ο τουρκικός στρατός στην σχεδιαζόμενη επιχείρηση ανακατάληψης της Ράκκα, οιονεί πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους.
Πρόκειται άλλωστε για μία συγκυρία κατά την οποία γίνεται λόγος για ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στις κουρδοκρατούμενες περιοχές τις βορειοανατολικής Συρίας και παράλληλα σφίγγει ο κλοιός γύρω από τους τζιχαντιστές: οι δυνάμεις του PYD προωθήθηκαν κόβοντας την επικοινωνία μεταξύ Ράκκα και Ντέιρ Εζζόρ, ο συριακός κυβερνητικός στρατός κινείται με ρωσική στήριξη προς ανατολάς και παράλληλα ετοιμάζεται να ανακαταλάβει την Παλμύρα, ενώ και στο Ιράκ οι κυβερνητικές δυνάμεις εντείνουν την πολιορκία της Μοσούλης, καταλαμβάνοντας το αεροδρόμιό της.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η Τουρκία ανακοίνωσε ότι ελέγχει εντέλει την στρατηγικής σημασίας πόλη al-Bab που πολιορκούσε επί τετράμηνο στο πλαίσιο της επιχείρησης “Ασπίδα του Ευφράτη” στη συριακή επικράτεια. Κατά το πρακτορείο al-Masdar, η πόλη παραδόθηκε κατόπιν συμφωνίας που επέτρεψε στους 5.000 τζιχαντιστές υπερασπιστές της να αποχωρήσουν. Τερματίζεται έτσι η ταπεινωτική καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων στις πύλες της al-Bab και ανοίγει ο δρόμος για την αξιοποίησή τους στην πορεία προς τη Ράκκα. Άλλωστε στα τέλη του μηνός λήγει η προθεσμία του Trump προς τους Αμερικανούς επιτελείς για την εκπόνηση συνολικού σχεδίου για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους.
Η σύμπραξη αμερικανικών, τουρκικών, αλλά και σαουδαραβικών δυνάμεων σε μία τέτοια επιχείρηση θα ήταν ένας τρόπος για να διατηρηθεί (όχι χάρη στους τζιχαντιστές αυτή τη φορά, αλλά εις βάρος τους) το “κεκτημένο” της διαίρεσης του συριακού εδάφους, η οποία διακόπτει την συνέχεια Ιράν-Ιράκ-Συρίας-Χεζμπολάχ και απώτερα περιπλέκει τα κινεζικά σχέδια για τον νέο “δρόμο του μεταξιού”.
Για την Τουρκία, ειδικότερα, η επαρκής συμμετοχή αμερικανικών δυνάμεων θα αποτελούσε προφύλαξη απέναντι σε ενδεχόμενα ρωσικά πλήγματα προς υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας της Δαμασκού και θα μετρίαζε τις κουρδικές φιλοδοξίες.
Ο ίδιος ο Erdogan πραγματοποίησε περιοδεία στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, στο πλαίσιο της οποίας υπέγραψε αμυντική συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία. Κυρίως, όμως, εγκαινίασε πόλεμο δηλώσεων με το Ιράν, κατηγορώντας τον “περσικό εθνικισμό” ότι επιδιώκει τον διαμελισμό του Ιράκ και της Συρίας.
Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι Τουρκία, Ρωσία και Ιράν εξακολουθούν να αποτελούν συναναδόχους της “διαδικασίας της Αστάνα” για το διάλογο συριακής κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Όμως το ρωσο-τουρκικό φλερτ που προέκυψε αιφνιδίως το περασμένο καλοκαίρι, μετά από έξι μήνες αβυσσαλέας ψυχρότητας λόγω της κατάρριψης του Suhoi-24 τον Νοέμβριο 2015, πιθανότατα δεν έχει μέλλον. Άλλωστε, το γεγονός ότι η Ρωσία ουδέποτε διέκοψε τις σχέσεις της με το PYD, καταγράφηκε αρμοδίως – πόσω μάλλον το “ατύχημα” της ρωσικής αεροπορικής επιδρομής από την οποία σκοτώθηκαν 3 Τούρκοι στρατιώτες στα περίχωρα της al-Bab.
capitalgr