Απόφαση «βόμβα» του Αρείου Πάγου, που επικύρωσε ανάλογη του Εφετείου Δωδεκανήσου, θέτει εν αμφιβόλω την ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου σε δεκάδες ακίνητα στη Μεσαιωνική Πόλη, που είχαν περιέλθει στη διαχείριση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος (ΟΠΑΙΕ)».
Το δικαστήριο με την απόφασή του, έκρινε συγκεκριμένα ότι κακώς το Ελληνικό Δημόσιο συμπεριέλαβε στην ιδιοκτησία του ακίνητο του ΟΠΑΙΕ. Η απόφαση έχει επεκτατικό αποτέλεσμα σε τουλάχιστον 230 ακόμη ακίνητα με το ίδιο καθεστώς εντός των τειχών.
Στην υπό κρίση υπόθεση ο ΟΠΑΙΕ εξέθεσε ότι η Ρ. Κ. του Μ., ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος ενός ακινήτου στη Μεσαιωνική Πόλη. Η ανωτέρω, απεβίωσε συνεπεία των διωγμών των εβραϊκής καταγωγής πληθυσμών στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Υποστήριξε ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο ΟΠΑΙΕ δυνάμει του α.ν. 846/1946 και του Β.Δ. από 29/29-3-1949 «περί ιδρύσεως του Ο.Π.Α.Ι.Ε» και ότι το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα της επ’ αυτού (οικοπέδου).
Το Ελληνικό Δημόσιο αρνήθηκε στο σύνολό της την αγωγή, ειδικότερα δε προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έχει καταστεί κύριο του ακινήτου κατά τρόπο πρωτότυπο και ειδικότερα με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενο αυτό, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την τεσαρακονταετία, ήτοι συνεχώς και αδιαλείπτως, προ του έτους 1965, ενεργώντας διακατοχικές πράξεις νομής και ειδικότερα, το μίσθωνε σε τρίτους και εισέπραττε τα μισθώματα.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Το επίδικο ακίνητο κείμενο στη θέση «Εβραϊκά», με καλυμμένο χώρο 96 τμ, ακάλυπτο χώρο 152 τμ, εφέρετο εγγεγραμμένο από θεμελιώδη καταγραφή στα βιβλία μεταγραφών Ρόδου, στο όνομα της Ρ. Κ. του Μ..
Κατόπιν των φυλετικών διωγμών που υπέστη το εβραϊκό στοιχείο, η ως άνω συνελήφθη μαζί με ομόθρησκούς της και μεταφέρθηκε αρχικά στην Αθήνα και ακολούθως σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, απ’ όπου δεν επέστρεψε. Μέχρι τη συζήτηση της αγωγής δεν εμφανίσθηκε ούτε η ίδια ούτε κάποιο πρόσωπο που να εγείρει κληρονομικά δικαιώματα στην περιουσία της.
Το ως ακίνητο κατελήφθη από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Ακίνητης Περιουσίας Δημοσίου δυνάμει της από 18-02-1955 και με αριθμό 6192/472/18-02-1955 απόφασης του Γενικού Διοικητού Δωδεκανήσου.
Δυνάμει της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ΑΝ 1539/1938, μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς διαχειρίσεως του από τον ως άνω Οργανισμό, το ακίνητο, περιήλθε στον τελευταίο.
Σύμφωνα με το από 29-10-1968 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής αρχαιολογικών ακινήτων, ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Ακίνητης Περιουσίας Δημοσίου παρέδωσε το ακίνητο στο ΤΑΠ προς διαχείριση.
Με το άρθρο 2 του ν.δ. 195/1973, ο προαναφερθείς Οργανισμός καταργήθηκε, το δε επίδικο περιήλθε αυτοδικαίως κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο.
Στο επίδικο ακίνητο κατοικούσε, ήδη πριν από την κατάληψη του από το Ελληνικό Δημόσιο, η Ε. χήρα Ν. Μ., η οποία κατέβαλε μισθώματα στον Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο μετά την κατάληψη του ακινήτου ως εγκαταλειμμένου.
Ακολούθως, με τη με αριθμό ΥΠΠΕ / 8.05Α-154″/19675/29-04-1986 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού εγκρίθηκε η μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης στον εγγονό της τελευταίας, Ι. Σ., αναδρομικά από την 01-01-1985.
Τον Φεβρουάριο του έτους 1990 εγκαταστάθηκε αυθαίρετα στο ακίνητο η Ε. Γ.. Με τη με αριθμό ΥΠΠΟ/ ΑΠΑΛΑ /Φ05Α-154Α/40924/1334/23-08-1993 απόφαση του ΓΓ του Υπουργείου Πολιτισμού εγκρίθηκε η μεταστέγαση του Ν. Τ. στο επίδικο ακίνητο, με την προϋπόθεση αυτό να επισκευαστεί με την προγραμματική σύμβαση ΥΠΠΟ-ΤΑΠΑ-Δήμου Ροδίων.
Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης υπεγράφη το από 01-11-1995 συμφωνητικό μισθώσεως χρονικής διάρκειας 3 ετών, έναντι μισθώματος 30.000 δραχμών.
Μετά την αποχώρηση του Ν. Τ., ο Π. Χ. κατέλαβε αυθαιρέτως το ακίνητο.
Στη συνέχεια με την από 19-05-2004 αίτησή του, απευθυνόμενη στο Υπουργείου Οικονομικών, ζήτησε να αναγνωρισθεί η νομή, η διαχείριση και κατοχή του στο επίδικο ακίνητο, να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του αποδώσει το ακίνητο και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα κάθε πράξης που ενεργήθηκε με γνώμονα την εσφαλμένη εντύπωση ότι ήταν εγκαταλειμμένο και να διαταχθεί η διόρθωση των σχετικών κτηματολογικών εγγραφών.
Η αίτηση αυτή συζητήθηκε στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών κατά τη συνεδρίαση της 28-09-2006, μετά την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 57α/28-09-2006 γνωμοδότηση με την οποία έγινε δεκτή η εισήγηση της Προϊσταμένης της 10ης Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.
Το ως άνω Συμβούλιο γνωμοδότησε υπέρ της απορρίψεως της από 19-05-2004 αίτησής του γιατί έκρινε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο έχει αποκτήσει την κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία.
Επειδή όμως η διαχείριση αυτή, η οποία αφορούσε όλες τις Ισραηλιτικές περιουσίες μεταβιβάστηκε στον ΟΠΑΙΕ το επίδικο ακίνητο δεν υπαγόταν κατά το χρόνο της κατάληψης του από το Ελληνικό Δημόσιο στην κατηγορία των εγκαταλελειμμένων.
Συνακόλουθα, η κατάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο του ακινήτου αυτού δεν ήταν νόμιμη και το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει μετά πάροδο δεκαετίας από της μεταγραφής του πρωτοκόλλου καταλήψεως την κυριότητά του.
Προέκυψε έτσι ότι το Ελληνικό Δημόσιο πράγματι θεώρησε το επίδικο ως εγκαταλελειμμένο και σαν τέτοιο το κατέλαβε με την από 18-02-1955 και ακολούθως ανέλαβε τη διαχείρισή του. Η παραπάνω απόφαση όμως ήταν άκυρη. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν δυνατόν να αποκτήσει, μετά πάροδο δεκαετίας από της μεταγραφής της, δηλαδή στις 18-02-1965, την κυριότητα του εγκαταλελειμμένου ακινήτου με τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, διότι, αφ’ης στιγμής δεν γνωστοποίησε στον ΟΠΑΙΕ -πλασματικό νομέα την πρόθεσή του να διαχειριστεί, άρα να αντιποιηθεί τη νομή, αυτή δεν χάθηκε για τον ΟΠΑΙΕ.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Γιάννης Καραμιχάλης.
Πηγή:www.dimokratiki.gr