Ο συμψηφισμός της ζημίας από τις διαγραφές ή τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, που θα υποστούν οι τράπεζες με τα κέρδη σε βάθος 20ετίας, η προστασία των τραπεζικών στελεχών από ποινικές διώξεις, προκειμένου να προχωρούν τις αναδιαρθρώσεις χρεών, καθώς και η προώθηση του νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό, είναι τα ανοιχτά θέματα της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς που βρίσκονται σε καθυστέρηση εδώ και ένα περίπου εξάμηνο.
Η παράταση αυτών των εκκρεμοτήτων καθιστά σε αρκετές περιπτώσεις ανενεργό το οπλοστάσιο που έχουν οι τράπεζες για τη διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων και την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων μέσα από την προπτωχευτική διαδικασία. Το γνωστό άρθρο 99, που αναθεωρήθηκε πρόσφατα, έδωσε περισσότερες εξουσίες στις τράπεζες, αλλά οι καθυστερήσεις, που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα, έχουν καταστήσει τη ζημία που έχει γίνει σε ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων μη αναστρέψιμη.
Δεν είναι τυχαίο ότι από το 2012 και μετά οι αιτήσεις επιχειρήσεων για ένταξη στην προπτωχευτική διαδικασία συρρικνώθηκαν δραματικά και σχεδόν μηδενίστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις 975 περίπου επιχειρήσεις που έκαναν ένταξη για υπαγωγή τους στο άρθρο 99 το 2011, τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 2016 ο αριθμός τους ήταν μονοψήφιος. Το γεγονός αυτό δεν έχει καμία σχέση να κάνει με τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Αντίθετα, αποδίδεται στην επιδείνωση των προοπτικών που περιόρισαν τις προοπτικές ανάκαμψης των επιχειρήσεων, που θα μπορούσαν να αιτηθούν την προστασία τους στο πλαίσιο της προπτωχευτικής διαδικασίας, ενώ η αλλαγή του νόμου επί το αυστηρότερον κατέστησε ακόμη πιο δυσπρόσιτο το εργαλείο της δικαστικής προστασίας.
Η τεχνητή διατήρηση στη ζωή προβληματικών επιχειρήσεων, χωρίς προοπτικές αναδιάρθρωσης, απειλεί να τινάξει στον αέρα και τις υγιείς επιχειρήσεις που υποχρεώνονται να λειτουργούν σε περιβάλλον αθέμιτου ανταγωνισμού. Οπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, ένα από τα βασικότερα προβλήματα της οικονομίας είναι το γεγονός ότι οι υγιείς επιχειρήσεις εξοντώνονται υπό το βάρος της φορολογίας, ενώ την ίδια στιγμή επιχειρήσεις με υπέρογκα χρέη προς τις τράπεζες και το Δημόσιο συνεχίζουν να λειτουργούν χωρίς επιπτώσεις. Με τον τρόπο αυτό τιμωρείται το υγιές κομμάτι της οικονομίας, που χάνει το συγκριτικό του πλεονέκτημα.
Η καθυστέρηση υπονομεύει τον στόχο που έχουν θέσει οι τράπεζες για μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 40 δισ. ευρώ την προσεχή τριετία με ορατό τον κίνδυνο να απαιτηθεί νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η τέταρτη κατά σειρά τα τελευταία έξι χρόνια. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποτελέσει και τη χαριστική βολή όχι μόνο για το τραπεζικό σύστημα, αλλά κυρίως για τις αποταμιεύσεις των καταθετών άνω των 100.000 και κυρίως για τις επιχειρήσεις, που είναι και αυτές που διακρατούν ρευστότητα στις τράπεζες και θα είναι το άμεσο θύμα ενός bail in.
Η αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων αποτελεί και το κλειδί για την επιτυχία τήρησης των στόχων που έχει θέσει για το τραπεζικό σύστημα ο εποπτικός μηχανισμός SSM, στον βαθμό που είναι και η κατηγορία με τους πιο απαιτητικούς στόχους. Η συμβολή τους στη μείωση του συνολικού χαρτοφυλακίου των «κόκκινων» δανείων, που φθάνουν τα 107 δισ. ευρώ, φθάνει το 58%, ποσοστό που μεταφράζεται σε μείωσή τους από τα 65 στα 40 δισ. ευρώ στο τέλος της τριετίας.
Το βάρος δεν πέφτει μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις, που συγκεντρώνουν «κόκκινα» δάνεια 15 δισ. ευρώ στο σύνολο των 51 δισ. ευρώ, που είναι ο συνολικός τους δανεισμός προς το τραπεζικό σύστημα. Η δυσκολία έγκειται κυρίως στο αυτό που ονομάζουμε ραχοκοκαλιά της οικονομίας, τις μικρομεσαίες, που από τα 32 δισ. ευρώ που χρωστάνε τα 23,5 δισ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα, ενώ άλλα 16,8 δισ. ευρώ –μεγαλύτερα δηλαδή και από αυτά των μεγάλων επιχειρήσεων– είναι τα «κόκκινα» των ελευθέρων επαγγελματιών, ο δανεισμός των οποίων δεν ξεπερνά τα 25 δισ. ευρώ.
Fast track εκκαθαρίσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων
Σε fast track εκκαθαρίσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων προχωρούν οι τράπεζες επιστρατεύοντας τη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, που θεσμοθετήθηκε με τον νόμο 4307, γνωστό ως νόμο Δένδια. Πρόκειται για το άρθρο 68, το οποίο επιτρέπει στο 40% των πιστωτών, ποσοστό μικρότερο της πλειοψηφίας, να καταθέσουν αίτημα προκειμένου να πάρουν τον έλεγχο της επιχείρησης, τοποθετώντας ειδικό εκκαθαριστή.
Σε αντίθεση με την προπτωχευτική διαδικασία που ακολουθείται στην περίπτωση του ομίλου Μαρινόπουλου και η οποία στοχεύει στην εξυγίανση της επιχείρησης με την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης, ο ειδικός εκκαθαριστής του άρθρου 68 αναλαμβάνει με εντολή των τραπεζών τη διοίκηση της επιχείρησης με στόχο την πώλησή της με συνοπτικές μάλιστα διαδικασίες. Η τοποθέτησή του σηματοδοτεί και τον εξοβελισμό –με επίσης συνοπτικές διαδικασίες– των παλαιών μετόχων, που έχουν αθετήσει τις υποχρεώσεις της εταιρείας, δηλαδή δεν είναι σε θέση να πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών τους, ακόμη και αν δεν έχουν κηρύξει παύση πληρωμών. Οι τράπεζες καταφεύγουν σε αυτή τη λύση σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τις απώλειες από επίπονες και μακροχρόνιες διαπραγματευτικές προσπάθειες, που τορπιλίζονται σε αρκετές περιπτώσεις από άλλους πιστωτές, κυρίως προμηθευτές.
Η διαδικασία εξασφαλίζει την εκδίκαση της υπόθεσης εντός δύο μηνών, ενώ η απόφαση εκδίδεται σε ένα μήνα από τη συζήτηση. Η δημοσίευση της απόφασης συνεπάγεται την ανάληψη όλων των καταστατικών οργάνων της διοίκησης της επιχείρησης από τον ειδικό διαχειριστή που διορίζουν οι τράπεζες, ο οποίος αναλαμβάνει το συντομότερο δυνατό να διενεργήσει δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό με στόχο την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή επιμέρους λειτουργικών κλάδων. Η δικαστική απόφαση, όπως ορίζει ο νόμος, «δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα», δηλαδή δεν επιδέχεται έφεση ή άλλη ακυρωτική νομική ενέργεια, ενώ η διαδικασία πώλησης και κατάθεασης δεσμευτικών προσφορών από ενδιαφερόμενους επενδυτές ολοκληρώνεται εντός 20 ή το αργότερο εντός 40 ημερών. Εκτός από τις αυστηρές προθεσμίες που ορίζει ο νόμος, η πώληση ολοκληρώνεται χωρίς χρονοβόρες προϋποθέσεις, όπως η υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας, που ταλανίζουν σε άλλες περιπτώσεις τους εμπλεκομένους. Η πώληση ολοκληρώνεται με την καταβολή του τιμήματος τοις μετρητοίς, ενώ η εταιρεία μεταβιβάζεται καθαρή από χρέη και οι πιστωτές ικανοποιούνται από το τίμημα της πώλησης. Το μοντέλο της ειδικής διαχείρισης δοκιμάζεται στην περίπτωση της εταιρείας Μάρμαρα Λαζαρίδης στη Δράμα, η υπόθεση της οποίας εκδικάστηκε πρόσφατα έπειτα από αίτημα της Alpha Bank και της Τράπεζας Πειραιώς, που είναι κύριοι πιστωτές, ενώ μέρος των χρεών έχει δοθεί με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Η απόφαση αναμένεται εντός του Φεβρουαρίου και θα αποτελέσει ένα πρώτο crash test για την τύχη και άλλων παρόμοιων υποθέσεων που μπορούν να εκδικαστούν με αντίστοιχες συνοπτικές διαδικασίες, παρακάμπτοντας τις επιλογές που δίνει ο πτωχευτικός κώδικας που αναθεωρήθηκε πρόσφατα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ