Απόφαση “βόμβα” του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε από τον πρόεδρο Πρωτοδικών Ρόδου κ. Κ. Αλεξίου, κρίνει ως παράνομη την τακτική των τραπεζών να μετακυλούν στους δανειολήπτες την εισφορά του Ν. 128/1975, που επιβάλλει το Δημόσιο στα πιστωτικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρονται σε ακυρότητα όλες οι διαταγές πληρωμής, που εκδίδονται για ληξιπρόθεσμα δάνεια.
Πιο συγκεκριμένα Ομόρρυθμη Εταιρεία της Ρόδου και δύο εταίροι της, που παρέστησαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Στέργου Λεβέντη εστράφησαν με ανακοπή κατά συστημικής τράπεζας βάλλοντας κατά Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
Με την αίτησή τους ζήτησαν την αναστολή της ισχύος του ως άνω εκτελεστού τίτλου και αιτιώνται ότι παρανόμως μετακυλίθηκε στη δανειακή τους σύμβαση η εισφορά του Ν. 128/1975 με αποτέλεσμα το επιτασσόμενο με τον εκτελεστό τίτλο ποσό να παρίσταται ως ανεκκαθάριστο για το λόγο αυτό.
Το δικαστήριο έκανε δεκτό τον ανωτέρω λόγο και τον έκανε δεκτό ως βάσιμο καθόσον από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης σαφώς συνάγεται ότι η εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες – πελάτες αυτών.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση:
«Η ανωτέρω διάταξη, όπως συνάγεται από τη σαφώς επιτακτική διατύπωση της, αλλά και τον επιδιωκόμενο σκοπό του αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 3 Α. Κ) με την έννοια ότι έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας Της Ελλάδας) υπόχρεος για την καταβολή είναι πάντοτε το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Ωστόσο είναι δυνατή δια συμβάσεως (άρθρο 478 Α.Κ) η ανάληψη από μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης να καταβάλει στο πιστωτικό ίδρυμα όσα αυτό είναι υποχρεωμένο να πληρώσει κατά νόμο ως εισφορά στην Τράπεζα της Ελλάδας. Η σύμβαση αυτή είναι έγκυρη μόνο όμως αν την υπόσχεση τη δίνει τρίτος που σε καμία περίπτωση δεν είναι ο δανειοδοτούμενος, γιατί μεταθέτει σε αυτόν το βάρος πληρωμής της ανωτέρω εισφοράς και έρχεται έτσι σε αντίθεση με τον αναγκαστικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 και 3 Ν. 128/1975. Η ακυρότητα αυτή υφίσταται είτε η ρήτρα συνομολογηθεί μετά από διαπραγμάτευση είτε αποτελεί περιεχόμενο ΓΟΣ εκ των προτέρων διατυπωμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, διότι το άρθρο 174 Α.Κ ισχύει σε κάθε περίπτωση Ι (Α.ΓΙ13δ6/2012, Α.Π 917/2011, Α.Π 1291/2001 ΝΟΜΟΣ). Η ακυρότητα αυτή των επιμέρους λοιπών ποσών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης, στον λογαριασμό των ποσών της εισφοράς και των προμηθειών της καθής στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθής. Επομένως, πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ο παραπάνω λόγος της ανακοπής ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής. Κατ’ ακολουθίαν, θα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή λόγω και της προφανούς βλάβης που θα υποστούν οι αιτούσες από την εκτέλεση της Διαταγής Πληρωμής και να ανασταλεί η εκτέλεση αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης κρίσης επί της ανακοπής που άσκησαν οι αιτούντες κατά αυτής».
Πιο συγκεκριμένα Ομόρρυθμη Εταιρεία της Ρόδου και δύο εταίροι της, που παρέστησαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Στέργου Λεβέντη εστράφησαν με ανακοπή κατά συστημικής τράπεζας βάλλοντας κατά Διαταγής Πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
Με την αίτησή τους ζήτησαν την αναστολή της ισχύος του ως άνω εκτελεστού τίτλου και αιτιώνται ότι παρανόμως μετακυλίθηκε στη δανειακή τους σύμβαση η εισφορά του Ν. 128/1975 με αποτέλεσμα το επιτασσόμενο με τον εκτελεστό τίτλο ποσό να παρίσταται ως ανεκκαθάριστο για το λόγο αυτό.
Το δικαστήριο έκανε δεκτό τον ανωτέρω λόγο και τον έκανε δεκτό ως βάσιμο καθόσον από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης σαφώς συνάγεται ότι η εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες – πελάτες αυτών.
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση:
«Η ανωτέρω διάταξη, όπως συνάγεται από τη σαφώς επιτακτική διατύπωση της, αλλά και τον επιδιωκόμενο σκοπό του αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 3 Α. Κ) με την έννοια ότι έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας Της Ελλάδας) υπόχρεος για την καταβολή είναι πάντοτε το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Ωστόσο είναι δυνατή δια συμβάσεως (άρθρο 478 Α.Κ) η ανάληψη από μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης να καταβάλει στο πιστωτικό ίδρυμα όσα αυτό είναι υποχρεωμένο να πληρώσει κατά νόμο ως εισφορά στην Τράπεζα της Ελλάδας. Η σύμβαση αυτή είναι έγκυρη μόνο όμως αν την υπόσχεση τη δίνει τρίτος που σε καμία περίπτωση δεν είναι ο δανειοδοτούμενος, γιατί μεταθέτει σε αυτόν το βάρος πληρωμής της ανωτέρω εισφοράς και έρχεται έτσι σε αντίθεση με τον αναγκαστικό κανόνα της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 και 3 Ν. 128/1975. Η ακυρότητα αυτή υφίσταται είτε η ρήτρα συνομολογηθεί μετά από διαπραγμάτευση είτε αποτελεί περιεχόμενο ΓΟΣ εκ των προτέρων διατυπωμένου κατά τη διάταξη του άρθρου 2 Ν. 2251/1994, διότι το άρθρο 174 Α.Κ ισχύει σε κάθε περίπτωση Ι (Α.ΓΙ13δ6/2012, Α.Π 917/2011, Α.Π 1291/2001 ΝΟΜΟΣ). Η ακυρότητα αυτή των επιμέρους λοιπών ποσών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού στο απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθής δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους της εγγραφής, αφετέρου λόγω της ενσωμάτωσης, στον λογαριασμό των ποσών της εισφοράς και των προμηθειών της καθής στα ποσά των τόκων, με παραπέρα συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθής. Επομένως, πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ο παραπάνω λόγος της ανακοπής ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής. Κατ’ ακολουθίαν, θα πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή λόγω και της προφανούς βλάβης που θα υποστούν οι αιτούσες από την εκτέλεση της Διαταγής Πληρωμής και να ανασταλεί η εκτέλεση αυτής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης κρίσης επί της ανακοπής που άσκησαν οι αιτούντες κατά αυτής».
Πηγή:www.dimokratiki.gr