Αριθμός 1426/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A’ Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μπαλιτσάρη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου και Νικόλαο Τσάκο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιουλίου 2016, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου ‘ Αννας Ζαΐρη και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της 4203/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Ι. Κ. του Δ., κάτοικο …, που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 22/13-4-2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Μπόμπολη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 552/2016.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή εντός ενός μηνός από την καταχώρηση της τελεσιδίκου αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά αποφάσεως, που απορρίπτει ή δέχεται αίτημα για την περαιτέρω μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, της επιβληθείσης ποινής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ (ΑΠ 345/2015), μεταξύ των οποίων η παραβίαση ουσιαστικού ποινικού νόμου (στοιχ. Ε’ ) και η υπέρβαση εξουσίας (στοιχ. Η’ ). Επομένως, η ασκηθείσα την 13-4-2016 υπ’ αριθμ. 22/2016 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 4203/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη επί αιτήσεως του καταδίκου Ι. Κ. του Δ. και κατεχωρήθη καθαρογραμμένη στο οικείο βιβλίο την 4-4-2016, και με την οποίαν μετετράπη σε παροχής κοινωφελούς εργασίας η καθορισθείσα με την υπ’ αριθμ. 48067/12-12-2013 απόφαση του ως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης εκτιτέα υπ’ αυτού συνολική ποινή φυλακίσεως των τριών (3) ετών και πενήντα τριών (53) μηνών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και επομένως είναι παραδεκτή.
Με τις διατάξεις των παρ. 1, 4, 5, 6, 8 και 9 του άρθρο 82 του ΠΚ, όπως ισχύουν μετά την εφαρμογή του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράσων. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. -παρ. 1”. “Μετά τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το δικαστήριο εκτιμά αν εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο του ποσού της μετατροπής. Αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει αδυναμία άμεσης καταβολής ή ότι η καταβολή θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, από δύο ως τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλλει εκείνος που καταδικάστηκε το πιο πάνω ποσό σε δόσεις που ορίζει το ίδιο δικαστήριο. -παρ. 4″. Αν εκείνος που καταδικάστηκε δηλώσει ότι δεν θα μπορέσει να καταβάλει το ποσό της μετατροπής μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο μετατρέπει περαιτέρω τη χρηματική ποινή ή το πρόστιμο, εν όλω ή εν μέρει, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εφόσον συμφωνεί ή το ζητά εκείνος που καταδικάστηκε. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο ορίζει και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας που κυμαίνονται από 100 έως 240 ώρες για ποινή ως ένα έτος, 241 έως 480 ώρες για ποινή από ένα έως δύο έτη, 481 έως 720 ώρες για ποινή από δύο έως τρία έτη, 721 έως 960 ώρες για ποινή από τρία έως τέσσερα έτη και 961 έως 1.200 ώρες για ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, ενώ προσδιορίζει και προθεσμία όχι μεγαλύτερη από πέντε έτη για την εκτέλεσή τους-παρ. 5”. “Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τυχόν συναρμόδιων Υπουργών. Μπορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον παθόντα, αν υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του. Την εκτέλεση της κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Με την ίδια υπουργική απόφαση ορίζονται επίσης η οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια – παρ. 6.”. “Αν μετά την μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ή πρόστιμο, επέρχεται ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης εκείνου που καταδικάστηκε, αυτός μπορεί να ζητήσει από το ίδιο δικαστήριο προθεσμία ή διεύρυνση της προθεσμίας καταβολής της χρηματικής ποινής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη, ή τροποποίηση του ύψους της μετατροπής ή ακόμη μετατροπή της χρηματικής ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο. Στην ίδια απόφαση ορίζονται και οι συνέπειες της μη εκπλήρωσης των παραπάνω υποχρεώσεων -παρ. 8.”. “Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και μετά τη μερική ή ολική απότιση της ποινής στην οποία έχει μετατραπεί.. -παρ. 9..”. Εξ άλλου με τις διατάξεις του άρθρου 2 της υπ’ αρ. 108842/3.12.1997 ΚΥΑ για την “Οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας. Διαδικασία επιλογής, ανάθεση και επίβλεψη της σχετικής εργασίας”, (όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 11966319.11.2007), καθορίστηκε ο ειδικότερος τρόπος εφαρμογής του θεσμού παροχής κοινωφελούς εργασίας, με βάση τους πίνακες με τις υπηρεσίες του κράτους, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα και των μη κερδοσκοπικών κοινωφελών νομικών προσώπων ιδιωτικών δικαίου που έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν άτομα για να παράσχουν κοινωφελή εργασία βάση των διατάξεων των άρθρων των παραγράφων 6, 7, 8 και 9 του άρθρου 82 του ΠΚ, την περ. γ της παραγράφου 3 του άρθρου 100Α του ΠΚ, την διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 100Α του παραπάνω Κώδικα καθώς και το άρθρο 61 του Κώδικα Βασικών Κανόνων για τη Μεταχείριση των Κρατουμένων (ΚωδΜεΚ). Ειδικότερα στην απόφαση αυτή που εκδόθηκε, κατ’ εξουσιοδότηση του ως άνω άρθρου 82 παρ. 6 του ΠΚ, ορίζονται τα εξής: ” 2.1. Επιλογή τόπου και είδους παροχής της κοινωφελούς εργασίας. Με βάση το συνημμένο Πίνακα ο Εισαγγελέας: α) του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μετατροπής της περιοριστικής ποινής της ελευθερίας σε κοινωφελή εργασία, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 82 του Π.Κ., ή του δικαστηρίου που ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής ιδίως σύμφωνα με τις περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 100 Α του Π.Κ., ή β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, το οποίο αποφασίζει σχετικά με τη μετατροπή της ποινής φυλάκισης κρατουμένου σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 61 και 121 Κωδ.ΜεΚ, επιλέγει τον τόπο και το είδος της εργασίας, σε συνεννόηση με τον καταδικασμένο, ο οποίος ζητεί ή αποδέχεται την παροχή κοινωφελούς εργασίας. Για την επιλογή του τόπου παροχής της κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπόψη ο τόπος διαμονής του παρέχοντος την εργασία, εκτός αν υπάρχει ειδικός λόγος απομάκρυνσης του από την περιοχή της κατοικίας του. Για την επιλογή του είδους της παρεχόμενης κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπόψη ιδίως: i ) η φύση και οι συνθήκες τέλεσης της αξιόποινης πράξης, ii ) η ηλικία και η υγεία του καταδικασμένου, iii) το επάγγελμα ή οι δεξιότητες του, και iν) η ύπαρξη στον φορέα παροχής εργασίας υποστηρικτικού συστήματος που θα πλαισιώνουν το άτομο, το οποίο θα παρέχει κοινωφελή εργασία…”.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι επί συνολικής ποινής φυλακίσεως, που υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, η οποία έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή, εφ’ όσον ζητείται η περαιτέρω μετατροπή της σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, το αρμόδιο δικαστήριο, σε περίπτωση παραδοχής της σχετικής αιτήσεως του καταδίκου, οφείλει αφ’ ενός μεν να προβεί στον κατά τις ως άνω σχετικές διατάξεις καθορισμό του αριθμού των ωρών εργασίας που πρέπει να παρασχεθούν και αντιστοιχούν, όχι μόνον για το μέρος του χρονικού διαστήματος των πέντε (5) ετών αυτής (ποινής), αλλά και για το πέραν των πέντε (5) ετών μέρος του υπολοίπου (χρονικού διαστήματος) μέρους της. Και τούτο γιατί σε διαφορετική περίπτωση το πέραν των πέντε ετών μέρος της επιβληθείσης και μετατραπείσης σε χρηματική συνολικής ποινής φυλακίσεως, θα παρέμενε ανεπιτρέπτως ανεκτέλεστο (δίκην αμνηστεύσεως, απονομής χάριτος κλπ). Αφ’ ετέρου δε οφείλει να μη προσδιορίσει τον τόπο παροχής της τοιαύτης εργασίας (κοινωφελούς), καθ’ όσον τούτο έχει από το νόμο ανατεθεί στον Εισαγγελέα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Εξ άλλου, υπέρβαση εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως κατ’ αποφάσεων, υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια του ορισμού αυτού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι, για το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του το Δικαστήριο της ουσίας, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, δέχθηκε τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση από την αξιολόγηση του υλικού που υπάρχει στην δικογραφία της συγκεκριμένης υπόθεσης και συνοδεύει την κρινόμενη αίτηση, προέκυψαν -κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου- τα εξής: Με την 48067/12-12-2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης καθορίστηκε -σε βάρος του αιτούντα Ι. Κ. συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και πενήντα τριών (53) μηνών. Ακολούθως με την 48247/13-12-2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, ορίστηκε προθεσμία δύο (2) ετών (ήτοι μέχρι τις 12-12-2015) ώστε μέσα σε αυτήν ο κατάδικος και ήδη απών Ι. Κ. να καταβάλει το ποσό στο οποίο είχε αυτοδίκαια μετατραπεί η ως άνω συνολική ποινή (ήτοι προς 4,40 ευρώ ημερησίως) παρότι υπερέβαινε το όριο μετατρεψιμότητας των πέντε ετών, προφανώς δυνάμει της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 καθότι η ποινή βάση αυτής είχε ήδη μετατραπεί σε χρηματική με την απόφαση 58403/ 2011 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Όμως στη συνέχεια, επειδή ο αιτών δεν κατέβαλε μέσα στην ως άνω προθεσμία το ποσό στο οποίο μετατράπηκε η προαναφερθείσα συνολική ποινή, ενεργοποιήθηκε αυτοδίκαια η σχετική διάταξη της 48247/13-12-2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία ήταν άμεσα εκτελεστέα η 48067/12-12-2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, κατά την οποία ο απών έπρεπε να εκτίσει την προαναφερθείσα συνολική ποινή φυλάκισης. Ενόψει αυτού του ενδεχόμενου ο αιτών υπέβαλε (την από 25-2-2016) ένδικη αίτηση με την οποία: α) επικαλείται ότι μετά τη μετατροπή της επίμαχης (στερητικής της ελευθερίας) ποινής σε χρηματική (τον Δεκέμβριο του 2013) επήλθε ουσιώδης αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης, καθότι τον Οκτώβριο του 2014, απολύθηκε από την εργασία του και έκτοτε παραμένει άνεργος, ενώ από τον Οκτώβριο του 2015 έπαψε να λαμβάνει επίδομα ανεργίας και β) ζητεί την περαιτέρω μετατροπή της ίδιας ποινής σε προσφορά κοινωφελούς εργασίας. -Η ένδικη αίτηση, με το ως άνω περιεχόμενο και το συγκεκριμένο αίτημα, τυγχάνει νόμιμη καθότι ενόψει των ερμηνευτικών πορισμάτων που αναφέρονται στις προπαρατεθείσες στις σκέψεις του παρόντος δικανικού συλλογισμού στηρίζεται στις διατάξεις των παρ. 5 και 8 του άρθρου 82 Π.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982 που εφαρμόζεται αναλογικά. Περαιτέρω επειδή η αίτηση αυτή τυγχάνει και ουσιαστικά βάσιμη, στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται ο αιτών αφ ενός μεν συνιστούν ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του και πράγματι αποδεικνύονται από τα έγγραφα που αυτός προσκομίζει αλλά και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό”.
Στη συνέχεια, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του το δικαστήριο, δέχθηκε την αίτηση του καταδικασθέντος αιτούντος (Κ. Ι. του Δ.) και μετέτρεψε την επιβληθείσα σε αυτόν συνολική ποινή φυλακίσεως των τριών (3) ετών και πενήντα τριών (53) μηνών, που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμό 48067/12-12-2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας στον Δήμο Θερμαϊκού, όρισε σε πέντε (5) έτη την προθεσμία που πρέπει να παρασχεθεί η κοινωφελής εργασία και σε χίλιες διακόσιες (1.200) τις ώρες παροχής αυτής σε, ενώ σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παραπάνω υποχρέωσης από τον αιτούντα, διέταξε την άμεση έκτιση από αυτόν της προαναφερομένης ποινής φυλακίσεως”. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 82 παρ. 5, 9, του ΠΚ, υπερέβη δε και την εξουσία του, καθόσον: 1) Ενώ με την προσβαλλόμενη απόφαση του μετετράπη η συνολική ποινή φυλάκισης των επτά (7) ετών και πέντε (5) μηνών (ή άλλως η ποινή των 3 ετών και 53 μηνών), που επιβλήθηκε στον αιτούντα με την, ως άνω, υπ’ αριθμό 48067/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εν τούτοις, καθορίσθηκε ο αριθμός των ωρών εργασίας αυτού σε χίλιες διακόσιες (1.200), εν τούτοις κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της παρ 5 του άρθρου 82 του ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι οι εν λόγω ώρες εργασίας αντιστοιχούν σε ποινή από τέσσερα έως πέντε έτη, παρέλειψε το δικαστήριο στην απόφαση του, να ορίσει τις ώρες κοινωφελούς εργασίας οι οποίες αντιστοιχούν, αναλογικά, από τον προσδιοριζόμενο στο άρθρο 82 παρ. 5 ΠΚ αριθμό των 481 έως 720 ωρών, στην ποινή των δύο (2) ετών και πέντε (5) μηνών, που υπερβαίνει την ποινή των πέντε (5) ετών, από την μετατραπείσα σε κοινωφελή εργασία, ποινή των 7 ετών και 5 μηνών κατά προαναφερθέντα. Και 2) Το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, καθ’ υπέρβαση (θετική) της εξουσίας του, προσδιόρισε ως τόπο παροχής της κοινωφελούς εργασίας τον Δήμο Θερμαϊκού, ενώ η επιλογή του τόπου παροχής αυτής ανήκει κατά νόμο στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου.
Κατ’ ακολουθίαν, ενόψει του ότι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε’ και Η’ του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, είναι βάσιμοι, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί κατ’ άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, για νέα συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 4203/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση αυτή για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ