Ακόμα και τη διακοπή υπογραφής πιστοποιητικών φορολογικού ελέγχου σε εταιρείες εξετάζουν ελεγκτικές εταιρείες και ορκωτοί ελεγκτές αντιδρώντας στον καταιγισμό φορολογικών προστίμων σε μεγάλες εταιρείες, τα οποία θεωρούν αυθαίρετα και σε πολλές περιπτώσεις εντελώς καταχρηστικά.
Επισημαίνουν ότι μέχρι στιγμής οι περισσότερες υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια, έπειτα από προσφυγές επιχειρήσεων για λανθασμένα πρόστιμα, έχουν καταπέσει, δικαιώνοντας τις επιχειρήσεις.
Ωστόσο δεν είναι πάντα εύκολο να προσφύγει κάποιος φορολογούμενος ή επιχείρηση στην επιτροπή επίλυσης διαφορών, καθώς καλούνται να καταβάλλουν το 50% του εξωφρενικού φόρου που έχει καταλογιστεί. Τις περισσότερες φορές δε, είναι μάταιη (αλλά υποχρεωτική) η προσφυγή στην ανωτέρω επιτροπή, καθώς το 82% των υποθέσεων απορρίπτεται. «Πληρώστε το πρόστιμο και πηγαίνετε στα δικαστήρια αν δεν συμφωνείτε», είναι το πνεύμα. Και αυτό γίνεται, με τη διαφορά ότι τα δημόσια ταμεία γεμίζουν τώρα και όταν έρθει η ώρα των δικαστικών αποφάσεων, έχει ο Θεός. Πάντως οι μεγάλες επιχειρήσεις συνεχίζουν στα δικαστήρια, παρά το γεγονός ότι οι σχετικές διαδικασίες είναι χρονοβόρες με τον χρόνο αναμονής να ξεπερνάει τα 3 χρόνια.
Και γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Διότι οι φορολογικές αρχές προκειμένου να «πιάσουν» τους στόχους που τους έχουν τεθεί μοιράζουν «εύκολα» πρόστιμα. Δηλαδή σε μεγάλες εταιρείες, που δεν έχουν περιθώριο να μην πληρώσουν. Οπως σημειώνουν στελέχη, στο στόχαστρο βρίσκονται επιχειρήσεις και μεσαίου μεγέθους που ήδη καταβάλλουν υψηλούς φόρους, ενώ καμία προσπάθεια δεν γίνεται στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στον εντοπισμό όσων φοροδιαφεύγουν.
Ετσι βρίσκονται αντιμέτωπες με πρόστιμα «φωτιά» που προκύπτουν από φορολογικούς ελέγχους, που όπως καταγγέλλουν, γίνονται χωρίς κανόνες, χωρίς διαφάνεια, χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο και συχνά καταχρηστικά, βεβαιώνοντας πρόστιμα που αν δεν πληρωθούν άμεσα, οδηγούν σε καθολική δέσμευση όλων των λογαριασμών. Μάλιστα αναφέρουν ότι οι ελεγκτές ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις οδηγίες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και εφαρμόζουν εγκυκλίους αναδρομικά για παρελθόντα έτη, απορρίπτοντας δαπάνες που μειώνουν το φορολογητέο εισόδημα, καθώς ουδείς πλέον ελέγχει του ελεγκτές. Οπως σημειώνουν εταιρείες που έχουν ελεγχθεί από ορκωτούς, εξετάζονται πέραν των προβλεπόμενων διατάξεων, από άλλη βάση επιβάλλοντας πρόστιμα, με τις επιχειρήσεις να πρέπει να αποδείξουν στα δικαστήρια το δίκιο τους.
Είναι ενδεικτική η περίπτωση μεγάλης εισηγμένης εταιρείας με ειδικό βάρος στην οικονομία, η οποία επιβαρύνθηκε πρόσφατα με πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις σχεδόν 1 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία διαμαρτυρήθηκε για το πρόστιμο και τη διαδικασία και έσπευσε να πληρώσει το 50% και να κινηθεί διά της νομικής οδού. Ωστόσο σχεδόν αμέσως οι φορολογικές αρχές απαίτησαν να πληρωθεί το 100% του προστίμου, κάνοντας χρήση μιας διάταξης που προβλέπει πρόσθετες ενέργειες όταν ο ελεγκτής έχει βάσιμες υποψίες αποφυγής πληρωμής του προστίμου, διαφυγής του ελεγχόμενου στο εξωτερικού ή των περιουσιακών του στοιχείων, απειλώντας με «πάγωμα» όλων των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρείας. Ετσι η εταιρεία πλήρωσε το πρόστιμο και προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Λόγω της κατάστασης αυτής ελεγκτικές εταιρείες, οι οποίες υπογράφουν τα πιστοποιητικά των ισολογισμών, έχουν απειλήσει ότι θα αναστείλουν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, καθώς επιβαρύνονται και οι ίδιες με πρόστιμα από τις φορολογικές αρχές για τα πιστοποιητικά που έχουν υπογράψει. Το «κόλπο», όπως σημειώνουν, είναι να αναγκάζουν μεγάλες εταιρείες να προσφεύγουν στην επιτροπή επίλυσης διαφορών καταβάλλοντας το 50% του προστίμου που έχει καταλογιστεί. Το ποσό αυτό εγγράφεται ως έσοδο του κράτους και ταυτόχρονα φαίνεται ότι ο ελεγκτικός μηχανισμός έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το μνημόνιο. Το εάν αυτό το ποσό θα επιστραφεί στους ελεγχόμενους έπειτα από χρόνια δεν ενδιαφέρει τον ελεγκτικό μηχανισμό και προφανώς ούτε την παρούσα κυβέρνηση.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ