Ο μέσος όρος της δημοσκόπησης είναι 15%. Με βάση τις ηλικιακές ομάδες, το 39% των Ελλήνων 18 έως 34 ετών θεωρεί ότι η Ορθοδοξία είναι βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, ενώ το ποσοστό φτάνει στο 49% στην ομάδα 35-49 ετών και στο 65% για τα άτομα άνω των 50 ετών. Το ίδιο απάντησε το 40% όσων δηλώνουν Αριστεροί.
«Οι Ελληνες θρησκεύουν χωρίς όμως να εκκλησιάζονται τακτικά, όπως φάνηκε σε άλλη σύγχρονη έρευνα. Προσεύχονται ατομικά – ιδιωτικά πιο πολύ παρά δημόσια. Η πίστη τους είναι προσωπική, μυστική, βιωματική κι εμπειρική, μακριά από το δόγμα, το ιερατείο ή τη Γραφή. Περισσότερο “μυστικοί” παρά “θρησκευτικοί” (θρήσκοι ή θρησκόληπτοι) είναι οι Ελληνες ανέκαθεν από την αρχαιότητα κιόλας με τα Μυστήρια αντί για το Ολύμπιο Δωδεκάθεο, με το σωκρατικό “δαιμόνιον” και το αρεοπαγιτικό ανάθημα “τω αγνώστω θεώ”. Η Αθήνα ήταν πόλη “κατείδωλος” (γεμάτη είδωλα) κατά τον Παύλο» ανέφερε, μιλώντας στην «Κ», ο Μάριος Μπέγζος, καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας στο Παν. Αθηνών.
Και προσθέτει: «Η σχέση των Ελλήνων με την Ορθοδοξία είναι αμφίσημη, διττή, διπλή κι όχι απλή ούτε απλοϊκή ή αφελής. Εμμένουν στην ορθόδοξη πίστη ως το συνεκτικό στοιχείο, την “κόλλα”, που συνέχει κάθε όμαιμο ομογενή από τη Νέα Φιλαδέλφεια της χώρας μας μέχρι τη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και τη Φιλαδέλφεια της Μικρασίας. Παρόλο που αυτοί οι τρεις Ελληνες (Φιλαδελφείς) δεν ομιλούν την ελληνική καλά ή καθόλου ούτε ανήκουν στο ίδιο κράτος, ωστόσο αρχίζουν και τελειώνουν την ζωή τους τελετουργικά με την Ορθοδοξία στη βάπτιση και στον γάμο ή στην κηδεία και στο μνημόσυνο. Η ελληνική ζωή ιερουργείται ορθόδοξα, το λαϊκό πανηγύρι και η θεία λειτουργία συγχορεύουν, ο αγνός ιδεολόγος της Αριστεράς προκρίνει την πίστη, επικρίνοντας τους φορείς της και τελώντας την κηδεία του εκκλησιαστικά ή τη βάπτιση των παιδιών τού πολιτικού γάμου του. Η στάση του είναι μια κριτική συμπάθεια. Ενστερνίζεται την τελετουργία διαισθητικά (σαν τον Καβάφη “Εις την εκκλησίαν” ή τη “Λαμπρή” του Σολωμού) και ενωτίζεται την πίστη ενστικτωδώς (σαν το “ιερό” του Εμπειρίκου ή τον “επιτάφιο” του Ελύτη). Συνάμα κρίνει το ιερατείο, επικρίνει τη θεοκρατία, αποστρέφεται τον δήθεν ελληνοχριστιανισμό και απολακτίζει κάθε κόμμα με τάχα χριστιανική προσωνυμία. Σαν το κύμα στον γιαλό που έρχεται και πάει, μοιάζει ο Ελληνας μπρος στην Ορθοδοξία».
Από την πλευρά του, ο γ.γ. Θρησκευμάτων Γεώργιος Καλαντζής ερμήνευσε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, λέγοντας στην «Κ» ότι «στην Ελλάδα, η σύνδεση της θρησκείας με την εθνική ταυτότητα αφορά δύο γνωστές παραμέτρους.
Η πρώτη είναι ο αναντικατάστατος ρόλος της Ορθοδοξίας στην αυτοσυνειδησία μας, τόσο ως προς τη Δύση (βλέπε το «Χρονικό του Μορέως») όσο και ως προς την Ανατολή (επί τουρκοκρατίας όποιος αρνούνταν την Ορθοδοξία και ασπαζόταν το Ισλάμ έχανε και τη συνείδηση της ρωμιοσύνης του).
Η δεύτερη παράμετρος είναι ότι τη στιγμή του Αγώνα για την ίδρυση του κράτους μας, η Ορθόδοξη Εκκλησία προσέφερε τα πάντα για τη νίκη του Γένους μας.
Η ίδια η γλώσσα μας διασώθηκε χάρη στην Ορθοδοξία και τα λειτουργικά της κείμενα. Αν πρέπει να αναζητήσουμε ένα αδιάψευστο γεγονός που μαρτυρά την αδιάκοπη συνέχεια του Γένους μας, αυτό είναι η γλώσσα μας που δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται».
Αλλά ο κ. Καλαντζής προσθέτει: «Ομως, το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας μας το έχυσαν, όποτε χρειάστηκε, και οι Ελληνες που δεν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αλλά ανήκαν σε μια άλλη θρησκευτική κοινότητα ή δεν ανήκαν σε καμία θρησκευτική κοινότητα».