Τις δραματικές επιπτώσεις της κρίσης αποτυπώνει μελέτη της Ελληνικής Ένωσης των τραπεζών. Σύμφωνα με την μελέτη την περίοδο 2010-2015 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημίες προ φόρων συνολικού πόσου 70,3 δισ. ευρώ.
Οι εν λειτουργία τράπεζες, μέσω συγχωνεύσεων, εξαγορών και εξυγιάνσεων, μειωθήκαν από 64 σε 39 ενώ αποχώρησε σχεδόν το σύνολο των ξένων τραπεζών με δίκτυα εξυπηρέτησης της πελατείας, έκτος της HSBC. Σήμερα, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες και η Attica Bank ξεπερνούν πλέον αθροιστικά το 95% του ελληνικού τραπεζικού συστήματος (σε ορούς ενεργητικού) από 67,7% στο τέλος του 2007.
Σύμφωνα με την μελέτη από την αρχή της κρίσης σημειώθηκε μείωση απασχολούμενου προσωπικού στις τράπεζες κατά 19.067 (-29%), μείωση τραπεζικών καταστημάτων κατά 1.736 (-42,5%) και των ΑΤΜ κατά 2.350 (-26%).
Σε ότι αφορά την επίδραση των κεφαλαιακών περιορισμών και ειδικότερα στις ηλεκτρονικές συναλλαγές καταγράφηκε σημαντική αύξηση των τερματικών αποδοχής συναλλαγών καρτών (POS) κατά 100.930 (+79%), αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με κάρτες κατά 84 εκατ. (+58%) και μεταφορές πίστωσης (+24%), αύξηση της αξίας άμεσων χρεώσεων για διενέργεια πάγιων πληρωμών κατά 3,2 δισ. ευρώ (+47%), αύξηση της αξίας συναλλαγών μέσω internet και mobile banking κατά 29% (+11,2 δισ. ευρώ) και 82% (+359 εκατ. ευρώ) αντίστοιχα. Επιπλέον σύμφωνα με την ΕΕΤ καταγράφονται εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απάτης τόσο σε όρους συναλλαγών όσο και σε όρους αξίας.
Σύμφωνα με την ΕΕΤ, οι 14 μεγάλες προκλήσεις για την έξοδο του τραπεζικού συστήματος από την κρίση είναι:
— Η εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων μέσω της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων με κοινωνική ευαισθησία και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
— Η εξεύρεση τρόπων για την επανεκκίνηση της επενδυτικής διαδικασίας και την επιστροφή στην ανάπτυξη.
— Η διατήρηση της πορείας μείωσης της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από τις κρατικές ενισχύσεις σε κεφάλαια και από το Ευρωσύστημα σε ρευστότητα μέχρι την αποπληρωμή τους και τον μηδενισμό της αντίστοιχα.
— Η συνεπής υλοποίηση και εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών.
— Η αύξηση του ρυθμού επιστροφής των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα επικεντρώνοντας τις προσπάθειες στα μετρητά εντός Ελλάδας, τα οποία βρίσκονται εκτός συστήματος, και στις καταθέσεις εξωτερικού με αρνητικές αποδόσεις.
— Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, οι οποίες θεωρούνται από τις εποπτικές αρχές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και από τις αγορές, ως χαμηλότερης ποιότητας κεφάλαια, καθώς η ανακτησιμότητά τους αποτελεί συνάρτηση της κερδοφορίας των τραπεζών.
— Οι λογιστικές αλλαγές με (IFRS 9), που θα τεθούν σε εφαρμογή από το 2018 και αντικαθιστώντας το μοντέλο πραγματοποιηθεισών ζημιών με το μοντέλο αναμενόμενων ζημιών, κάτι που θα οδηγήσει σε υψηλότερες προβλέψεις με τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
— Η καθιέρωση της «ελάχιστης απαίτησης για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις», γνωστή ως MREL, μέσω της οποίας επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες έχουν επαρκείς υποχρεώσεις με δυνατότητα απορρόφησης ζημιών σε περίπτωση εξυγίανσης (resolution), προκειμένου να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τραπεζικές κρίσεις στο μέλλον, να διατηρείται η τραπεζική σταθερότητα και να ελαχιστοποιείται η επιβάρυνση των φορολογουμένων.
— Η νέα απαίτηση MREL συνεπάγεται την ανάγκη έκδοσης από τις τράπεζες νέων επιλέξιμων υποχρεώσεων, κυρίως senior bonds, με κόστος, το οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να ενσωματώσουν στο επιχειρηματικό τους μοντέλο.
— Οι νέες τεχνολογίες θα αλλάξουν ριζικά το τραπεζικό σύστημα, τόσο σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες των τραπεζών όσο και σε σχέση με την εισαγωγή νέων επιχειρηματικών μοντέλων τα οποία θα συμπληρώσουν ή, ενδεχομένως, και θα υποκαταστήσουν πλήρως την παραδοσιακή τραπεζική.
— Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία από την πλευρά των πολιτών, από τις αγορές και από τους εταίρους μας.
— Η θετική πιστωτική επέκταση, αν και αποτελεί αναγκαία συνθήκη βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, θα ακολουθήσει και δεν θα προηγηθεί της οικονομικής ανάκαμψης.
— Στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, οι αλλαγές στη μετοχική σύνθεση των ελληνικών τραπεζών, μετά τις πρόσφατες ανακεφαλαιοποιήσεις, με τους ξένους θεσμικούς επενδυτές να κατέχουν σημαντικά μετοχικά ποσοστά, καθώς και οι πρόσφατες τροποποιήσεις νομικού και εποπτικού χαρακτήρα, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στα διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών και αποτελούν άλλη μία πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
— Η περαιτέρω επέκταση της μετοχικής βάσης σε ιδιώτες επενδυτές, σε ξένα χαρτοφυλάκια αλλά και σε ελληνικά, των οποίων η συμμετοχή μειώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω των ανακεφαλαιοποιήσεων.