Η πρόσφατη πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, τα μέτρα και η κριτική εναντίον της Ευρώπης, έχουν μέχρι στιγμής προκαλέσει μικρή αντίδραση από τους ηγέτες της ΕΕ. Ο Αμερικανός πρόεδρος Trump έδωσε συνέντευξη στους The Times και στην Bild στις 16 Ιανουαρίου, και παράθεσε σειρά κλισέ εναντίον της Ευρώπης. Οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας αντέδρασαν απλώς με την επιβεβαίωση εκ νέου της ετοιμότητας της Ευρώπης να προστατεύσει τις δικές της αξίες και τα δικά της συμφέροντα.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Merkel δήλωσε ότι “εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε την μοίρα μας στα χέρια μας”. Ο Γάλλος πρόεδρος Francois Hollande δήλωσε πως “η Ευρώπη θα είναι έτοιμη να επιδιώξει διατλαντική συνεργασία, αλλά θα βασίζεται στα συμφέροντα και στις αξίες της (…). Δεν χρειάζεται εξωτερική βοήθεια να της πει τι να κάνει”. Αλλά μέχρι στιγμής οι αντιδράσεις των ηγετών της ΕΕ έχουν παραμείνει στο επίπεδο των γενικών διακηρύξεων. Πραγματικά, φαίνεται ότι υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η ΕΕ είναι ένας πολύ αδύναμος οργανισμός για να σταθεί απέναντι στις πολιτικές επιλογές των Ηνωμένων Εθνών.
Μέρος αυτής της αντίληψης προέρχεται από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ ενθάρρυναν και προστάτευσαν τις αρχικές προσπάθειες ένωσης της Ευρώπης. Το σχέδιο Μάρσαλ και η επακόλουθη δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (OEEC). συχνά θεωρούνται ως η έναρξη της μετά το 1945 ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της θετικές εμπλοκής των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Παρέχοντας οικονομική βοήθεια και υποστηρίζοντας τους Ευρωπαίους να οργανωθούν, οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν έναν σημαντικό ρόλο στις απαρχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Εκτός από αυτή την οικονομική στήριξη, οι ΗΠΑ παρείχαν επίσης μια στρατιωτική ομπρέλα στη Δυτική Ευρώπη μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως εκ τούτου, οικονομικώς και στρατιωτικώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύχθηκε σε ένα διατλαντικό σκέπαστρο.
Λοιπόν, θα έπρεπε να εκπλαγούμε από τον πρόσφατο αρνητισμό που προέρχεται από την πλευρά του διατλαντικού μας συμμάχου; Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ κατευθυνόταν εναντίον ευρωπαϊκών συμφερόντων. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι σε αρκετές προηγούμενες περιστάσεις, η ΕΕ απέδειξε ότι είναι σε θέση να αντιδράσει δυναμικά, να προστατεύσει όλα της τα συμφέροντα και να τροποποιήσει την πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην Ευρώπη.
Στην εξωτερική πολιτική, η υπέρβαση του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της επιτυχίας της ευρωπαϊκής διπλωματίας στο πλαίσιο της φερόμενης ηγεμονίας των ΗΠΑ, και πραγματικά επίσης, της Σοβιετικής Ένωσης. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας 1960/αρχές 1970, η αμερικανική στρατηγική στηριζόταν κυρίως στη διαιώνιση της διπολικής τάξης και επομένως στην διαίρεση της ευρωπαϊκής ηπείρου. Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις της Δυτικής Ευρώπης και της τότε ΕΟΚ, της προκατόχου της ΕΕ, στόχο είχε να μετατρέψει σιγά-σιγά τις ευρωπαϊκές σχέσεις προκειμένου να ξεπεράσει την διαίρεση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσης
Η πολιτική της ΕΟΚ και των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων συνέβαλε στην ανάδειξη μιας ευρωπαϊκής φωνής, διαφορετικής από αυτής του διατλαντικού της συμμάχου. Η τελική πράξη του Ελσίνκι -την οποία υπέγραψε η ΕΟΚ- ήταν αποτέλεσμα αυτών των διπλωματικών προσπαθειών. Η πιο πρόσφατη ιστορική βιβλιογραφία επισημαίνει ότι τα κράτη-μέλη της ΕΟΚ έδρασαν ενωμένα εντός του πλαισίου της ΕΟΚ για να προάγουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής υποχώρησης. Η ΕΟΚ/ΕΕ απέδειξε ότι δεν χρειάζεται τη συμβουλή των ΗΠΑ για να αποφασίζει για την τύχη της.
Στο εμπόριο, μια ενωμένη αντίδραση της ΕΕ στην αμερικανική πολιτική έχει επίσης αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Σοβιετική ¨Ενωση ξεκίνησε να κατασκευάζει έναν αγωγό φυσικού αερίου για να προμηθεύει τη Δυτική Ευρώπη. προκειμένου να το κάνει αυτό, η Σοβιετική Ένωση χρειάστηκε χρηματοδότηση, εξοπλισμό και τεχνολογία από την Δύση. Πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες χαιρέτισαν την κατασκευή του αγωγού, καθώς θα συνέβαλε στην διαφοροποίηση των εισαγωγών τους σε φυσικό αέριο. Η αμερικανική κυβέρνηση αντιθέτως, άσκησε έντονη κριτική στην πρωτοβουλία.
Οι ΗΠΑ στόχευσαν τέσσερα κράτη-μέλη της ΕΟΚ ιδιαίτερα -τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Δυτική Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο- για το ότι έχουν συνάψει συμβάσεις σε σχέση με την κατασκευή του νέου διηπειρωτικού αγωγού αερίου. Μέσω αυτού, όπως υποστήριζαν οι ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές χώρες υποστήριζαν αποτελεσματικά τη Σοβιετική Ένωση. Το 1982, ο Αμερικανός πρόεδρος Ronald Reagan αποφάσισε να επιβάλει ένα εμπάργκο σε όλο τον εξοπλισμό που κατασκευάστηκε από δυτικές εταιρείες -συμπεριλαμβανομένων των βρετανικών, γαλλικών, ιταλικών και δυτικογερμανικών.
Τα μέλη της ΕΟΚ αντέδρασαν με κατακραυγή. Αλλά αντί να αντιδράσουν ξεχωριστά, αυτές οι τέσσερις χώρες συντόνισαν την απάντησή τους μέσω της ΕΟΚ και της τότε εμβρυϊκής εξωτερικής της πολιτικής, αποκαλώντας την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (αυτός ήταν επίσης ο μηχανισμός που είχε εμπλακεί στο Ελσίνκι). Αντιμέτωπος με αυτή την ισχυρή αντίδραση, ο Reagan υποχώρησε, και ήρε το εμπάργκο. Μια συντονισμένη απάντηση της ΕΟΚ, αποδείχθηκε ξανά ότι θα έκανε τη διαφορά.
Στο νομισματικό πεδίο, η ΕΕ ήταν επίσης σε θέση να προχωρήσει σε άμεσες και αποτελεσματικές αντιδράσεις. Όλη η ιστορία της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης αποδεικνύει την επιβεβαίωση της Ευρώπης σε μια διεθνής σκηνή που κυριαρχούνταν από το δολάριο και τις επιβλαβείς διακυμάνσεις για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Στις νομισματικές υποθέσεις, οι αμερικανικές ενέργειες συχνά στρεφόταν εναντίον των προσπαθειών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Richard Nixon αποφάσισε στις 15 Αυγούστου 1971 να βάλει ένα βάναυσο και μονομερές τέλος στον δεσμό χρυσού-δολαρίου και να εισάγει έναν φόρων εισαγωγών, η αμερικανική κυβέρνηση ξεκάθαρα είχε στόχο να διαταράξει τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για τη νομισματική ενοποίηση. Και προς στιγμή κατάφεραν να το κάνουν αυτό.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αμερικανική κυβέρνηση επιδίωξε μια οικονομική πολιτική που οδήγησε στην κατάρρευση του δολαρίου στις διεθνείς αγορές. Αυτό έθεσε σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές οικονομία, ιδιαίτερα τη Δυτική Γερμανία. Ο τότε Καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας helmut Schmidt, αναστατωμένος από αυτό που εξέλαβε ως μια αμερικανική “κακόβουλη παραμέληση”, ζήτησε μια κατάλληλη ευρωπαϊκή απάντηση. Αυτή η απάντησε έλαβε τη μορφή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού συστήματος (EMS) που δημιουργήθηκε το 1978. Παρουσιάζοντας το EMS στην Bundesbank, ο Schmidt εξήγησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν παθητικοί στις αμερικανικές μονομερείς ενέργειες που είχαν συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία. Ο Schmidt διακήρυξε ότι ήταν “απαραιτήτως επείγον οι Ευρωπαίοι να πουν στους Αμερικανούς: αυτό δεν πρόκειται να συνεχιστεί”.
Τέτοια παραδείγματα του παρελθόντος θα πρέπει να υπενθυμίσουν στους Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής, τη δυναμική ισχύ της ΕΕ των 27 σε διεθνές επίπεδο σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η ΕΕ των 27 μπορεί να κάνει λίγα για να αλλάξει την προκαθορισμένη πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Αλλά αυτό που μπορεί να κάνει η ΕΕ των 27 είναι να κερδίσει πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να επηρεάσει την πορεία των διεθνών γεγονότων με το να είναι συνεκτική, συνεπής και ενωμένη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος η ΕΕ να αποφύγει την υποχρέωσή της να προστατεύει τα συμφέροντα των πολιτών της και να τηρεί τις αξίες της σε διεθνές επίπεδο. Η ΕΕ των 27 πρέπει να είναι έτοιμη να δηλώσει στον διατλαντικό της σύμμαχο, κάθε φορά που η αμερικανική κυβέρνηση βάζει σε κίνδυνο τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και τις αξίες: αυτό δεν πρόκειται να συνεχιστεί.
capitalgr