Σε συνέχεια των άρθρων μας της 12ης και της 19ης Φεβρουαρίου 2017, στο παρόν κείμενο εξηγείται απλουστευμένα και με συνοπτικό τρόπο η δεύτερη από τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου που τείνουν να εφαρμόζονται πλέον σε περιπτώσεις ελέγχου φορολογουμένων. Η τεχνική αυτή, η οποία είναι γνωστή ως τεχνική καθαρής θέσης, στην ουσία ελέγχει κατά πόσον η αύξηση της περιουσίας/καθαρής θέσης του φορολογουμένου ανά έτος συνάδει με τα δηλωθέντα εισοδήματά του. Τυχόν διαφορές θεωρούνται ότι είναι αδήλωτο εισόδημα και, αν δεν αιτιολογηθούν, φορολογούνται. Η καθαρή θέση είναι η διαφορά μεταξύ του ενεργητικού και παθητικού του φορολογουμένου, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των περιουσιακών του στοιχείων (ακίνητα, κινητά, καταθέσεις κ.λπ.) και των υποχρεώσεών του (δάνεια, οφειλές κ.λπ.). Από την καθαρή θέση λήξης κάθε ελεγχόμενης χρήσης αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης για να προκύψει η αντίστοιχη αύξηση ή μείωσή της.
Συγκεκριμένα, για την εφαρμογή της τεχνικής αυτής δημιουργείται ο πίνακας ενεργητικού και παθητικού για όλα τα ελεγχόμενα έτη και το αμέσως προηγούμενο από το πρώτο, ελεγχόμενο έτος. Στο ενεργητικό περιλαμβάνονται: ακίνητα, έπιπλα και συσκευές/εξοπλισμός, προσωπικά αντικείμενα αξίας άνω των 5.000, όπως έργα τέχνης, συλλογές κοσμημάτων κ.λπ.), οχήματα και σκάφη, διαθέσιμα μετρητά και καταθέσεις, μετοχές και λοιποί τίτλοι, κόστος ανέγερσης οικοδομών. Στο παθητικό περιλαμβάνονται όλες οι υποχρεώσεις του ελεγχόμενου όπως: δάνεια προσωπικά και επαγγελματικά (σε περίπτωση ατομικής επιχείρησης), γραμμάτια πληρωτέα, οφειλές και πληρωτέοι λογαριασμοί (π.χ. οφειλές προς πιστωτές, πληρωτέοι φόροι κ.λπ.), αποσβέσεις που έχουν γίνει για επαγγελματικά περιουσιακά στοιχεία. Η διαφορά του ενεργητικού – παθητικού είναι η καθαρή θέση κάθε έτους. Από την καθαρή θέση κατά τη λήξη κάθε έτους αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης, και έτσι δημιουργείται ο πίνακας καθαρής θέσης που αναπροσαρμόζεται σε περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος, π.χ. κληρονομιές, δωρεές κ.λπ. Στο προαναφερόμενο ποσό προστίθενται μη φορολογικά εκπιπτόμενες δαπάνες και αφαιρούνται τυχόν αφορολόγητα έσοδα, όπως κέρδη από πώληση περιουσιακών στοιχείων ή έσοδα που φορολογήθηκαν με ειδικό τρόπο. Το ποσόν που τελικά προκύπτει με βάση τα προαναφερόμενα είναι το καθαρό εισόδημα του ελεγχόμενου φορολογουμένου και συγκρίνεται με τα αντίστοιχα δηλωθέντα εισοδήματα. Αν αυτά είναι μικρότερα, η διαφορά θεωρείται ως μη δηλωθέν εισόδημα και αν δεν αιτιολογηθεί από τον φορολογούμενο, τότε υπόκειται σε φορολογία.
Η αιτιολόγηση από τον φορολογούμενο μπορεί να γίνει με ποσά που αφορούν έσοδα που κατά τις ελεγχόμενες χρήσεις δεν υπήρχε υποχρέωση να δηλωθούν, όπως κέρδη από πώληση ακινήτων, μετοχών ή έσοδα από τόκους κ.λπ. Υπενθυμίζεται ότι πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε από τις τρεις τεχνικές ελέγχου, οι αρχές καλούν τον ελεγχόμενο με επιστολή να υποβάλει πίνακα για τα διαθέσιμα περιουσιακά στοιχεία και ερωτηματολόγιο τρόπου διαβίωσης, ώστε να έχει στη διάθεσή της τα στοιχεία που χρειάζονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά λαμβάνονται σε οικογενειακή βάση, δηλαδή όχι μόνο του φορολογουμένου αλλά και του/της συζύγου και των προστατευόμενων μελών.
Προσοχή απαιτείται σχετικά με το ποσόν των μετρητών που καλείται να δηλώσει ο φορολογούμενος στον πίνακα Η΄ «Διαθέσιμα Περιουσιακά Στοιχεία» και το οποίο είχε στην κατοχή του σε κάθε χρήση. Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι αποκτήσεις περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, μετοχές κ.λπ.), τα οποία σε ορισμένα έτη ενδεχομένως να μην αποτελούσαν «τεκμήρια», για τον προαναφερόμενο έλεγχο λαμβάνονται υπόψη και πρέπει να αιτιολογούνται. Οι φορολογούμενοι που έχουν επιλεγεί για έλεγχο θα πρέπει να αποφασίσουν αν η υπαγωγή τους στη ρύθμιση για «Εθελοντική αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών» (Ν. 4446/2016) είναι ευνοϊκή σε σύγκριση με τα αποτελέσματα τυχόν ελέγχου με βάση τα προαναφερόμενα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ