Βαρύ πλήγμα για τις αμερικανικές και τις ευρωπαϊκές τράπεζες αλλά και για τους οίκους αξιολόγησης έχει επιφέρει η επιβολή προστίμων από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για την υπόθεση της πώλησης τοξικών τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων, από τα οποία ζημιώθηκαν κράτη, ασφαλιστικά ταμεία και κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ, πριν από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Το συνολικό πρόστιμο με τα μέχρι στιγμής δεδομένα ξεπερνάει τα 70 δισ. δολάρια (ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες, οίκοι αξιολόγησης) – δεν περιλαμβάνονται τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από επενδυτές και ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Οι περισσότερες εξ αυτών επιλέγουν να επιλύσουν τις διαφορές τους με τις αμερικανικές αρχές προχωρώντας σε διακανονισμούς. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις ευρωπαϊκών τραπεζών που επιλέγουν τον δρόμο της Δικαιοσύνης, αντιδρώντας στην καταβολή προστίμων από τις Αρχές των ΗΠΑ.
Στον κατάλογο των τραπεζών που χορήγησαν εν γνώσει τους τοξικά ομόλογα προστίθενται τον τελευταίο καιρό αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες. Τελευταία, η RBS (Royal Bank of Scotland) προχώρησε σε διακανονισμό για το ύψος του προστίμου, ανακοινώνοντας την περασμένη Πέμπτη ότι θα λάβει επιπλέον προβλέψεις 3,1 δισ. στερλίνες, αυξάνοντας το σύνολό τους στα 6,7 δισ. στερλίνες. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την τελευταία ευρωπαϊκή τράπεζα που πρέπει να προχωρήσει σε διακανονισμό με τις αμερικανικές αρχές. Η κατάσταση της τράπεζας παραμένει επισφαλής, δεδομένης της αποτυχίας της στα στρες τεστ που πραγματοποιήθηκαν το προηγούμενο φθινόπωρο από την Τράπεζα της Αγγλίας. Το 72% της RBS βρίσκεται υπό την εποπτεία του κράτους, το οποίο διέθεσε περίπου 45 δισ. στερλίνες για τη διάσωσή της κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Τον προηγούμενο μήνα στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών βρέθηκαν η Credit Suisse και η Deutsche Bank, στις οποίες επιβλήθηκε πρόστιμο 12 δισ. δολάρια. Η Deutsche Bank θα καταβάλει 3,1 δισ. δολ. ως αστική ευθύνη και άλλα 4,1 δισ. δολ. για την κάλυψη ζημιών των καταναλωτών. Το ποσό που προκύπτει διασώζει επί της ουσίας τον γερμανικό κολοσσό, καθώς το αρχικό πρόστιμο 14 δισ. δολ. που της επιβλήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε κρατική βοήθεια, κάτι που θα αποδεικνυόταν επιζήμιο τόσο για την ίδια την τράπεζα όσο και για τη χώρα που βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο.
Ωστόσο, μετά τον διακανονισμό 7,2 δισ. δολ. της Deutsche Bank με τις αμερικανικές αρχές, η απερχόμενη υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Λορέτα Λιντς υπογράμμισε σε γραπτή δήλωσή της ότι «η Deutsche Bank δεν παραπλάνησε μόνο τους επενδυτές αλλά συνέβαλε ουσιαστικά στο ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης». Σκληρές ήταν και οι δηλώσεις της για το πρόστιμο 5,3 δισ. δολ. που επιβλήθηκε στην Credit Suisse. «Ο διακανονισμός με την τράπεζα αποδεικνύει ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ επιθυμεί να δει τα πιστωτικά ιδρύματα να αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν για την οικονομική κρίση του 2008».
Στις δικαστικές διώξεις, όμως, που διεξάγονται εναντίον της Deutsche Bank, έρχεται να προστεθεί και το πρόστιμο ύψους 630 εκατ. δολ. που εκλήθη να καταβάλει στις βρετανικές (FCA) και στις αμερικανικές αρχές (DFS) την περασμένη Τετάρτη, εξαιτίας της εμπλοκής της σε ύποπτες συναλλαγές 10 δισ. δολάρια από τα γραφεία της στη Ρωσία.
Η διαρκής εμπλοκή της τράπεζας σε παράνομες δραστηριότητες επηρέασε αρνητικά το ενεργητικό της, με αποτέλεσμα να εμφανίσει ζημίες 2 δισ. δολ. το τελευταίο τρίμηνο του 2016, εξετάζοντας μάλιστα εναλλακτικές επιλογές για την ενίσχυση της κεφαλαιακής της επάρκειας.
Η Barclays
Η περίπτωση της Barclays είναι λίγο διαφορετική. Tον περασμένο Δεκέμβριο το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ μήνυσε την τράπεζα. Είχαν προηγηθεί μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών, προκειμένου να καταλήξουν σε κάποιον συμβιβασμό.
Οι Αμερικανοί μήνυσαν την Barclays για την εμπλοκή της στο σκάνδαλο της πώλησης τοξικών δανείων από το 2005 έως και το 2007. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ΗΠΑ επιλέγουν για πρώτη φορά να κινηθούν μέσω της νομικής οδού. Η τράπεζα κατηγορείται για την πώληση «τοξικών» δανείων περίπου 31 δισ. δολαρίων.
Ούτε η Barclays ούτε το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ είναι ακόμη σε θέση να προσδιορίσουν το ύψος του προστίμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση της τράπεζας να απέχει από τις διαδικασίες που αφορούν την προώθηση του διακανονισμού, ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι ο Αμερικανός CEO της Barclays Τζες Στάλι αναμένει τη νέα ηγετική ομάδα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η οποία πιθανόν θα χειριστεί διαφορετικά την υπόθεση της Barclays.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ