Αριθμός 244/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 4η Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … και 2) Ν. Ν., κατοίκου …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Γεωργίου Λεβέντη και Φωτίου Σαρρή, που κατέθεσαν προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Α. Γ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων Ευστρατίου Καρβέλη και Ουρανίας Πολίτη, που κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-2-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2076/2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και κατόπιν ασκήσεως εφέσεως η 463/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-3-2015 αίτησή τους.
Εκδόθηκε η 284/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της υπόθεσης. Την υπόθεση επαναφέρουν εκ νέου για συζήτηση οι αναιρεσείοντες, με την από 17-5-2016 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 6-11-2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη, Γεωργίου Αναστασάκου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αίτησης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση με την από 17-5-2016 κλήση των αναιρεσειόντων η από 26-3-2015 αίτηση αναιρέσεως αυτών, ως εναγομένων και εφεσιβλήτων, κατά της 463/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, ύστερα από την έκδοση της 284/2016 αποφάσεως αυτού του δικαστηρίου, που είχε κηρύξει απαράδεκτη την τότε διεξαχθείσα συζήτηση. Η έλλειψη πληρεξουσιότητας, που είχε τότε εντοπισθεί, έχει ήδη αποκατασταθεί.
2. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ.2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 , 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, δεν είναι ο εργοδότης, εκείνος που πρέπει να τη δικαιολογήσει. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 179/2016). Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως. Αλλά και όταν, ακόμη, αυτό δεν συμβαίνει, η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική. Διότι, εάν ετίθετο τέτοια προϋπόθεση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, από αναιτιώδης δικαιοπραξία, θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 769/2016). Περαιτέρω, εάν στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου προβλέπεται πειθαρχικός έλεγχος των εργαζομένων, το δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία δεν καταλύεται, διότι εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό και είναι ανεξάρτητο από την πειθαρχική διαδικασία, ακόμη και αν στο πλαίσιο αυτής μπορεί να επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης, που εκτελείται με καταγγελία της συμβάσεως (πρβλ. ΑΠ 184/2015, σκέψη αρ.3). Παρά ταύτα, και στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των ορίων της ΑΚ 281. Ως εκ τούτου, ερευνάται εάν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, η επιλογή της καταγγελίας, που έχει ως συνέπεια για τον εργαζόμενο την απώλεια της θέσεως εργασίας, αντί της επιβολής άλλης, ηπιότερης πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται μέσα στα όρια της ορθής εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η διενέργεια της καταγγελίας έρχεται σε αντίθεση προς την καλή πίστη, οπότε, εφ’ όσον η αντίθεση αυτή είναι προφανής, καθίσταται απαγορευμένη (ΑΠ 769/2016, ΑΠ 904/2012, ΑΠ 255/2006).
3. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων [εκεί εκκαλών, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη] και ήδη αναιρεσίβλητος, την 1-9-1986, είχε προσληφθεί από την τότε υφιστάμενη “… ΑΕ”, στη νομική θέση της οποίας έχει υποκατασταθεί η πρώτη εναγομένη και ήδη πρώτη από τους αναιρεσείοντες, της οποίας ο δεύτερος από αυτούς είχε διατελέσει νόμιμος εκπρόσωπος, για να απασχοληθεί ως υπάλληλος με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Ότι μετά την απορρόφηση της εργοδότριας τράπεζας από την πρώτη εναγομένη και τη θέση σε ισχύ του νέου Οργανισμού αυτής (με την από 12-9-2000 Επιχειρησιακή ΣΣΕ), η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας κατέστη αορίστου χρόνου, δυνάμενη να καταγγελθεί [μεταξύ άλλων περιπτώσεων και] για “μη τήρηση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεων” του υπαλλήλου, καθώς και για “κάθε πράξη ή παράλειψη” αυτού, “που προκαλεί τη δικαιολογημένη απώλεια ή τον κλονισμό της εμπιστοσύνης της τράπεζας” προς το πρόσωπό του (άρθρο 19 του Οργανισμού). Ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως από την τράπεζα πρέπει στο σχετικό έγγραφο να εκτίθενται συνοπτικά οι λόγοι αυτής, με απλή αναφορά σε μια ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο ως άνω άρθρο 19, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για την καταγγελία απαιτείται σπουδαίος λόγος κατ’ άρθρο 672 ΑΚ. Ότι ύστερα από ευδόκιμη υπηρεσία σε διάφορες θέσεις ευθύνης, στη Λάρισα, η τράπεζα τοποθέτησε τον ενάγοντα από 20-8-2007 στη θέση του διευθυντή του τοπικού καταστήματος Τρικάλων. Ότι για την προηγηθείσα λειτουργία του καταστήματος αυτού, με το από 19-7-2007 Πόρισμα ελέγχου των αρμοδίων οργάνων της τράπεζας, είχαν διατυπωθεί τρεις δυσμενείς παρατηρήσεις, σύμφωνα με τις οποίες αυτό αξιολογούνταν ως “…” [ανεπαρκές, μη ικανοποιητικό]. Ότι κατά τη διάρκεια ασκήσεως των καθηκόντων διεύθυνσης εκ μέρους του ενάγοντος, την 4-1-2010, κατά το πρωινό άνοιγμα του κεντρικού χρηματοκιβωτίου διαπιστώθηκε από τον ίδιο, σε σύμπραξη με τον υπάλληλο Θ. Τ., ότι έλλειπε από εκεί το ποσό των 797.000 ευρώ. Ότι η υπεξαίρεση αποδόθηκε εξ αρχής στον υποδιευθυντή του καταστήματος, Β. Τ., ο οποίος μαζί με τον Θ. Τ. είχε την αρμοδιότητα να ανοίγει, να κλείνει το χρηματοκιβώτιο και να ελέγχει το περιεχόμενο αυτού και ο οποίος, αφού κατά τις προηγούμενες ημέρες ενεργούσε συμπράττοντας με τον εκάστοτε αναπληρωτή τού Θ. Τ. (που έλλειπε σε άδεια λόγω εορτών), είχε ήδη σπεύσει να εξαφανισθεί. Ότι αμέσως μετά, την 23-2-2010, η τράπεζα γνωστοποίησε στον ενάγοντα ότι από 25-2-2010 τοποθετείται ως διευθυντής στο κατάστημα Τρικάλων έτερος υπάλληλος (ο Δ. Μ.) και ότι αυτός οφείλει να παραμείνει σε ιδιαίτερο χώρο του ιδίου καταστήματος, απασχολούμενος με την περάτωση των διαδικασιών [προκαταρκτικού] ελέγχου της υπόθεσης Β. Τ.. Ότι μόλις ο ενάγων εκπλήρωσε την υποχρέωση αυτή, η τράπεζα του ζήτησε να λάβει κανονική άδεια. Ότι η άδεια αυτή έληξε την 18-6-2010. Ότι την ίδια μέρα ο ενάγων, με εξώδικη πρόσκληση, ζήτησε από την τράπεζα είτε να του επιτρέψει να παραμείνει ως διευθυντής το κατάστημα Τρικάλων είτε να τον τοποθετήσει ως διευθυντή σε έτερο κατάστημα, μέσα στην ίδια Περιφέρεια. Ότι η τράπεζα, αντί απαντήσεως, τον έθεσε σε διαθεσιμότητα από 21-6-2010. Ότι ο ενάγων, την 28-6-2010, διαμαρτυρήθηκε εξωδίκως και χαρακτήρισε τη διαθεσιμότητα ως καταχρηστική και προσβλητική για την προσωπικότητά του. Ότι ο ίδιος, την 22-7-2010, με νέα εξώδικη πρόσκληση, απαίτησε να του γνωστοποιηθούν οι λόγοι για τους οποίους είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα. Ότι η τράπεζα, την 4-8-2010, του απάντησε εξωδίκως ότι αυτό συνέβη διότι δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη ο [ενδελεχής] έλεγχος της υπόθεσης Β. Τ. από τα προϊστάμενα όργανά της. Ότι μετά τον έλεγχο που επακολούθησε επαναλήφθηκαν οι δυσμενείς διαπιστώσεις που είχαν γίνει στο από 19-7-2007 Πόρισμα και είχαν οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του καταστήματος Τρικάλων ως “…”. Ότι, τελικώς, την 2-12-2010 η τράπεζα κάλεσε τον ενάγοντα να προσέλθει στη Θεσσαλονίκη, όπου ομάδα τριών εξουσιοδοτημένων στελεχών αυτής (αναφέρονται) του ανακοίνωσε ότι η διαθεσιμότητα αίρεται και σ’ αυτόν ανατίθενται καθήκοντα “συμβούλου τραπεζικής μικρών επιχειρήσεων” στο κατάστημα της Κοζάνης, χωρίς δικαίωμα πρώτης υπογραφής και με μισθολογική υποβάθμιση. Ότι παράλληλα του ζητήθηκε να υπογράψει δήλωση στην οποία αναφερόταν ότι η εν λόγω μεταβολή υπαγορεύτηκε από την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του ως διευθυντή στο κατάστημα Τρικάλων, η οποία διευκόλυνε την παράνομη και ζημιογόνο για την τράπεζα συμπεριφορά του Β. Τ. και ότι ως συμβατική εξέλιξη συνιστά, από λόγους επιείκειας, το λιγότερο επαχθές μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος του εκ μέρους της τράπεζας. Ότι ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει τη δήλωση αυτή και απάντησε, αυθημερόν και εξωδίκως, ότι θεωρεί τη μεν πρόταση μετακίνησής του στην Κοζάνη ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, το δε περιεχόμενο της δηλώσεως ως αβάσιμο και προσβλητικό, εν όψει του ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη αφ’ ενός δεν είχε υπάρξει γι’ αυτόν δυσμενές πόρισμα του αρμοδίου οργάνου της τράπεζας και αφ’ ετέρου δεν είχε κινηθεί σε βάρος του κάποια πειθαρχική διαδικασία. Ότι, επίσης αυθημερόν, η τράπεζα επέδωσε στον ενάγοντα το από 2-12-2010 έγγραφο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, παρά ο γεγονός ότι αυτός, στο τέλος της δικής του εξώδικης διαμαρτυρίας, είχε δηλώσει ότι για λόγους επιβίωσης αποδέχεται τη μετακίνησή του στην Κοζάνη, επιφυλασσόμενος για όλα τα δικαιώματά του λόγω βλαπτικής μεταβολής των όρων της συμβάσεως εργασίας.
4. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι, στην ένδικη περίπτωση, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης τράπεζας προς καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, που τη συνέδεε με τον ενάγοντα διευθυντή καταστήματος, έγινε από λόγους εχθρότητας προς το πρόσωπό του, οφειλόμενους σε προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στην τράπεζα συμπεριφορά του. Ειδικότερα, ότι η εχθρότητα αυτή οφειλόταν στην εκ μέρους του ενάγοντος αμφισβήτηση της νομιμότητας των σε βάρος αυτού ενεργειών της εναγομένης, όπως κλιμακωτά αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας και στον εκ μέρους του ιδίου χαρακτηρισμό τους ως καταχρηστικών και ενεχουσών μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας. Και τούτο διότι, όπως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν είχε αποδειχθεί πράξη ή παράλειψη του ενάγοντος δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως παραβίαση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεών του και έχουσα σχέση με την υπεξαίρεση, η οποία διαπιστώθηκε μεν στο κατάστημα που διεύθυνε, αλλά είχε τελεσθεί από άλλο υπάλληλο. Και, επί πλέον, διότι μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις, δεν είχε διατυπωθεί γραπτώς κάποια δυσαρέσκεια της τράπεζας προς αυτόν και δεν είχε κινηθεί κάποια πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του. Κατόπιν αυτών, έκανε δεκτή την έφεση κατά παραδοχή των λόγων που αναφέρονταν σε κακή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας ως καταχρηστικώς γενομένης και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα αποδοχές υπερημερίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και να αποδέχεται πραγματικά τις υπηρεσίες του στο μέλλον, σε θέση ανάλογη προς αυτήν που είχε προηγουμένως, με απειλή χρηματικής ποινής κατ’ αυτής και προσωπικής κρατήσεως κατά του εναγομένου νομίμου εκπροσώπου της.
5. Με την κρίση αυτή το εφετείο αφ’ ενός υπήγαγε εσφαλμένως στον κανόνα της ΑΚ 281 τα περιστατικά που ανέλεγκτα δέχθηκε ως αληθινά και αφ’ ετέρου κατά την υπαγωγή αυτή διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες. Συγκεκριμένα, δέχθηκε ότι η ενέργεια της πρώτης εναγομένης να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, όταν ο ίδιος αρνήθηκε τη μετακίνησή του σε θέση μειωμένης ευθύνης και όταν προηγουμένως στο κατάστημα που διηύθυνε είχε διαπιστωθεί υπεξαίρεση ενός ιδιαίτερα μεγάλου ποσού, έγινε με κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος. Ενώ μια τέτοια ενέργεια, υπό τις ως άνω περιστάσεις και χωρίς πρόσθετες παραδοχές, δεν φαίνεται να στοιχειοθετεί υπέρβαση και, μάλιστα, προφανή, των ορίων που καθορίζονται από την καλή πίστη και τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος του εργοδότη, ιδίως όταν πρόκειται για σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως αυτή που υφίσταται μεταξύ μιας τράπεζας και ενός διευθυντή καταστήματος του δικτύου της. Και ακόμη, προκειμένου να αιτιολογήσει το πόρισμά του ότι η καταγγελία έγινε αιφνιδίως από λόγους εχθρότητας προς το πρόσωπο του ενάγοντος εξ αιτίας της ασκήσεως νομίμων δικαιωμάτων αυτού, επικαλέσθηκε την παραδοχή ότι η πρώτη εναγομένη μέχρι την καταγγελία της συμβάσεως ουδέποτε είχε διατυπώσει εγγράφως τη δυσαρέσκειά της για πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεών, ούτε του είχε ζητήσει την παροχή εξηγήσεων, ούτε είχε κινήσει κάποια πειθαρχική διαδικασία σε βάρος του. Ενώ, αντιφατικά προς την κρίση αυτή και την παραδοχή που φαίνεται ότι τη στηρίζει, το εφετείο δέχθηκε, επίσης, ότι αμέσως μετά τη διαπίστωση της υπεξαίρεσης άρχισε και συνεχίσθηκε μια σειρά από κλιμακωτές αντιδράσεις της πρώτης εναγομένης σε βάρος του ενάγοντος (απαλλαγή από τα καθήκοντα διεύθυνσης, υποχρεωτική άδεια, διαθεσιμότητα, πρόταση μετακίνησης σε θέση μειωμένης ευθύνης αντί της απολύσεως). Και ότι κατά τη διάρκεια των αντιδράσεων αυτών, μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε με αφορμή την υπεξαίρεση, επαναλήφθηκαν οι διαπιστώσεις που είχαν γίνει προ τριετίας και είχαν οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του καταστήματος ως “…”. Ήτοι το εφετείο, παράλληλα προς τις παραδοχές περί εχθρότητας, διέλαβε αντιφατικώς και άλλες που δείχνουν σαφώς τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια και τη βαθμιαία απώλεια της εμπιστοσύνης της τράπεζας προς τον υπάλληλο, επιβεβαιώνοντας την καταγγελία της συμβάσεως ως έσχατη λύση. Επομένως, οι δεύτερος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνονται οι ελλείψεις αυτές και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
7. Κατά το άρθρο 579 παρ.2 ΚΠολΔ, “αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση”. Στην προκείμενη περίπτωση, η πρώτη από τους αναιρεσείοντες, με τις προτάσεις που κατέθεσε, ζητεί την επιστροφή του ποσού των 107.911,57 ευρώ, το οποίο κατέβαλε, εκουσίως, προς τον αναιρεσίβλητο σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης, για το επιδικασθέν κεφάλαιο και τους επ’ αυτού δικονομικούς τόκους. Η καταβολή προαποδεικνύεται από το με επίκληση προσκομιζόμενο έγγραφο καταβολής της αναιρεσείουσας. Μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να αποδώσει το εν λόγω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 463/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση πριν από την εκτέλεση της αναιρεθείσας απόφασης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αναιρεσίβλητο να αποδώσει στην πρώτη από τους αναιρεσείοντες το ποσό των εκατόν επτά χιλιάδων εννιακοσίων ένδεκα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (107.911,57), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στους αναιρεσείοντες δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 20η Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Φεβρουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ