Περίληψη
Εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτηση κατά των Δήμων παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως. Η ρύθμιση αυτή, ως ειδικότερη για το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 251 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία η παραγραφή της αξιώσεως αρχίζει από τότε που γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.
ΑΠ 303/2016
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Ευφημία Λαμπροπούλου και Εμμανουήλ Κλαδογένη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α)θμίου Ο.Τ.Α. με το όνομα “Δήμος ….” της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αττικής, που εδρεύει στο ….Αττικής και εκπροσωπείται νομίμως, ως ειδικού διαδόχου των πρώην Δήμων ….Αττικής, δυνάμει των άρθρων 283 παρ. 1 και 1 παρ. 2 του Ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α`), ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Τριγώνη.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” μετέπειτα “…” και ήδη “…”, που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Εμβαλωμένο, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-7-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3396/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2982/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-7-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Εμμανουήλ Κλαδογένης, ανέγνωσε την από 16-9-2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε 1) την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και 2) την απόρριψη του πρώτου λόγου αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνος δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν. Εξάλλου, ο Ν. 2362/1995 (Δημόσιο Λογιστικό), ο οποίος καταργήθηκε από τον ισχύοντα από 1-1-2015 Ν. 4270/2014 (Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης – εποπτείας – Δημόσιο Λογιστικό) όριζε με τις διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 εδ. α` (όμοιες των οποίων εισήχθησαν και με τα άρθρα 140 παρ. 1, 141 Ν. 4270/2014) τα ακόλουθα:
α`) Το άρθρο 90 παρ.1: “Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής” και
β`) το άρθρο 91 εδ.α`: “Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής”. Όσον αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, τόσον το προϊσχύσαν Π.Δ. 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όσον και ο ισχύων Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) αντιστοίχως στα άρθρα 304 εδ. α`, β και 276 παρ. 2 ορίζουν με ίδιες διατάξεις, ότι “Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου.
Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των Ο.Τ.Α. καταργείται”.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτηση κατά των Δήμων παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως. Η ρύθμιση αυτή, ως ειδικότερη για το Δημόσιο και τους Ο.Τ.Α., υπερισχύει της γενικής διατάξεως του άρθρου 251 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία η παραγραφή της αξιώσεως αρχίζει από τότε που γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας περί καταψηφίσεως του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Δήμου στην καταβολή οφειλομένου υπολοίπου εργολαβικής αμοιβής εκ της καταρτισθείσης μεταξύ τους συμβάσεως παροχής υπηρεσιών στη διοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων, ερειδομένη επί των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω μη τηρήσεως του νόμιμου τύπου, αφού απέρριψε προηγουμένως, ως μη νόμιμη, την περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης της αναιρεσείουσας προβληθείσα πρωτοβαθμίως και επαναφερθείσα με λόγο εφέσεως ένσταση του αναιρεσιβλήτου, με την ακόλουθη αιτιολογία: “…..Περαιτέρω, ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσης του, παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας ισχυριζόμενος ότι από την έκδοση των τιμολογίων από 4.3.2005 έως και 31.3.2005 μέχρι την επίδοση σε αυτόν της υπό κρίση αγωγής την 2.8.2010 παρήλθε η πενταετία και επιπλέον αυτή ασκήθηκε πέραν του εξαμήνου από τη δημοσίευση της υπ` αριθ. 7139/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών που απέρριψε την προγενέστερη αγωγή της ενάγουσας και επομένως, κατ` άρθρο 263 ΑΚ, δεν είχε διακοπεί η παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό όμως η ως άνω ένσταση, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον, η πενταετής παραγραφή της αξίωσης (από τα ένδικα τιμολόγια) από αδικαιολόγητο πλουτισμό της εφεσίβλητης – ενάγουσας εταιρείας κατά του εκκαλούντος – εναγομένου ΟΤΑ (ανεξαρτήτως της ασκήσεως ή μη της προγενέστερης αγωγής) άρχισε από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν οι ως άνω απαιτήσεις της ενάγουσας, ήτοι από την 1.1.2006 και συμπληρωνόταν την 2.1.2011, οπότε η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο την 2.8.2010, ασκήθηκε μέσα στην πενταετία ….”. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί παραγραφής των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 εδαφ. α του Ν. 2362/1995, 304 παρ. 1 εδαφ. β του π.δ/τος 410/1995 και 276 παρ. 2 του Ν 3463/2006 τις οποίες εφάρμοσε ούτε εκείνη του άρθρου 251 ΑΚ, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε ως μη εφαρμοστέα και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Αλυσιτελής παρίσταται εξάλλου, ο ίδιος λόγος κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση περί μη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 263 ΑΚ για την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως, λόγω παρόδου εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη ως αόριστης, ίδιας κατά περιεχόμενο, προγενέστερης αγωγής της αναιρεσείουσας, εφόσον κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής της επίδικης αξίωσης. Ο ίδιος λόγος κατά το μέρος του με το οποίο επιχειρείται θεμελίωση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, διότι ανεξαρτήτως της αοριστίας του, προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα και δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτει την ένσταση ως μη νόμιμη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 340, 345 ΑΚ. συνάγεται, ότι, επί χρηματικής οφειλής, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον τόκο της υπερημερίας. Προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής και η υπερημερία του οφειλέτη η οποία επέρχεται, εκτός των άλλων περιπτώσεων και με την όχληση από τον δανειστή. Τέτοια όχληση γίνεται και με την επίδοση στον οφειλέτη καταψηφιστικής αγωγής. Το αποτέλεσμα της οχλήσεως, η οποία έγινε με την επίδοση αγωγής, δεν ανατρέπεται, αν η αγωγή αυτή απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς (Ολ.ΑΠ 13/1994). Τέτοιος λόγος απορρίψεως υπάρχει και αν η αγωγή απορριφθεί ως αόριστη (ΑΠ 1789/2009). Ειδικώς όμως όσον αφορά τον νόμιμο τόκο ως και τον τόκο υπερημερίας κάθε οφειλής νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και επομένως και Δήμου, το άρθρο 7 παρ. 2 Ν.Δ. 496/1974 (Λογιστικό των Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ) ορίζει, ότι “Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής (ορίζεται) εις 6% ετησίως, πλήν εάν άλλως ορίζεται διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής”. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι ο Δήμος οφείλει να καταβάλλει νόμιμο τόκο, ως και τόκο υπερημερίας όχι ύστερα από οποιαδήποτε όχλησή του η οποία θα επέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά μόνον από της επιδόσεως της επίδικης εκάστοτε αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα Δήμο, να καταβάλει τόκο υπερημερίας επί του ως άνω προσδιορισθέντος ποσού των 76.381,59 ευρώ, όχι από της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής (η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 28-7-2010), αλλά από της 22-7-2006, ήτοι από την επομένη της ημέρας επιδόσεως στον εναγόμενο προγενέστερης αγωγής, η οποία είχε την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα με την επίδικη αγωγή και η οποία είχε απορριφθεί τελεσιδίκως ως αόριστη με την υπ` αριθ. 7131/17-12-2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Με την διάταξή του όμως αυτήν, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, καθόσον εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 7 παρ. 2 Ν.Δ. 496/1974. Επομένως, ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος.
Από το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α`ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν ο Αρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλον λόγο, εκτός από τους αναφερομένους στις παραγράφους 1 και 2 του ιδίου άρθρου (υπέρβαση δικαιοδοσίας και αναρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, δηλαδή όταν δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, αλλά υπολείπεται μόνον η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως με βάση το περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η οποία αφορά μόνον την έναρξη της τοκοφορίας του επιδικασθέντος κεφαλαίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, κατά παραδοχήν του δευτέρου λόγου αναιρέσεως. Επομένως, πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλομένη απόφαση, ήτοι μόνον κατά το μέρος το οποίο αφορά το κεφάλαιο των τόκων, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος – αναιρεσείων να καταβάλει στην ενάγουσα – αναιρεσίβλητη το επιδικασθέν ποσόν των 76.381,59 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της κρινομένης στην παρούσα υπόθεση αγωγής στον εναγόμενο Δήμο και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, μειωμένα όμως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 281 παρ. 2 Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά ένα μέρος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό, την υπ` αριθ. 2982/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Υποχρεώνει τον αναιρεσείοντα, να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη εβδομήντα έξι χιλιάδες τριακόσια ογδόντα ένα ευρώ και πενήντα εννέα λεπτά (76.381,59€) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια πενήντα (1.350) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Οκτωβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ