Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με την συμπλήρωση του καθοριζομένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου
Περίληψη
Σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με την συμπλήρωση του καθοριζομένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
ΑΠ 528/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 8 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Φ. του Χ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Λιάπα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Μανιάτη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/10/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 230/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 4906/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/4/2015 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Παπαηλιάδης ανέγνωσε την από 19/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, εφόσον συμπληρώσουν δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του Νόμου 2112/1920 ή το προβλεπόμενο, από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό, όριο ηλικίας, σε περίπτωση δε ελλείψεως τέτοιου ορίου το 65ο έτος της ηλικίας τους και αποχωρήσουν από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη, δικαιούνται το ήμισυ της οριζομένης από το Νόμο 2112/1920 αποζημιώσεως, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, για την περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, που υπολογίζεται με βάση το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του αυτού Νόμου. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αποβλέπει στην διευκόλυνση της πρόωρης συνταξιοδοτήσεως των μισθωτών για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με την παροχή στους αποχωρούντες, υπό τους διαλαμβανομένους, σ’ αυτήν, όρους μειωμένης αποζημιώσεως.
Εξάλλου, σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται από Κανονισμό του εργοδότη, που έχει ισχύ νόμου και προβλέπει την αποχώρηση του μισθωτού με την συμπλήρωση του καθοριζομένου ορίου ηλικίας, είναι σύμβαση ορισμένου χρόνου.
Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσεως της συμβάσεως εργασίας, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, με την πλήρωση της οποίας η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ισχύοντος από 12-3-2001 νέου Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του Νόμου 1876/1990, με την από 9-3-2001 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης και της συνδικαλιστικής οργανώσεως του προσωπικού του Συλλόγου Υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, κατατέθηκε δε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας με αριθμό 5/12-3-2001 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρο 2 παρ. 6, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του Νόμου 1876/1990 ), η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό της Τράπεζας λύεται με τον θάνατο του υπαλλήλου, την έγγραφη παραίτησή του, η οποία και επιφέρει την λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας και με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την Τράπεζα, για σπουδαίο λόγο, σε κάθε περίπτωση δε, η λύση της συμβάσεως εργασίας επέρχεται αυτοδικαίως με την συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί με την υπ’ αριθμ. 42/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι όροι του εφαρμοζομένου, με ισχύ Νόμου, Κανονισμού εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς, η διεπομένη από τέτοιο Κανονισμό ατομική σύμβαση εργασίας του μισθωτού, περιέχει και τους όρους του Κανονισμού. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο προαναφερόμενος όρος του Κανονισμού ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει την λύση της συμβάσεως εργασίας χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955, αφού και η παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται, κατά περιεχόμενο, με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση εργασίας του υπαλλήλου που λύεται με την παραίτησή του πριν από την συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του, μετατρέπεται από σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ώστε, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, ο αποχωρών, με έγγραφη παραίτηση, υπάλληλος δικαιούται την μειωμένη ως άνω αποζημίωση αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων με το παρεχόμενο, από τον Κανονισμό, δικαίωμα παραιτήσεως του μισθωτού από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεσή της στην αποχώρηση των εργαζομένων (Ολ. ΑΠ 1110/1986, ΑΠ 283/2006 ). Περαιτέρω, με το άρθρο 8 εδ. β του Νόμου 3198/1955, που είχε προστεθεί με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν.Δ/τος 3788/1957 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Νόμου 435/1976 ορίσθηκαν τα εξής: “Μισθωτοί εν γένει, υπαγόμενοι στην ασφάλιση οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τις, προς λήψη πλήρους συντάξεως, προϋποθέσεις, δύνανται, εάν…. έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν, είτε να απομακρύνονται από την εργασία τους από τον εργοδότη τους, λαμβάνοντες… οι μεν επικουρικώς ασφαλισμένοι το 40%, οι δε μη ασφαλισμένοι το 50% της αποζημιώσεως, της οποίας δικαιούνται κατά τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη. Για την, κατά τα ανωτέρω, χορηγουμένη αποζημίωση εφαρμόζονται κατά τα λοιπά τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Νόμου 3198/1955, ως και των διατάξεων των άρθρων του Νόμου 2112/1920 και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση “. Η ως άνω διάταξη του εδαφίου β του άρθρου 8 του Νόμου 3198/1955, έχει αναμφισβήτητα εφαρμογή στις συμβάσεις αορίστου χρόνου, στις οποίες, για τη διευκόλυνση της ανανεώσεως του προσωπικού των επιχειρήσεων, εισάγει ως κίνητρο τη μείωση της οφειλομένης αποζημιώσεως σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως από τον εργοδότη και ιδρύει, για πρώτη φορά, δικαίωμα λήψεως της ιδίας αποζημιώσεως από το μισθωτό, όταν αυτός αποχωρεί οικειοθελώς από την υπηρεσία του, μετά την συμπλήρωση των προϋποθέσεων για την λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος ( Ολ. ΑΠ 1/2006 ). Η εν λόγω διάταξη, όμως, είναι δυνατό να εφαρμοσθεί και στις περιπτώσεις που η σχέση εργασίας του υπαλλήλου έχει τη νομική μορφή της συμβάσεως ορισμένου χρόνου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που η λύση αυτή επέρχεται αυτοδικαίως λόγω συμπληρώσεως του οριζομένου στο νόμο ή τον κανονισμό της επιχειρήσεως ορίου ηλικίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης θα καταγγείλει την σύμβαση ή ο μισθωτός θα αποχωρήσει εκουσίως από την εργασία του, λόγω πλήρους συνταξιοδοτήσεως, πριν συμπληρώσει ο τελευταίος το προβλεπόμενο όριο ηλικίας. Και τούτο γιατί στην περίπτωση αυτή η σύμβαση ορισμένου χρόνου τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της μη καταγγελίας της από τον εργοδότη ή τον μισθωτό, λόγω πλήρους συνταξιοδοτήσεως, με την πλήρωση της αιρέσεως αυτής, η σύμβαση καθίσταται αορίστου χρόνου και μπορεί έτσι να εφαρμοσθεί και επ’ αυτής η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του Νόμου 3198/1955 ( Ολ. ΑΠ 1110/1986 ). Σύμφωνα με τα ανωτέρω η διάταξη αυτή αφορά μόνον τους μισθωτούς που συμπλήρωσαν τις προϋποθέσεις για την χορήγηση πλήρους συντάξεως γήρατος, οι οποίοι όμως μπορούν να συνεχίζουν να εργάζονται, γιατί δεν υπάρχει εμπόδιο από την σύμβασή τους, είτε γιατί αυτή είναι αορίστου χρόνου, είτε γιατί είναι ορισμένου μεν χρόνου, αλλά αυτός δεν έχει λήξει. Δεν αφορά, όμως, εκείνους, των οποίων η σχέση είναι ορισμένου χρόνου, η οποία λύθηκε αυτοδικαίως είτε με την συμπλήρωση του, κατά τον κανονισμό, ορίου ηλικίας, οπότε η λύση επέρχεται αυτοδικαίως, κατ’ άρθρο 669 παρ. 1 του Α.Κ., είτε με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου αυτής, αφού στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός ούτε αποχωρεί οικειοθελώς, ούτε απομακρύνεται από τον εργοδότη. Σ’ αυτούς που χάνουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να εργάζονται δίνει ο νόμος, ως αντάλλαγμα, αποζημίωση για να αποχωρήσουν ή να απομακρυνθούν. Σ’ εκείνους, όμως, που δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται, γιατί λήγει ο χρόνος διάρκειας της συμβάσεώς τους, δεν παρέχει ο νόμος αποζημίωση, αφού αυτοί δεν χάνουν τίποτε ( Ολ. ΑΠ 25/2000, ΑΠ 2084/2013 ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 33 του Γενικού Κανονισμού Καταστάσεως Υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης τράπεζας, που έχει συμβατική ισχύ, η υπαλληλική σχέση λύεται: Με τον θάνατο του υπαλλήλου. Με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου η οποία επιφέρει την λύση της συμβάσεως χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας. Με καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από την Τράπεζα για σπουδαίο λόγο. Λόγω επιβολής της κατά το άρθρο 29 του παρόντος Κανονισμού, ποινής της οριστικής παύσεως. Αυτοδικαίως, λόγω αδικαιολόγητης ή αυθαίρετης απουσίας του υπαλλήλου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός ( 1 ) μηνός. Σε κάθε περίπτωση η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με την συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας και 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας. Σε περίπτωση κατά την οποίαν ο καταλαμβανόμενος από το όριο ηλικίας των 58 ετών δεν συμπληρώνει 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, τότε η σύμβαση δεν λύνεται και παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι την συμπλήρωση 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας, με ανώτατο χρονικό όριο, στην περίπτωση αυτή, την συμπλήρωση από τον υπάλληλο του 62ου έτους της ηλικίας του. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος συμπληρώνει το 62ο έτος της ηλικίας του, χωρίς να θεμελιώνει δικαίωμα για λήψη κυρίας συντάξεως από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα, τότε η σύμβαση παρατείνεται μέχρις ότου θεμελιωθεί τέτοιο δικαίωμα. Όσοι συμπληρώνουν ένα από τα παραπάνω όρια ηλικίας κατά τη διάρκεια του έτους αποχωρούν αυτοδικαίως από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, χωρίς να δικαιούνται οποιαδήποτε αποζημίωση. Με Πράξη του Διοικητή είναι δυνατό να παραταθεί η παραμονή στην υπηρεσία υπαλλήλων που καταλαμβάνονται από το παραπάνω όριο ηλικίας μία ή περισσότερες φορές, αλλά για χρόνο όχι μεγαλύτερο των δύο ( 2 ) ετών συνολικά. Για παραμονή πέραν της διετίας αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας, με πρόταση του Διοικητή, καθορίζοντας συγχρόνως και τον χρόνο για τον οποίον θα ισχύει η παράταση και ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα ( 1 ) έτος. Όσοι διατηρούνται στην υπηρεσία μετά την συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας τους, παραμένουν εκτός του προβλεπομένου από τον παρόντα Κανονισμό, αριθμού Οργανικών θέσεων. Η συμπλήρωση του ορίου ηλικίας βεβαιώνεται από τον υπηρεσιακό φάκελο των υπαλλήλων με βάση την αναγραφομένη, σ’ αυτόν, ημερομηνία γεννήσεως αυτών, που προκύπτει από τα προσκομισθέντα, κατά την πρόσληψη, δικαιολογητικά. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 της υπ’ αριθμ. 6/28-2-2012 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. 38 Α της 28-2-2012 προκύπτει ότι, από την 14-2-2012, συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσεως αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Νόμου 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Νόμου 1256/1982 ( Α 65 ) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Νόμου 1892/1990 ( Α 101 ). Από την 14-2-2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοικήσεως επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή/και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Νόμου 1256/1982 ( Α 65 ) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Νόμου 1892/1990 ( Α 101 ). Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη απόφαση, δικάζοντας επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποίαν είχε γίνει δεκτή η αγωγή του αναιρεσείοντος, ως και ουσιαστικά βάσιμη στο σύνολό της, κατά την κυρία βάση της (άρθρο 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955) και με την οποίαν αυτός, επικαλούμενος ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις της προαναφερομένης διατάξεως, καθώς και ότι έχει συμπληρώσει πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την υπηρεσία του στην αναιρεσίβλητη, από την οποίαν παραιτήθηκε την 31-12-2012 και με την οποίαν ζητούσε την επιδίκαση της αποζημιώσεως κατά την κυρία βάση αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955 και κατά την επικουρική βάση αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ιδίου ως άνω Νόμου, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : Ο ενάγων – εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων, γεννημένος την 21-2-1949, προσλήφθηκε από την εναγομένη – εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου την 6-3-1978, ως λογιστικός υπάλληλος με τον βαθμό του Δοκίμου, εξελίχθηκε βαθμολογικά έκτοτε μέχρι τον βαθμό του Τμηματάρχη Α’ , υπηρετούσε δε από την 15-12-2006 ως Υποδιευθυντής στο κατάστημα του Χολαργού. Την 21-2-2007 ο ενάγων συμπλήρωσε το όριο ηλικίας των 58 ετών, χωρίς όμως να έχει, κατά την ως άνω ημερομηνία, συμπληρώσει 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας. Για τον λόγο αυτόν η σύμβαση του ενάγοντος με την εναγομένη δεν λύθηκε αυτοδικαίως, αφού ο ενάγων δεν είχε συμπληρώσει 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, αλλά παρατάθηκε μέχρι την υπό του ενάγοντος συμπλήρωσή του, οριζομένου στον ως άνω Κανονισμό εργασίας, ανωτάτου χρονικού ορίου του 62ου έτους της ηλικίας του. Περαιτέρω, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ότι ο ενάγων συμπλήρωσε το 62ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια του έτους 2011 και συγκεκριμένα την 21-2-2011 ( 21-2-1011 – 21-2-1949 = 62 έτη ), χωρίς όμως να συμπληρώσει 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας. Επομένως, κατά το προαναφερόμενο άρθρο 33 του ισχύοντος, κατά τον ως άνω χρόνο, Κανονισμού της εναγομένης Τράπεζας, με το οποίο οριζόταν ότι : ” Όσοι συμπληρώνουν ένα από τα παραπάνω όρια ηλικίας κατά τη διάρκεια του έτους αποχωρούν αυτοδικαίως από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, χωρίς να δικαιούνται οποιαδήποτε αποζημίωση “, ο ενάγων, αφού συμπλήρωσε το 62ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια του έτους 2011 και συγκεκριμένα την 21-2-2011, έπρεπε, ακριβώς, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ( 62ου έτους εντός του 2011 ) να αποχωρήσει αυτοδικαίως την 1-1-2012, ήτοι την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους ( 2012 ), χωρίς να δικαιούται οποιαδήποτε αποζημίωση. Μετά ταύτα ο ενάγων υπέβαλε προς την Διεύθυνση Προσωπικού της εναγομένης την από 2-11-2011 και με αριθμό πρωτοκόλλου 11277 αίτησή του, ζητώντας από την εναγομένη Τράπεζα, όπως είχε δικαίωμα από το προαναφερόμενο άρθρο 33 του Κανονισμού Εργασίας της, να εξετάσει αυτή την δυνατότητα της παραμονής του στην ενεργό υπηρεσία της πέραν της 1-1-2011 και επί δύο εισέτι μήνες. Η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία δέχθηκε την προαναφερομένη αίτηση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος και παρέτεινε την ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, επί δύο μήνες μετά τον χρόνο κατά τον οποίον αυτή έληγε αυτοδικαίως λόγω του ορίου ηλικίας και συγκεκριμένα μέχρι και την 29-2-2012. Ο ενάγων παρέμεινε πράγματι στην υπηρεσία της εναγομένης μέχρι την ως άνω ημερομηνία, σύμφωνα με την, κατά τα προαναφερθέντα, συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ειδική συμφωνία παρατάσεως επί ορισμένο χρόνο. Μόλις παρήλθε η 29-2-2012 και συνακόλουθα έληξε ο συμφωνηθείς μεταξύ των διαδίκων με την ως άνω ειδική συμφωνία ορισμένος ( λήγων την 29-2-2012 ) χρόνος παρατάσεως της παραμονής του ενάγοντος στην ενεργό υπηρεσία της εναγομένης, η τελευταία διέγραψε (από την 1-3-2012) αυτοδικαίως τον ενάγοντα από την υπηρεσία της. Επίσης, δέχθηκε το ίδιο Δικαστήριο, ότι ο ενάγων την 1-3-2012 δεν παραιτήθηκε από την υπηρεσία της εναγομένης, αλλά διαγράφηκε από αυτήν αυτοδικαίως γιατί έληξε την 29-2-2012 ο χορηγηθείς στον ενάγοντα κατ’ αίτησή του υπό της εναγομένης ορισμένος ( δίμηνος ) χρόνος παρατάσεως της παραμονής του ενάγοντος στην ενεργό υπηρεσία της εναγομένης, αρχομένης (της ως άνω δίμηνης παρατάσεως) από την 1-1-2012, οπότε κατά τον Κανονισμό της εναγομένης έπρεπε να αποχωρήσει, χωρίς αποζημίωση, ο ενάγων λόγω καταλήψεώς του εντός του 2011 (21-2-2011) από το όριο ηλικίας των 62 ετών, κατά το οποίο έληγε η, ορισμένου χρόνου, σύμβασή του με την εναγομένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 33 του Κανονισμού εργασίας της. Ο αγωγικός ισχυρισμός, ότι λόγω της υπό της εναγομένης παρατάσεως της παραμονής του ενάγοντος στην ενεργό υπηρεσία επί δίμηνο ήτοι μέχρι την 29-2-2012, παρατάθηκαν ” αυτοδικαίως μέχρι την 31-12-2012 “, η παραμονή του και η αναγκαστική αποχώρησή του από την υπηρεσία της εναγομένης, η δε διαγραφή του μετατέθηκε για την 1-1-2013 σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο 33 του Κανονισμού Εργασίας της εναγομένης, απορρίφθηκε από το Εφετείο, το οποίο δέχθηκε, ότι ο ενάγων δεν συμπλήρωσε κανένα όριο ηλικίας και δη το όριο ηλικίας των 62 ετών κατά τη διάρκεια του έτους 2012, ώστε να τύχει εφαρμογής η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 33 παρ. 5 του Κανονισμού Εργασίας της εναγομένης, να παραταθεί η παραμονή του στην υπηρεσία της εναγομένης μέχρι την 31-12-2012 και να διαγραφεί αυτός την 1-1-2013. Αντιθέτως, ο (γεννημένος στις 21-2-1949) ενάγων είχε συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του εντός του 2011 ( την 21-2-2011 ), με συνέπεια να παραταθεί η παραμονή του στην υπηρεσία της εναγομένης μέχρι την 31-12-2011 (και όχι μέχρι την 31-12-2012), με συνακόλουθο αποτέλεσμα ότι θα έπρεπε να διαγραφεί αυτός (ενάγων) την 1-1-2012, εάν δεν είχε λάβει χώρα από την 2-12-2011 η, επί ορισμένο ( δίμηνος ) χρόνο παράταση της παραμονής του ενάγοντος στην ενεργό υπηρεσία της εναγομένης, λήγουσα (η ως άνω παράταση) την 29-2-2012. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο ενάγων δεν παραιτήθηκε από την υπηρεσία της εναγομένης, αλλά αποχώρησε την 1-3-2012 αυτοδικαίως από αυτήν για το λόγο ότι έληξε την 29-2-2012 ο [ χορηγηθείς στον ενάγοντα υπό της εναγομένης σύμφωνα με την, κατά τα προαναφερθέντα, συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ειδική συμφωνία χρόνος παρατάσεως της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη ] ορισμένος ( δίμηνος ) χρόνος παρατάσεως της παραμονής του ενάγοντος στην ενεργό υπηρεσία της εναγομένης, αρχομένης ( της ως άνω δίμηνης παρατάσεως ) από την 1-1-2012, [ οπότε κατά τον κανονισμό της εναγομένης έπρεπε ο ενάγων να αποχωρήσει αυτοδικαίως και χωρίς αποζημίωση από την υπηρεσία της εναγομένης, λόγω καταλήψεώς του εντός του 2011 ( 21-2-2011 ) από το όριο ηλικίας των 62 ετών, κατά το οποίο έληγε η ορισμένου χρόνου σύμβασή του με την εναγομένη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προαναφερθέν άρθρο 33 του Κανονισμού εργασίας αυτής. Κατέληξε δε το Εφετείο ως προς την κυρία βάση της αγωγής, ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει από την εναγομένη την με την αγωγή αιτουμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955, ήτοι το 50% της αποζημιώσεως του Νόμου 2112/1920 ή του Β.Δ/τος του 1920, καθόσον δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής και συγκεκριμένα δεν συντρέχει στο πρόσωπο του ενάγοντος: Α ) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, καθόσον, κατά τα προαναφερθέντα και τα, στην μείζονα σκέψη της παρούσης, εκτεθέντα τους διαδίκους συνέδεε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, από τον Κανονισμό Εργασίας της εναγομένης προβλεπόταν η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του καθοριζομένου ορίου ηλικίας [ ήτοι του 58ου και επί μη συμπληρώσεως τότε 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας παράταση της συμβάσεως μέχρι του 62ου έτους της ηλικίας κατ’ ανώτατο χρονικό όριο ] ενώ η, μετά το 62ο έτος, παράταση επί δίμηνο μέχρι και την 29-2-2012 με την προαναφερθείσα ειδική συμφωνία των διαδίκων, της εργασιακής συμβάσεως του ενάγοντος με την εναγομένη, ήταν επίσης ορισμένου χρόνου, αρχομένης ( η ως άνω δίμηνη παράταση ) από την 1-1-2012, [ οπότε κατά τον κανονισμό της εναγομένης έπρεπε ο ενάγων να αποχωρήσει αυτοδικαίως και χωρίς αποζημίωση από την υπηρεσία της, λόγω καταλήψεώς του εντός του 2011 ( 21-2-2011 ) από το όριο ηλικίας των 62 ετών ] και λήγουσα ( η ως άνω δίμηνη παράταση ) με την παρέλευση της 29-2-2012. Δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο ότι ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει από την εναγομένη ούτε την επικουρικά αιτουμένη, με την ένδικη αγωγή, αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. β του Νόμου 3198/1955, ήτοι το 40% της αποζημιώσεως του Νόμου 2112/1920 ή του Β.Δ/τος του 1920, καθόσον η εν λόγω διάταξη δεν αφορά, τους μισθωτούς, οι οποίοι, όπως εν προκειμένω ο ενάγων, συνδέονται με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου με την εργοδότριά τους, της οποίας [ σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ] η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με την συμπλήρωση του, κατά τον κανονισμό, ορίου ηλικίας και η οποία [ σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των τώρα διαδίκων ] λύθηκε αυτοδικαίως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου δίμηνης παρατάσεως της συμβάσεως (μέχρι την 20-2-2012), αφού στην περίπτωση αυτή ο ενάγων – μισθωτός ούτε αποχώρησε οικειοθελώς, ούτε απομακρύνθηκε από τον εργοδότη. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος, τον οποίον, το πρώτον πρόβαλε με τις ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του, ότι δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 5 της Πράξεως με αριθμό 6/28-2-2012 ( Φ.Ε.Κ. 38 Α/28-2-2012 ) του Υπουργικού Συμβουλίου η σύμβαση εργασίας του με την εναγομένη κατέστη αορίστου χρόνου και συνεπώς η παραίτησή του από την υπηρεσία της εναγομένης την 1-3-2012 είχε ως νόμιμη συνέπεια την λύση της εργασιακής του σχέσεως με την εναγομένη με την τεκμαιρόμενη συγκατάθεσή της με αποτέλεσμα να δικαιούται την επίδικη αποζημίωση απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος προεχόντως για το λόγο ότι ο ενάγων δεν παραιτήθηκε από την υπηρεσία της εναγομένης την 1-3-2012 αλλά η σχέση εργασίας του με την εναγομένη λύθηκε αυτοδικαίως με την πάροδο του συμφωνημένου, με την προαναφερθείσα ειδική συμφωνία των διαδίκων, χρόνου της δίμηνης παρατάσεως της συμβάσεως (μέχρι την 20-2-2012), μετά την, κατά το άρθρο 33 του Κανονισμού εργασίας της εναγομένης, επελθούσα την 31-12-2011 λήξη της, λόγω συμπληρώσεως υπό του ενάγοντος του 62ου έτους της ηλικίας του, αλλά και για και για το λόγο ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 της με αριθμό 6/2012 Π.Υ.Σ. ” ΜΕΙΩΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΜΙΣΘΩΝ / Σ.Σ.Ε. – ΜΕΤΕΝΕΡΓΕΙΑ ” ( Φ.Ε.Κ. 38 Α /28-2-2012 ) που ορίζει ότι: ” Από την 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων που προβλέπεται να λήγουν με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με την συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσεως αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Νόμου 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε, κατά το παρελθόν, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του Νόμου 1256/1982 ( Α’ 65 ) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του Νόμου 1892/1990 ( Α’ 101 ) “, δεν έχει έδαφος εφαρμογής στην μεταξύ των τώρα διαδίκων σύμβαση εργασίας, καθόσον, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη Τράπεζα δεν εμπεριέχεται στις συμβάσεις που, κατά το αναφερόμενο, στην ως άνω Π.Υ.Σ. χρονικό διάστημα από 14-2-2012 και εφεξής ” προβλέπεται να λήγουν με την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή με την συμπλήρωση των προϋποθέσεων της συνταξιοδοτήσεως ” ώστε να νοηθεί κατά την ως άνω Π.Υ.Σ. εφεξής ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Αντιθέτως, ο ενάγων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, πριν την προβλεπομένη και προσδιοριζομένη στην ως άνω Π.Υ.Σ. ημερομηνία της 14-2-2012, είχε ήδη συμπληρώσει τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό εργασίας της εναγομένης προϋποθέσεις αυτοδίκαιης λύσεως της εργασιακής συμβάσεως και ειδικότερα είχε συμπληρώσει το προβλεπόμενο από τον Κανονισμό εργασίας της εναγομένης όριο ηλικίας ( 62ο ). Άλλωστε, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη προβλεπόταν να λήξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία και συγκεκριμένα με την παρέλευση της 29-2-2012, για τον λόγο ότι έτσι είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι στην προαναφερομένη συναφθείσα μεταξύ τους ειδική συμφωνία παρατάσεως της εργασιακής σχέσεως του ενάγοντος επί ορισμένο χρόνο ( δίμηνο, αρχόμενο την 31-12-2011, οπότε προβλεπόταν από τον Κανονισμό εργασίας της εναγομένης ( άρθρο 33 ) η λήξη της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, λόγω συμπληρώσεως υπό τούτου εντός του 2011 του 62ου έτους της ηλικίας του, μέχρι και την 29-2-2012. Η γενομένη δηλαδή λήξη της, ορισμένου χρόνου, συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος με την παρέλευση της 29-2-2012 ήταν αποτέλεσμα της προαναφερθείσας ειδικής συμφωνίας των διαδίκων για ορισμένου χρόνου παράταση της εργασιακής σχέσεως του ενάγοντος ( μέχρι και την 29-2-2012 ) και δεν εξαρτάτο από την αναφερομένη στην ως άνω Π.Υ.Σ. με αριθμό 6/2012 συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, ούτε από την συμπλήρωση των προϋποθέσεων της συνταξιοδοτήσεως, ώστε να τύχει εφαρμογή επ’ αυτής η ως άνω Π.Υ.Σ. και να νοηθεί η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος με την εναγομένη ως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Καταλήγει δε το Εφετείο ότι, ο ενάγων δεν δικαιούται να λάβει από την εναγομένη την, με την ένδικη αγωγή, αιτουμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α’ του Νόμου 3198/1955, ήτοι το 50% της αποζημιώσεως του Νόμου 2112/1920 ή του Β.Δ/τος του 1920, καθόσον δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Επίσης, δεν δικαιούται να λάβει από την εναγομένη την, με την ίδια αγωγή, επικουρικά, αιτουμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. β του Νόμου 3198/1955, ήτοι το 40% της αποζημιώσεως του Νόμου 2112/1920 ή του Β.Δ/τος του 1920. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Νόμου 3198/1955, ( ως προς την κυρία βάση ) και του ιδίου άρθρου 8 εδ. β του Νόμου 3198/1955 ( ως προς την επικουρική βάση ) είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας ( άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. ), όπως καθορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Απριλίου 2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 439/29 Απριλίου 2015 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 4906/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων ( 1.800 ) ΕΥΡΩ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ