Αριθμός 409/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Σοφία Ντάντου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Δεκεμβρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. – Μ. Σ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Κασιμάτη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Τ. του Α., 2) Μ. Κ. του Κ., 3) Σ. Κ. του Ι., κατοίκων … και 4) ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γεωργία Μπορδόκα, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 17-12-2015 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-11-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 256/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-3-2015 αίτησή του και τους από 10-11-2015 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ειρήνη Καλού διάβασε την από 9-12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 16-3-2015 αίτησης αναίρεσης και των από 10-11-2015 πρόσθετων λόγων αυτής κατά της υπ’ αριθμ. 256/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 16-3-2015 αίτηση αναίρεσης και τους από 10-11-2015 πρόσθετους λόγους αυτής προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 648 – 661 ΚΠολΔ) υπ’ αριθμ. 256/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο αφού συνεκδίκασε τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της υπ’ αριθμ. 37/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, το οποίο είχε δεχτεί εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 14-11-2007 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος για επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, αντίστοιχα, η τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία και οι τρεις πρώτοι αναιρεσίβλητοι, ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές αυτής, εξ αιτίας της διαπραχθείσας σε βάρος τους από τον αναιρεσείοντα αδικοπραξίας (απάτης), ακολούθως (το Εφετείο) δέχτηκε κατ’ ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων, μόνον ως προς το κεφάλαιο της επιδικασθείσας σε βάρος του αναιρεσείοντος δικαστικής δαπάνης, ενώ απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ’ αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και να εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθμ. 11 περ. γ’ του ΚΠολΔ υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, με βάση το οποίο έκρινε ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη την ασκηθείσα από τους αναιρεσίβλητους κατά του αναιρεσείοντος ένδικη αγωγή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της θετικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, αντίστοιχα, η τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία και οι τρεις πρώτοι αναιρεσίβλητοι, ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές αυτής, εξ αιτίας της διαπραχθείσας σε βάρος τους από τον αναιρεσείοντα αδικοπραξίας (απάτης) δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε, αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων προσκόμισε και επικαλέστηκε νόμιμα με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, προς ανταπόδειξη των κρίσιμων αγωγικών ισχυρισμών των εναγόντων – αναιρεσιβλήτων περί δόλιας συμπεριφοράς του εναγομένου – αναιρεσείοντος και ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της επελθούσας ζημίας της τέταρτης ενάγουσας – αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρίας, κατά τα παρακάτω ειδικότερα αναφερόμενα. Συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε: Α) α) Τον πίνακα αναλογιών της επίδικης οικοδομής, από τον οποίο προκύπτει αφενός ότι όλοι οι χώροι της οικοδομής μεταξύ των οποίων και οι κατοικίες αναφέρονται ως διαμερίσματα (όπως ευθέως προκύπτει τούτο άλλωστε και από το σώμα της επίμαχης υπεύθυνης δήλωσης με ημερομηνία την 14-10-2005) και αφετέρου ότι το ποσοστό του σε όλη την οικοδομή τον κρίσιμο χρόνο ήταν 67,7%, β) το Σχέδιο Κανονισμού της επίμαχης πολυκατοικίας, ο οποίος ήταν κατά πλήρες περιεχόμενο συντεταγμένος από το έτος 1997 και στον οποίο περιέχονται οι ανέκκλητες εντολές των αγοραστών στο πρόσωπό του που του παρείχαν την πλειοψηφία ακόμη και στις κατοικίες, γ) την 15η σελίδα του υπ’ αριθμ. …/1996 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Κομοτηνής Χρήστου Τερζίδη, που περιέχει επακριβώς το κείμενο της ανέκκλητης εντολής που του δόθηκε από έναν έκαστο των αγοραστών των διαμερισμάτων της οικοδομής για σύνταξη του κανονισμού αυτής σε μεταγενέστερο χρόνο, η ύπαρξη της οποίας ενίσχυσε και αυτή την πεποίθησή του ότι μπορεί να υπογράφει την επίμαχη υπεύθυνη δήλωση, δ) το από 6-12-2001 μισθωτήριο μίσθωσης του επιδίκου μισθίου μεταξύ αυτού και της εταιρείας με την επωνυμία “…”, και ε) την με αριθμ. …/ 30-5-2002 άδεια του Δήμου Κομοτηνής ίδρυσης και λειτουργίας καφέ – μπαρ στο ίδιο μίσθιο στο όνομα της ως άνω εταιρείας, γεγονότα που ενίσχυσαν την πεποίθησή του για τη δυνατότητα υπογραφής και της επίμαχης υπεύθυνης δήλωσης, τα οποία προσκόμισε και επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του ενώπιόν του προς απόδειξη του κρίσιμου για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού του περί συγγνωστής πλάνης του και άρα και περί έλλειψης δόλου στο πρόσωπό του. Β) α) Το με αριθμό …/10-1-2006 έγγραφο του Αστυνομικού Τμήματος Κομοτηνής προς το Δήμο Κομοτηνής περί λειτουργίας του μίσθιου καταστήματος την 31-12-2005 κατά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 2-10 ΥγΔ Α5/3010/85 (ηχορύπανση) και το συνημμένο σε αυτό σχετικό κατηγορητήριο με την επί αυτού καταχωρημένη υπ’ αριθμ. 2303/7-11-2006 καταδικαστική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κομοτηνής, β) την από 14-5-2006 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ροδόπης, όπου και η ρητή αναφορά σε οχλήσεις ενοίκων της οικοδομής από την προκαλούσα ηχορύπανση λειτουργία του καταστήματος και σε σημειωθείσες παραβάσεις υπέρβασης της επιτρεπτής ηχοστάθμης, και γ) την περιεχόμενη στο σώμα των Πρακτικών της υπ’ αριθμ. 37/ 2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης κατάθεση του μάρτυρα Π. Μ. Σ., από τη συγκριτική συσχέτιση της οποίας θα προέκυπτε ότι υπήρχε πράγματι η διαβεβαίωση από τους αναιρεσιβλήτους ότι το κατάστημα “θα λειτουργεί ως καφετέρια, θ’ ανοίγει το πρωί και θα κλείνει στις 11.00 το βράδυ”, αλλά καθ’ υπέρβαση της συμφωνηθείσας λειτουργίας “άνοιγαν (αυτό) μετά τις 12.00 ώρα και έκλειναν το πρωί, νάιτ κλαμπ, κέντρο διασκέδασης το έκαναν”, τα οποία προσκόμισε και επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του ενώπιόν του, προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η άρνηση των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής να συναινέσουν στη λειτουργία στο μίσθιο καταστήματος καφέ – μπαρ και η υποβολή της σχετικής καταγγελίας τους στον Δήμο Κομοτηνής οφειλόταν στο γεγονός ότι στα μίσθια ακίνητα λειτουργούσε επιχείρηση νυχτερινού κέντρου και όχι καφέ – μπαρ, όπως ήταν η συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Γ) α) Τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 7 της Υγειονομικής Διάταξης ΑΙβ/ 8577/83 και β) την ασκηθείσα απ’ αυτόν από 18.1.2010 και με αριθμό καταθ. 23/18.1.2010 αγωγή αποζημιώσεως κατά του Δήμου Κομοτηνής, τις οποίες προσκόμισε και επικαλέστηκε προς απόδειξη του αρνητικού της εναντίον του αγωγής ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με τον οποίο η μη χορήγηση στην τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία άδειας ίδρυσης και λειτουργίας επιχείρησης καφέ – μπαρ στο μίσθιο από το Δήμο Κομοτηνής οφείλεται σε εσφαλμένη παράλειψη του Δημοτικού Συμβουλίου του τελευταίου να χορηγήσει την ως άνω άδεια βάσει της υποβληθείσας στον εν λόγω Δήμο υπεύθυνης δήλωσής του με την οποία δήλωνε ότι επιτρέπει τη λειτουργία του καταστήματος “…” (…), έχοντας την πλειοψηφία (κατά ποσοστό κυριότητας) των διαμερισμάτων της οικοδομής, αν και είχε υποχρέωση προς τούτο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 7 της Υ.Δ. ΑΙβ/8577/83 και συνεπώς δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του περιεχομένου της υπεύθυνης δήλωσής του που χορήγησε στους τρεις πρώτους ενάγοντες και της μη αδειοδότησης του μισθίου και Δ) το από 28/4/2013 έγγραφο του λογιστή – φοροτεχνικού Κων/νου Τσατσαρίδη, από το οποίο συνάγεται ότι έγγραφο τιτλοφορούμενο είτε μόνον ως δελτίο αποστολής, είτε και συνενωμένο με τιμολόγιο και τιτλοφορούμενο ως Δελτίο αποστολής – Τιμολόγιο, σημαίνει αποκλειστικά και μόνον ότι η μεταφορά εμπορευμάτων και προϊόντων που αναγράφονται σε αυτό υποχρεωτικά έγιναν αυθημερόν κατά την έκδοση του στοιχείου, η λήψη και συναξιολόγηση του οποίου θα οδηγούσε σε αδυναμία επιδίκασης εκ μέρους του δικάσαντος Δικαστηρίου όλων των δαπανών που αναγράφονταν σε μεμονωμένα δελτία αποστολής καθώς και σε συνενωμένα Τιμολόγια – Δελτία αποστολής, τα οποία είχαν εκδοθεί μετά την 14-10-2005, το οποίο προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσείων προς ανταπόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού των αναιρεσιβλήτων περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των κονδυλίων ζημίας τους που αφορούν πραγματοποιηθείσες απ’ αυτούς δαπάνες μετά την ως άνω ημερομηνία και της μη αδειοδότησης του μισθίου.
Το δικάσαν Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασής του, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ως αποδειχθέντα σε σχέση με τους αγωγικούς ισχυρισμούς των εναγόντων – αναιρεσιβλήτων και τους αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων, ο οποίος δυνάμει συμβάσεως μισθώσεως που κατήρτισε με τους τρείς πρώτους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους είχε εκμισθώσει στους τελευταίους τα αναφερόμενα σ’ αυτή συνενωμένα δύο μίσθια καταστήματα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν για τη λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ, καθώς και για κάθε άλλη συναφή χρήση, συσταθείσης για το σκοπό αυτό, μεταξύ των ως άνω αναιρεσιβλήτων, μετά την κατάρτιση της ως άνω μίσθωσης και τις παρακάτω αναφερόμενες διαβεβαιώσεις του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος προς αυτούς, της τέταρτης αναιρεσίβλητης ομόρρυθμης εταιρίας, της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές ήταν οι ίδιοι “με πρόθεση παρέστησε στους τρεις πρώτους των εναγόντων ψευδή γεγονότα ως αληθή. Ειδικότερα, διαβεβαίωσε αυτούς ότι το παραπάνω μίσθιο ήταν κατάλληλο για τη λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ, λέγοντάς τους ότι ο κανονισμός της οικοδομής, στην οποία αυτό βρισκόταν, επέτρεπε τη λειτουργία μιας τέτοιας επιχείρησης, ενώ, στη συνέχεια, υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δήλωνε ότι ήταν ιδιοκτήτης των διαμερισμάτων της οικοδομής, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%. Αμφότερα, όμως, τα ως άνω γεγονότα ήταν ψευδή, διότι ούτε κανονισμός της οικοδομής είχε νόμιμα καταρτισθεί, ούτε ποσοστό συγκυριότητας των διαμερισμάτων – κατοικιών αυτής, μεγαλύτερο του 50%, ο ίδιος διέθετε. Με την παράσταση, άλλωστε, των ως άνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών ο εναγόμενος έπεισε τους ενάγοντες να προβούν στη σύναψη της ως άνω σύμβασης μίσθωσης των δυο συνενωμένων καταστημάτων της ιδιοκτησίας του, την οποία αυτοί προφανώς και δεν θα κατήρτιζαν, εάν γνώριζαν την έλλειψη κανονισμού της οικοδομής και τη συνακόλουθη αδυναμία ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφέ – μπαρ). Ούτε, εξάλλου, και θα προέβαιναν, με αποκλειστικές δαπάνες της εταιρείας, που σύστησαν, σε εκτέλεση διαμόρφωσης και διακόσμησης του καταστήματος, καθώς και στην αγορά εξοπλισμού για την επιχείρησή τους. Ο εναγόμενος, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, σαφώς και γνώριζε την έλλειψη κανονισμού της πολυκατοικίας, αφού, ως οικοπεδούχος και εργολάβος -κατασκευαστής αυτής, ουδέποτε συνέπραξε στη διά συμβολαιογραφικού εγγράφου κατάρτισή του. Επίσης γνώριζε, λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων του, ως οικοπεδούχος και εργολάβος – κατασκευαστής ότι, σε περίπτωση έλλειψης κανονισμού, για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφέ – μπαρ), απαιτείται η συναίνεση της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών των στεγαζομένων στην οικοδομή διαμερισμάτων, μη συμπεριλαμβανομένων των λοιπών χώρων (καταστημάτων, βοηθητικών χώρων κ.λπ.), καθώς και ότι ο ίδιος δεν είχε ποσοστό συνιδιοκτησίας μεγαλύτερο του 50% επί των υφισταμένων στην εν λόγω οικοδομή κατοικιών (διαμερισμάτων). Παρά ταύτα, με σκοπό να επιτύχει την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης, αλλά και να καρπωθεί υψηλό μίσθωμα για τα καταστήματά του, λόγω του είδους της χρήσης, για την οποία τα εκμίσθωνε, διαβεβαίωσε ψευδώς τους μισθωτές περί της καταλληλότητάς τους για τη λειτουργία καταστήματος καφέ – μπαρ και την ύπαρξη νομίμως καταρτισμένου κανονισμού της οικοδομής, που επέτρεπε τη λειτουργία τέτοιας επιχείρησης. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ότι κατά τη σύναψη της ως άνω σύμβασης δεν ενήργησε δολίως, δεδομένου ότι, την 6-12-2001 με την επίκληση του ιδίου κανονισμού, είχε μισθώσει το επίμαχο κατάστημα σε άλλον μισθωτή, και συγκεκριμένα στην εταιρία με την επωνυμία “…”, για παρόμοια χρήση ήτοι για λειτουργία καφέ – μπαρ, και ότι η προηγούμενη μισθώτρια κατόρθωσε και έλαβε από το Δήμο Κομοτηνής την υπ’ αριθμ. …/30-5-2002 άδεια λειτουργίας καφετέριας, γεγονός το οποίο του ενίσχυσε την πεποίθηση, περί υπάρξεως κανονισμού, για την επίδικη οικοδομή, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Και τούτο διότι, προκειμένου να εκδοθεί άδεια λειτουργίας για την παραπάνω μίσθωση χρησιμοποιήθηκε η από 1 Ιανουαρίου 2002 υπεύθυνη δήλωση του εναγομένου στο περιεχόμενο της οποίας αναφέρεται ότι “Δια το κατάστημά μου της οδού … οικοδομής που ενοικιάζει η “…”, δεν απαγορεύεται από τον κανονισμό της πολυκατοικίας η χρησιμοποίησή του για το είδος της δραστηριότητας που προτίθεται να αναπτύξει η ως άνω επιχείρηση (καφενείο αναψυκτήριο – καφέ μπαρ με η χωρίς ηλεκτρονικά παίγνια)”. Στην υπογραφή δε της παραπάνω υπεύθυνης δήλωσης, ο εναγόμενος δεν ήταν αναγκαίο να προβεί, αν είχε συνταγεί νόμιμα κανονισμός πολυκατοικίας, για την επίδικη οικοδομή και επομένως ο ισχυρισμός του περί ενίσχυσης της πεποίθησής του περί υπάρξεως κανονισμού, συνεπεία του ως άνω γεγονότος, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Υποστηρίζει δε περαιτέρω ο εναγόμενος ότι, το κείμενο της υπεύθυνης δήλωσης, που παρέδωσε στους ενάγοντες, και αυτοί κατέθεσαν με τα λοιπά δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία εκδόσεως αδειών λειτουργίας του Δήμου Κομοτηνής, δεν συνετάγη από τον ίδιο, αλλά συμπληρώθηκε καθ’ υπόδειξη της αρμόδιας υπαλλήλου από τους εναγόμενους, με την μορφή που απαιτεί ο νόμος και ο ίδιος στην συνέχεια προέβη απλά στην υπογραφή του. Ο ως άνω ισχυρισμός του εναγομένου δεν κρίνεται πειστικός, δεδομένου ότι λόγω των ως άνω ιδιοτήτων που συνέτρεχαν στο πρόσωπό του, μπορούσε να διαγνώσει την σοβαρότητα του κειμένου, που υπέγραφε, πολύ δε περισσότερο όταν τα αναφερόμενα στην υπεύθυνη δήλωση γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Περαιτέρω αβάσιμος, κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί έλλειψης… αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του περιεχομένου της επίμαχης υπεύθυνης δήλωσης την οποία υπέγραψε και της μη αδειοδότησης του μισθίου από την αρμόδια Υπηρεσία του Δήμου Κομοτηνής, και ότι αφ’ ής στιγμής υπέγραψε την επίμαχη υπεύθυνη δήλωση και ανεξαρτήτως του αληθούς η μη περιεχομένου της, η αρμόδια υπηρεσία υποχρεούτο στην άμεση χορήγηση της άδειας. Και τούτο διότι, στην απόρριψη του αιτήματος των εναγόντων για χορήγηση άδειας λειτουργίας στο όνομα της τέταρτης από αυτούς, από την αρμόδια υπηρεσία, συνέτεινε το γεγονός, ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις για την έκδοσή της, δηλαδή η ύπαρξη νομίμως συνταχθέντος κανονισμού που να επιτρέπει τη λειτουργία του καταστήματος για την χρήση για την οποία μισθώθηκε, το οποίο ανακαλύφθηκε εξαιτίας της από 10-11-2005 καταγγελίας της πλειοψηφίας των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας με την οποία, οι τελευταίοι δήλωναν ρητά ότι δεν επιτρέπουν όπως το ως άνω μίσθιο χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία καφέ – μπαρ. ’λλωστε, εάν στην πολυκατοικία, στην οποία βρίσκονται τα επίδικα μίσθια, υπήρχε νόμιμα συντεταγμένος κανονισμός που επέτρεπε τη χρήση για την οποία μισθώθηκαν, ή ο εναγόμενος κατείχε το ποσοστό πλειοψηφίας που απαιτεί ο νόμος και συναινούσε για έκδοση νόμιμης άδειας λειτουργίας για τη χρήση για την οποία συμφωνήθηκε, η άρνηση των λοιπών συνιδιοκτητών δεν θα αποτελούσε εμπόδιο στην έκδοσή της. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η άρνηση των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, οφείλονταν στο γεγονός, ότι στα μίσθια ακίνητα λειτουργούσε επιχείρηση νυχτερινού κέντρου και όχι η συμφωνημένη χρήση “καφέ- μπαρ”, όπως ισχυρίστηκε ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών. Κάτι τέτοιο, ουδόλως προκύπτει, από το περιεχόμενο της από 10-11-2005 αίτησης – καταγγελίας που υπεβλήθη για λογαριασμό των λοιπών συνιδιοκτητών από το διαχειριστή της πολυκατοικίας Κ. Μ., ο οποίος αναφέρεται σε λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ, χωρίς νόμιμη άδεια. Τέλος, αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ότι αν και οι αντίδικοί του έλαβαν γνώση της ανυπαρξίας του κανονισμού, λίγες ημέρες μετά τη σύναψη της σύμβασης, ήτοι στις 14-10-2005, συνέχισαν τις εργασίες ανακαίνισης εντός του μισθίου, επιβαρύνοντας σε αρνητική περίπτωση μη αδειοδότησης τον ίδιο ως εκμισθωτή, ενώ έπρεπε να παγώσουν κάθε εργασία και να συνεχίσουν αυτές μόνο μετά την έκδοση της άδειας. Αντίθετα, με την χορήγηση σ’ αυτούς της υπεύθυνης δήλωσης με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε, ο ίδιος ο ενάγων ενθάρρυνε τους ενάγοντες στη συνέχιση των εργασιών για την ανακαίνισή του. Τέλεσε, επομένως, ο εναγόμενος σε βάρος των εναγόντων το αδίκημα της απάτης, για το οποίο, άλλωστε, και κηρύχθηκε ένοχος δυνάμει της υπ’ αρ. 208/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η ασκηθείσα αναίρεση επί της οποίας που άσκησε ο εναγόμενος, απερρίφθη με την υπ’ αριθμ. 1078/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου (βλ. προσκομιζόμενη). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι ο εναγόμενος, με πρόθεση παρέστησε στους τρεις πρώτους των εναγόντων ψευδή γεγονότα ως αληθή, διαβεβαιώνοντας αυτούς ότι το παραπάνω μίσθιο ήταν κατάλληλο για τη λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ, και ότι ο κανονισμός της οικοδομής, επιτρέπει την λειτουργία του, ουδόλως έσφαλε, αλλά ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ότι κατά την σύναψη της σύμβασης μίσθωσης δεν συνέτρεχε δόλος στο πρόσωπό του, κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος. Εφόσον, λοιπόν, ο εναγόμενος παρέσυρε με απάτη τους ενάγοντες στην κατάρτιση της επίμαχης από 1-10-2005 σύμβασης μίσθωσης του καταστήματός του, υποχρεούται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, να αποκαταστήσει τη συνεπεία της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς του ζημία της τέταρτης ενάγουσας, στην οποία, με τη συναίνεσή του, παραχωρήθηκε η χρήση του ανωτέρω καταστήματος, διότι η τελευταία (τέταρτη ενάγουσα), λόγω της μη έκδοσης της απαιτούμενης άδειας, γεγονός που συνιστά πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, δεν μπόρεσε τελικά να κάνει χρήση αυτού. Η εν λόγω αποζημίωση, ωστόσο, δεν περιλαμβάνει όλες τις αιτούμενες με την κρινόμενη αγωγή δαπάνες, αλλά μόνο εκείνες, που έγιναν στο μίσθιο ή συνδέονται με αυτό, προκειμένου το τελευταίο να καταστεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση του, καθώς μόνο αυτές συνέχονται αιτιωδώς με την ως άνω περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, που είχε ως συνέπεια να μην καταστεί τελικά εφικτή η χρήση του συγκεκριμένου μισθίου και να υποστεί ζημία η τέταρτη ενάγουσα. Έτσι, η τελευταία δικαιούται, ως αποζημίωση, τα χρηματικά ποσά, που διέθεσε για τις εργασίες διαρρύθμισης και διακόσμησης του μισθίου, καθώς και για το ηλεκτρολογικό υλικό και τις σχετικές με αυτό εγκαταστάσεις, που παρέμειναν στο μίσθιο”. Στο ως άνω αποδεικτικό πόρισμα κατέληξε το Εφετείο σύμφωνα με τη διαλαμβανόμενη στην απόφασή του βεβαίωση “Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων αμφοτέρων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, καθώς και από τις με επίκληση προσκομιζόμενες από τους διαδίκους φωτογραφίες (άρθ. 444 παρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ)”. Από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή βεβαίωση του Εφετείου, ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε από την εκτίμηση των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, και ιδίως από τις σχετικές παραδοχές αυτής, με τις οποίες το Εφετείο απέρριψε όλους τους παραπάνω αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στις οποίες μεταξύ, άλλων, γίνεται αναφορά: α) σε παράδοση απ’ αυτόν αντιγράφου κανονισμού της οικοδομής, ο οποίος δεν είχε περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και δεν είχε μεταγραφεί, ούτε ο αναιρεσείων είχε προβεί μόνος του στη νόμιμη σύνταξη αυτού, σύμφωνα με την παρεχόμενη προς τούτο σ’ αυτόν μέχρι το έτος 1997 ανέκκλητη εντολή των αγοραστών διαμερισμάτων, σχετικά με την οποία ο αναιρεσείων επικαλείται το ως άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο, σε αναληθείς ισχυρισμούς του εναγομένου περί ιδιοκτησίας του σε διαμερίσματα της οικοδομής που αντιστοιχούν σε ποσοστό συνιδιοκτησίας 677%o εξ αδιαιρέτου, και περί παραδόσεως στους αναιρεσίβλητους απ’ αυτόν, της από 14-10-2005 σχετικής υπεύθυνης δήλωσής του τού άρθρου 8 του ν. 1599/1986, με την οποία επέτρεπε τη λειτουργία στο μίσθιο του καταστήματος … (καφέ μπαρ), ως έχων την πλειοψηφία (κατά ποσοστό κυριότητας) των ιδιόκτητων διαμερισμάτων, ενώ αυτό δεν ήταν αληθές αφού, όπως αποδείχθηκε, το ποσοστό συνιδιοκτησίας του εναγομένου στο οικόπεδο, βάσει των ιδιόκτητων διαμερισμάτων του, ανερχόταν σε ποσοστό μόλις 79%o, έναντι 323%o των λοιπών συνιδιοκτητών, β) στην προηγούμενη εκμίσθωση από τον αναιρεσείοντα του μισθίου καταστήματος στην εταιρία με την επωνυμία “…”, για παρόμοια χρήση ήτοι για λειτουργία καφέ – μπαρ, και στην υπ’ αριθμ. …/30-5-2002 άδεια λειτουργίας καφετέριας που κατόρθωσε και έλαβε η τελευταία από το Δήμο Κομοτηνής, γ) σε σφραγίσεις και αποσφραγίσεις του ως άνω καταστήματος, από την Υπηρεσία Σφραγίσεων του Δήμου Κομοτηνής, αναστολές εκτελέσεως των αποφάσεων περί σφραγίσεως, σε παραβιάσεις των μολυβδοσφραγίδων από την τέταρτη ενάγουσα, και σε ελέγχους που διενήργησαν τις βραδινές ώρες της 31-12-2005 και 14-1-2006 αστυνομικοί του AT Κομοτηνής, κατά τους οποίους διαπιστώθηκε ότι το ως άνω καφέ – μπαρ ήταν ανοιχτό και δ) σε δαπάνες, οι οποίες, ναι μεν, με βάση τα οικεία παραστατικά, φέρεται να έγιναν μετά τις 15-11-2005, πλην, όμως, λόγω της φύσης των σχετικών εργασιών, εκτιμάται ότι έλαβαν χώρα μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 2005, οπότε και, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανακαίνισης και διαμόρφωσης του μισθίου, μόνο δε τα σχετικά τιμολόγια εκδόθηκαν μετά, όπως συνηθίζεται, άλλωστε, σε τέτοιου είδους συναλλαγές και εργασίες… Από δε το γεγονός, ότι μπορεί να σημειώθηκαν εκ μέρους της τέταρτης ενάγουσας, φορολογικές παραβάσεις, ως προς την έκδοση των φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων αποστολής), που αφορούν μερικές από τις παραπάνω πραγματοποιηθείσες δαπάνες, δεδομένου ότι το Δελτίο Αποστολής, είτε από μόνο του είτε συνενωμένο με τιμολόγιο αναφέρεται στη μεταφορά εμπορευμάτων ή προϊόντων και αναγράφεται επ’ αυτού η ώρα έναρξης και λήξης της αποστολής αγαθών όπως επί του σώματος του στοιχείου, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 185/1992 διαφορετικά επισύρει τα πρόστιμα που προβλέπονται από το παραπάνω Π.Δ., δεν συνάγεται η αντίθετη κρίση ότι οι πωλήσεις των αναφερόμενων σ’ αυτά αγαθών και οι αντίστοιχες δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις, και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι οι επικαλούμενοι από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμοί προς απόδειξη των οποίων επικαλέστηκε τα υπό στοιχ. Β έγγραφα και δη ότι η άρνηση των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής να συναινέσουν στη λειτουργία στο μίσθιο καταστήματος καφέ – μπαρ και η υποβολή της σχετικής καταγγελίας τους στον Δήμο Κομοτηνής οφειλόταν στο γεγονός ότι στα μίσθια ακίνητα λειτουργούσε επιχείρηση νυχτερινού κέντρου και όχι καφέ – μπαρ, όπως ήταν η συμφωνημένη χρήση του μισθίου είναι αλυσιτελείς, ενόψει του ότι σύμφωνα με τους περιεχόμενους στην ένδικη αγωγή ουσιώδεις ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων αλλά και τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το ψευδές περιεχόμενο των διαβεβαιώσεων του αναιρεσείοντος συνίστατο στην ύπαρξη νόμιμου κανονισμού της οικοδομής που επέτρεπε τη λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ στο μίσθιο και στη συνέχεια, μετά την αποκάλυψη της αναλήθειας αυτών, στην ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως ιδιοκτήτη διαμερισμάτων της οικοδομής σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, και όχι στην εξασφαλισμένη συναίνεση της πλειοψηφίας των συνιδιοκτητών διαμερισμάτων της οικοδομής, και επομένως, κρίσιμα στην προκειμένη περίπτωση περιστατικά είναι αν υπήρχε νόμιμα συντεταγμένος κανονισμός της οικοδομής που επέτρεπε λειτουργία επιχείρησης καφέ – μπαρ, ή αν ο αναιρεσείων ήταν ιδιοκτήτης διαμερισμάτων της οικοδομής σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, καθώς και εάν η ζημία των αναιρεσιβλήτων, τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις, και όχι ο λόγος για τον οποίο η πλειοψηφία των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της οικοδομής αρνήθηκε να συναινέσει για τη λειτουργία στο μίσθιο επιχείρησης καφέ – μπαρ, με την από 10-11-2005 άρνηση – καταγγελία, με την οποία δήλωνε ότι δεν επιτρέπει να χρησιμοποιηθεί το ως άνω μίσθιο για τη λειτουργία καφέ – μπαρ. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του που αφορά στη μη λήψη υπόψη των προσκομισθέντων από αυτόν εγγράφων ήτοι: α) της διάταξης του άρθρου 15 παρ. 7 της Υγειονομικής Διάταξης ΑΙβ/8577/83 και β) της ασκηθείσας από τον αναιρεσείοντα από 18.1.2010 και με αριθμό καταθ. 23/18.1.2010 αγωγής αποζημιώσεως κατά του Δήμου Κομοτηνής, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον μεν αφορά στην ως άνω Υγειονομική Διάταξη, για το λόγο ότι αντικείμενο απόδειξης είναι μόνο πραγματικά γεγονότα και μάλιστα μόνον εκείνα τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και όχι το περιεχόμενο νομικών διατάξεων, καθόσον δε αφορά στην ως άνω αγωγή, διότι η άσκηση αυτής δεν αποτελούσε γεγονός που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.
IIΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 593 ΑΚ και 11 του π.δ. 34/1995, προκύπτει, ότι με συμφωνία των μερών, μπορεί να παραχωρηθεί η χρήση του μισθίου σε τρίτο ή σε εταιρία, που θα συσταθεί με συμμετοχή και του μισθωτή. Η παραχώρηση όμως αυτή της χρήσης του μισθίου δεν αλλοιώνει υποκειμενικά τη μισθωτική σχέση, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ των αρχικά συμβαλλομένων, εκμισθωτή και μισθωτή με συνέπεια να έχει ο πρώτος την ιδιότητα του εκμισθωτή και ο δεύτερος την ιδιότητα του μισθωτή, και η νομιμοποίηση για την άσκηση των δικαιωμάτων, που απορρέουν από την αρχική – κύρια σύμβαση της μίσθωσης, να εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ τους. Έτσι, από το γεγονός, ότι ο εκμισθωτής έχει συμφωνήσει στην παραχώρηση της χρήσης του μισθίου δεν παύει αυτή να είναι σχέση παρεπόμενη απέναντι σ’ αυτόν και επομένως, ο παραχωρησιούχος δεν υπεισέρχεται στην κύρια μίσθωση. Ακόμη και στην περίπτωση σύστασης εταιρίας μεταξύ των συμμισθωτών αυτή δεν υπεισέρχεται στη μισθωτική σχέση, αλλ’ εξακολουθούν ως μισθωτές να θεωρούνται αυτοί, που κατάρτισαν τη μίσθωση. Μόνον αν ρητά συμφωνηθεί μεταξύ εκμισθωτή, μισθωτή και παραχωρησιούχου η έξοδος από τη σχέση του μισθωτή και η υπεισέλευση του παραχωρησιούχου (οπότε όμως πρόκειται για μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης και όχι για παραχώρηση της χρήσης) ο τελευταίος αυτός παίρνει τη θέση του μισθωτή, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες. Έτσι, αν εξαιτίας υπαίτιων ενεργειών ή παραλείψεων του εκμισθωτή εμφανισθούν ελαττώματα, που παρακωλύουν ολικώς ή μερικώς τη χρήση του μισθίου και ο παραχωρησιούχος ζημιώνεται στην περιουσία του, αυτός έχει αξίωση προς ανόρθωση της ζημίας του απέναντι στον εκμισθωτή, όχι με βάση τις διατάξεις που προβλέπουν την παράβαση των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση, αλλά με βάση τις διατάξεις για την αδικοπραξία (914 επ. Α.Κ.), εφόσον, όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους (ΑΠ 643/2002, 479/2001, 858/2000, 276/1999, 1578/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 14 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο με το να κρίνει ότι η ένδικη αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι ορισμένη ως προς την τέταρτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία αν και στο δικόγραφο αυτής ουδόλως διαλαμβάνεται ισχυρισμός περί κατάρτισης ειδικής συμφωνίας μεταξύ του αναιρεσείοντος ως εκμισθωτή και των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, ως μισθωτών, για την παραχώρηση της χρήσης του μισθίου στην τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία, όπως ήταν αναγκαίο, για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντος έναντι της τέταρτης αναιρεσίβλητης, ενόψει του ότι η παράνομη ζημιογόνος συμπεριφορά του, έτσι όπως την επικαλούνται οι ενάγοντες φέρεται να διαπράχθηκε στο πλαίσιο της επίδικης μισθωτικής σχέσης, α) παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και ειδικότερα δεν απέρριψε την ως άνω αγωγή, κατά την κύρια βάση της, ως προς την τέταρτη αναιρεσίβλητη, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας και β) παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγμα που δεν προτάθηκε και έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα την κατάρτιση της ως άνω συμφωνίας για την παραχώρηση της χρήσης του μισθίου στην τέταρτη αναιρεσίβλητη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. επισκοπούμενη από 14-11-2007 (αριθμ. κατ. 139/ 2007) αγωγή τους κατά του αναιρεσείοντος, που απευθύνεται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, ισχυρίστηκαν, καθόσον αφορά στην κύρια βάση και αίτημά της, ότι δυνάμει του από 1-10-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων εκμίσθωσε στους τρεις πρώτους ενάγοντες και ήδη τρεις πρώτους αναιρεσίβλητους, για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών, τα περιγραφόμενα στην αγωγή δύο (2) μίσθια καταστήματα, που βρίσκονται στο ισόγειο της επί της οδού … στην πόλη της Κομοτηνής, κείμενης, οικοδομής, αντί συνολικού μηνιαίου μισθώματος, ύψους 3.600 ευρώ, προκειμένου αυτά (μίσθια) να χρησιμοποιηθούν ως κατάστημα καφέ – μπαρ. Ότι, κατά την κατάρτιση της εν λόγω μίσθωσης και έναντι των μελλοντικών μηνιαίων μισθωμάτων, μέχρι και τη λήξη αυτής, στις 30-9-2007, ο πρώτος ενάγων, εξέδωσε και παρέδωσε στον εναγόμενο τις αναφερόμενες στην αγωγή δεκαέξι (16) επιταγές, ενώ καθένας από τους τρεις μισθωτές τού κατέβαλε ως εγγύηση για την καλή χρήση του μισθίου και το ποσό των 1.200 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος, κατά τη σύνταξη του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, διαβεβαίωσε τους τρεις πρώτους ενάγοντες για την ύπαρξη κανονισμού ρύθμισης των μεταξύ των συνιδιοκτητών της ως άνω οικοδομής σχέσεων, ο οποίος (κανονισμός) επέτρεπε τη λειτουργία τέτοιου καταστήματος, παρέδωσε, μάλιστα, σε αυτούς, προκειμένου να τους πείσει και ένα αντίγραφό του. Ότι μετά την ανωτέρω ρητή διαβεβαίωση του εναγόμενου, “όπως τους επιτρέπετο από το 1-10-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης αλλά και με επανειλημμένες ρητές προφορικές συναινέσεις του εναγομένου”, συνέστησαν την τέταρτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…” με σκοπό την εκμετάλλευση του εν λόγω καφέ – μπαρ, που θα λειτουργούσε εντός των μισθωμένων από τους τρεις πρώτους ενάγοντες καταστημάτων, ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντος, με εταιρικό κεφάλαιο 6.000 ευρώ, στην οποία συμμετείχε καθένας από τους τρεις πρώτους ενάγοντες κατά ποσοστό 33,33%, και εκπροσωπείτο επίσης απ’ αυτούς, η οποία έχει ήδη λυθεί με το από 31-1-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσεως, το οποίο κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Ροδόπης και έλαβε αριθμό …/2007 για το μοναδικό λόγο ότι δεν κατέστη δυνατή η λειτουργία της, ελλείψει αδειοδοτήσεως της επιχείρησης CAFE – BAR για την οποία συνεστήθη, αλλά υφίσταται μέχρι και σήμερα για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εκπροσωπούμενη νομίμως από τους τρεις πρώτους ενάγοντες, μοναδικούς εταίρους της. Ότι η τελευταία, προκειμένου να ξεκινήσει τη λειτουργία του καφέ – μπαρ, προέβη στις αναλυτικά, κατ’ είδος και κονδύλιο εκτιθέμενες στην αγωγή δαπάνες για την κατάλληλη διαμόρφωση, διαρρύθμιση και εξοπλισμό των μισθίων, καθώς και για την αγορά των απαραίτητων για τη λειτουργία του καφέ – μπαρ αναλωσίμων ειδών, συνολικού ύψους 102.467,10 ευρώ. Ότι περί το μήνα Οκτώβριο του 2005 και αφού ήδη το κατάστημα είχε περαιωθεί πλήρως από μέρους τους, κατατέθηκε από τους τρεις πρώτους απ’ αυτούς, ενεργούντες στο όνομα και για λογαριασμό της τέταρτης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας “και πάντοτε υπό τις ευλογίες” του εναγομένου, ολοκληρωμένος φάκελος στο Δήμο Κομοτηνής, στον οποίο συμπεριεχόταν, εκτός των άλλων εγγράφων και ο κανονισμός της πολυκατοικίας που τους παρέδωσε ο εναγόμενος, προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας του καταστήματος αυτού, υπό την επωνυμία της τέταρτης ενάγουσας, οπότε το πρώτον, παρά τις ρητές διαβεβαιώσεις του εναγομένου και παράδοση σ’ αυτούς αντιγράφου του υφιστάμενου δήθεν κανονισμού πολυκατοικίας, πληροφορήθηκαν ότι κατά τον έλεγχο του φακέλου από τον Δήμο Κομοτηνής, διαπιστώθηκε ότι δεν υπογράφηκε ποτέ κανονισμός στην πολυκατοικία της οδού … (Κομοτηνή), το δε έγγραφο που τους παρέδωσε (κατά το χρόνο σύνταξης του από 1-10-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού και αποτελούσε και αναπόσπαστο τμήμα αυτού) για δήθεν κανονισμό, εκμεταλλευόμενος την απειρία τους σε τέτοια θέματα, τους πληροφόρησαν, καταρχήν από το Δήμο Κομοτηνής και στη συνέχεια ο συμβολαιογράφος Κομοτηνής Χρήστος Τερζίδης, ότι παρέμεινε από το έτος 1997 σε σχέδιο και ποτέ δεν υπεγράφη παρά τα αντιθέτως παντελώς ψευδώς υποστηριζόμενα και εμφανιζόμενα εκ μέρους του εναγομένου. Μάλιστα σε επανειλημμένες και έντονες από αυτούς εύλογες οχλήσεις προς τον εναγόμενο, αφού αναγνώρισε ότι τους εξαπάτησε, τους καθησύχασε για άλλη μια φορά και τους δήλωσε να μην ανησυχούν, αφού τυγχάνει συνιδιοκτήτης σε κατοικίες πέραν του ποσοστού του 50% στην οικοδομή της οδού … και γι’ αυτό το λόγο με προσωπική του υπεύθυνη δήλωση θα δηλώσει προς τον Δήμο Κομοτηνής, ότι συναινεί στη λειτουργία στα εν λόγω καταστήματα, κατάστημα καφέ – μπαρ στο όνομα της 4ης ενάγουσας, πράγμα το οποίο έπραξε με την υπογραφείσα απ’ αυτόν από 2005 υπεύθυνη δήλωσή του, της οποίας θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του στις 14-10-2005 και τους παρέδωσε, η οποία επί λέξει είχε το εξής περιεχόμενο: “Επιτρέπω την λειτουργία του καταστήματος “…” (που αποτελεί το διακριτικό τίτλο της τέταρτης ενάγουσας) (ΚΑΦΕ ΜΠΑΡ) που βρίσκεται στην οδό … – Κομοτηνής, έχοντας την πλειοψηφία (κατά ποσοστό κυριότητας) των ιδιοκτητών διαμερισμάτων”, την οποία οι ενάγοντες με την σειρά τους κατέθεσαν στο Δήμο Κομοτηνής. Ότι και η εν λόγω δήλωση του εναγομένου ήταν αναληθής, διότι, όπως αποδείχθηκε, οι λοιποί συνιδιοκτήτες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας συγκέντρωναν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% επί των κατοικιών αυτής και αντιδρούσαν στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας. Ότι η τελευταία δεν εκδόθηκε, με συνέπεια να μην καταστεί δυνατό να λειτουργήσουν το κατάστημά τους, που σφραγίστηκε. Ότι, μετά και την εξέλιξη αυτή, αναγκάστηκαν στις 26-1-2006 να καταγγείλουν την ως άνω μίσθωση και να εγκαταλείψουν τα δύο μίσθια καταστήματα, χωρίς, ωστόσο, ο εναγόμενος να επιστρέψει σε αυτούς ούτε την εγγύηση, που είχε λάβει, αλλά ούτε και τις προαναφερόμενες δεκαέξι (16) επιταγές. Ότι, εξαιτίας της μη λειτουργίας του καταστήματός τους, η τέταρτη από αυτούς, ομόρρυθμη εταιρεία, υπέστη ζημία ισόποση με τα παραπάνω έξοδα, τα οποία πραγματοποίησε, ενόψει της προσδοκώμενης, με βάση τις διαβεβαιώσεις του εναγόμενου, λειτουργίας του καφέ – μπαρ. Ότι προσπάθησαν να περιορίσουν τη ζημία της αυτή, εκποιώντας μέρος του ανωτέρω εξοπλισμού, συνολικής αξίας 25.548,11 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος ουσιαστικά τους εξαπάτησε, αφενός μεν παριστώντας σε αυτούς ψευδή γεγονότα ως αληθινά, αφετέρου δε αποκρύπτοντάς τους την αλήθεια, την οποία, εάν γνώριζαν, δεν θα μίσθωναν τα ως άνω καταστήματα, ούτε θα προέβαιναν στις παραπάνω δαπάνες. Με βάση δε το ιστορικό αυτό και επικαλούμενοι, παράλληλα, οι ενάγοντες ότι από την ως άνω περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου υπέστησαν, οι μεν τρεις πρώτοι απ’ αυτούς ηθική βλάβη, η δε τέταρτη απ’ αυτούς ομόρρυθμη εταιρία θετική ζημία, ζήτησαν, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση και αποζημίωση, αντίστοιχα, τα αναφερόμενα σ’ αυτή ποσά. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή δεν πάσχει από αοριστία, καθόσον αφορά στην τέταρτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία για τον επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα λόγο, αφού με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περί συστάσεως μεταξύ των τριών πρώτων εναγόντων της τέταρτης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας “όπως τους επετρέπετο από το 1-10-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης αλλά και με επανειλημμένες ρητές προφορικές συναινέσεις του εναγομένου”, περί καταθέσεως από τους τρεις πρώτους ενάγοντες, ενεργούντες στο όνομα της τέταρτης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας “και πάντοτε υπό τις ευλογίες” του εναγομένου, ολοκληρωμένου φακέλου στο Δήμο Κομοτηνής στον οποίο συμπεριεχόταν, εκτός των άλλων εγγράφων και ο κανονισμός της πολυκατοικίας που τους παρέδωσε ο εναγόμενος, προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας του καταστήματος αυτού, στο όνομα της τέταρτης ενάγουσας και περί διαβεβαιώσεως των τριών πρώτων εναγόντων από τον εναγόμενο ότι με προσωπική του υπεύθυνη δήλωση θα δηλώσει προς το Δήμο Κομοτηνής, ότι συναινεί στη λειτουργία στα εν λόγω καταστήματα, επιχείρησης καφέ – μπαρ στο όνομα της τέταρτης ενάγουσας, πράγμα το οποίο έπραξε με την υπογραφείσα απ’ αυτόν από 2005 υπεύθυνη δήλωσή του, της οποίας θεώρησε το γνήσιο της υπογραφής του στις 14-10-2005 και τους παρέδωσε, σαφώς προκύπτει η επίκληση με το δικόγραφο αυτής της κατάρτισης ρητής συμφωνίας μεταξύ του εναγομένου εκμισθωτή και των τριών πρώτων εναγόντων μισθωτών, για παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρία που θα συσταθεί μεταξύ των μισθωτών. Επομένως, το Εφετείο, με το να κρίνει ότι η ένδικη αγωγή κατά την κύρια βάση της είναι ορισμένη ως προς την τέταρτη ενάγουσα και ήδη τέταρτη αναιρεσίβλητη ομόρρυθμη εταιρία: α) δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτη την ένδικη αγωγή ως προς την εν λόγω ενάγουσα, λόγω αοριστίας, ούτε έλαβε παρά το νόμο υπόψη πράγμα που δεν προτάθηκε και έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, και ειδικότερα την κατάρτιση της ως άνω συμφωνίας μεταξύ των συμβληθέντων στη μίσθωση μερών, ο δε πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Κατά το άρθρο 440 ΑΚ “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”. Εξάλλου κατά το άρθρο 450 ΑΚ “Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν”, κατά δε το άρθρο 451 ΑΚ “Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαιτήσεως”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 440, 450 και 451 ΑΚ προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού είναι: α) η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, β) το ομοειδές του αντικειμένου των απαιτήσεων αυτών, γ) το έγκυρο, νομικώς τέλειο και ληξιπρόθεσμό τους και δ) το επιτρεπτό του συμψηφισμού, δηλ. ότι ο συμψηφισμός δεν θα πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, όπως είναι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, κατά την έννοια της οποίας, απαγορεύεται συμψηφισμός, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση από αδίκημα είναι δόλια, χωρίς και να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία αυτού (υπόχρεου) να συνιστά ποινικό αδίκημα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων προέβαλε πρωτοδίκως, με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις του που υπέβαλε, μετά τη συζήτηση της αγωγής και επανέφερε με λόγο έφεσης την ένσταση συμψηφισμού της ανταπαίτησής του κατά των εναγόντων, συνολικού ποσού 88.051 ευρώ, το οποίο ισχυρίζεται αυτός ότι απαιτείται να δαπανήσει προκειμένου τα δύο μίσθια καταστήματά του να επανέλθουν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν την μίσθωσή τους στους ενάγοντες και τις διαρρυθμίσεις και αλλαγές που αυτοί πραγματοποίησαν, με την ένδικη από αδικοπραξία, που διαπράχθηκε με δόλο, απαίτηση των εναγόντων. Η ένσταση αυτή, δεν είναι νόμιμη, αφού προτάθηκε συμψηφισμός κατά απαίτησης που όπως αναφέρεται στην ένδικη αγωγή και έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση προέρχεται αποκλειστικά από αδικοπραξία που διαπράχθηκε από δόλο και συνεπώς, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν ελλείπουν οι προϋποθέσεις του μονομερούς συμψηφισμού και ειδικότερα η προϋπόθεση του επιτρεπτού αυτού. Το Εφετείο αναφορικά με την προβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση συμψηφισμού δέχτηκε τα ακόλουθα: “Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση συμψηφισμού της ως άνω απαίτησης με το ποσό συνολικού ύψους 88.051 ευρώ το οποίο ισχυρίζεται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών ότι απαιτείται προκειμένου τα δύο μίσθια καταστήματά του να επανέλθουν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν την μίσθωσή τους στους ενάγοντες και τις διαρρυθμίσεις και αλλαγές που αυτοί πραγματοποίησαν, δεδομένου ότι η ως άνω ένσταση συμψηφισμού προβάλλεται έναντι απαιτήσεων, οι οποίες πηγάζουν από απατηλή συμπεριφορά του τελευταίου, κατά δε τη ρητή διάταξη του άρθρου 450 ΑΚ, δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης που πηγάζει από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την ως άνω ένσταση ως μη νόμιμη, ουδόλως έσφαλε και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός τον οποίο επαναφέρει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με λόγο της κρινόμενης έφεσής του κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος…”. Όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο έκρινε απορριπτέο ως “νομικά αβάσιμο” τον ισχυρισμό αυτό, κρίνοντας ότι “η ανταξίωση που προτείνει ο εναγόμενος προς συμψηφισμό των αξιώσεων των εναγόντων δεν μπορεί να προταθεί προς συμψηφισμό των αγωγικών αξιώσεων των εναγόντων, ενόψει του ότι οι τελευταίες προέρχονται από αδίκημα, που τέλεσε ο εναγόμενος, σε βάρος τους από δόλο (απάτη). Με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει ως πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο, με το να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος της που απέρριψε την προταθείσα απ’ αυτόν ένσταση συμψηφισμού αφ’ ενός μεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, καθόσον αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο ουσιαστικός κανόνας δικαίου του άρθρου 440 ΑΚ, διότι εξέλαβε, ως στοιχείο του πραγματικού του ουσιαστικού κανόνα δικαίου του άρθρου 440 ΑΚ και το (διαφορετικό) ουσιαστικό κανόνα δικαίου της διάταξης του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, σύμφωνα με τον οποίο δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης που πηγάζει από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο, και συνεπώς το επιτρεπτό του συμψηφισμού της αναταπαίτησής του κατά των ένδικων απαιτήσεων των αναιρεσιβλήτων, αφ’ ετέρου δε, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (άρθρο 559 αρ. 1 και 8 ΚΠολΔ) και ειδικότερα τον απορρέοντα από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ ισχυρισμό, αν και αυτός δεν προτάθηκε κατ’ αντένσταση από τους ενάγοντες – αναιρεσίβλητους. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, και ως προς τις δύο αιτιάσεις του, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση, κατά των ένδικων απαιτήσεων, που όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρέουν από αδίκημα που πράχθηκε από δόλο (απάτη) αποκλείεται ο προταθείς από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα συμψηφισμός από το νόμο και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 450 παρ. 1 ΑΚ, που απαγορεύει το συμψηφισμό κατά απαίτησης από αδικοπραξία τελούμενης με δόλο σε συνδ. προς τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε το Εφετείο, ούτε, επίσης, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα μη προβληθείσα από τους ενάγοντες – αναιρεσίβλητους αντένσταση περί αποκλεισμού του προβληθέντος από τον εναγόμενο – αναιρεσείοντα συμψηφισμού κατά των αγωγικών απαιτήσεών τους που πηγάζει από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο, εφόσον ο φερόμενος από τον εναγόμενο – αναιρεσείοντα ως μη προταθείς παραδεκτώς με αντένσταση ισχυρισμός αφορά στο νόμω αβάσιμο της προβληθείσας από τους ενάγοντες – αναιρεσίβλητους ένστασης συμψηφισμού λόγω έλλειψης απαραίτητης προϋπόθεσης, προβλεπόμενης από το νόμο για τη νομιμότητα του συμψηφισμού ως ουσιαστικής δικαιοπραξίας, και συγκεκριμένα το επιτρεπτό του συμψηφισμού, τον οποίο (νόμο) εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (jura novit curia) και δεν θεμελιώνει αντένσταση αποκλεισμού του συμψηφισμού κατά της προβληθείσας ένστασης συμψηφισμού. Επομένως, ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση γιαεπίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9γ’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη, δηλαδή να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενό του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο, παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το αίτημα του αναιρεσείοντος για επίδειξη εγγράφων. Ο αιτών και ήδη αναιρεσείων με τις επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, προτάσεις του, υπέβαλε αίτημα επίδειξης εγγράφων, με το οποίο ζήτησε να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι να επιδείξουν τη θεωρημένη μηνιαία κατάσταση εσόδων – εξόδων της εταιρίας τους από ενάρξεως λειτουργίας αυτής και την αναλυτική κατάσταση από ενάρξεως της εταιρίας του βιβλίου εσόδων και εξόδων από τις οποίες και μόνο κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος αποδεικνύεται αν έγιναν ή όχι οι δαπάνες που επικαλούνται οι αναιρεσίβλητοι ότι πραγματοποίησαν για την ανακαίνιση, την προετοιμασία και τον εξοπλισμό του μίσθιου καταστήματος, που σκόπευαν να λειτουργήσουν ως καφέ – μπαρ. Το αίτημα αυτό ήταν απορριπτέο ως απαράδεκτο, προεχόντως για το λόγο ότι δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την αιτούμενη επίδειξη, διότι τα ως άνω έγγραφα δεν είναι απαραίτητα προς ανταπόδειξη της θετικής ζημίας που επικαλούνται ότι υπέστησαν οι αναιρεσίβλητοι, εφόσον η τυχόν μη καταχώρηση των επικαλούμενων από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους δαπανών στις ως άνω καταστάσεις δεν συνεπάγεται και τη μη πραγματοποίηση αυτών, οι οποίες δύνανται να προκύψουν από άλλα αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων και των μαρτυρικών καταθέσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφορικά με το ως άνω αίτημα διέλαβε τα εξής: “Με λόγο έφεσης ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλουμένης, ισχυριζόμενος ότι κατ’ εσφαλμένη κρίση απέρριψε, ως αόριστο το υποβαλλόμενο εκ μέρους του αίτημα επίδειξης εγγράφων, το οποίο ήταν άκρως ορισμένο και σαφές και αφορούσε συγκεκριμένα την επίδειξη της θεωρημένης μηνιαίας κατάστασης εσόδων – εξόδων της εταιρίας τους από ενάρξεως λειτουργίας αυτής και την αναλυτική κατάσταση από ενάρξεως της εταιρίας του βιβλίου εσόδων και εξόδων. Ωστόσο, από την υποβολή του ως άνω αιτήματος, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, δεν εξειδίκευσε επαρκώς με την ημερομηνία έκδοσης και τυχόν άλλα στοιχεία τους (αριθμούς κ.λπ.) τα ως άνω έγγραφα των οποίων ζητούσε την επίδειξη, ούτε ανέφερε πλήρως το περιεχόμενό τους. Κατά συνέπεια σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και δεδομένου ότι δεν προσδιορίσθηκαν επακριβώς κατά στοιχεία και περιεχόμενο τα προς επίδειξη έγγραφα, η σχετική αίτηση κρίνεται απορριπτέα ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη, και επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ουδόλως έσφαλε αλλά ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε”. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο και ειδικότερα με το να απορρίψει, με την αιτιολογία που προαναφέρθηκε, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας, το ως άνω αίτημα του αναιρεσείοντος, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, και συνεπώς ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, επικουρικώς, για την περίπτωση απορρίψεως του προηγούμενου λόγου αναίρεσης, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 9γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να αποφανθεί επί αιτήματος επιδείξεως εγγράφων, που επανυποβλήθηκε με τις προτάσεις του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφήνοντας έτσι το αίτημά του αυτό αδίκαστο. Από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε με τις ως άνω προτάσεις του αίτημα επιδείξεως εγγράφων, με το ακόλουθο περιεχόμενο: “Γ) ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ. Να υποχρεωθούν οι ενάγοντες με απόφασή σας μη οριστική στην προσκόμιση εγγράφων που κατέχουν εις χείρας τους, εφόσον κατά τους ισχυρισμούς τους η εταιρεία τους είναι ενεργός και συγκεκριμένα: 1) Τη θεωρημένη μηνιαία κατάσταση Εσόδων – Εξόδων της εταιρείας τους, από ενάρξεως λειτουργίας αυτής. 2) Την αναλυτική κατάσταση από ενάρξεως της εταιρείας τους του βιβλίου εσόδων – εξόδων της εταιρείας τους, τα οποία και μόνο αποδεικνύουν αν έγιναν ή όχι όσες δαπάνες επικαλούνται άλλως να απορριφθεί η αγωγή τους και ουσία ως αναπόδεικτη αλλά και νόμω, εφόσον δεν δύναται εταιρεία να ζητά δαπάνες, μη καταχωρημένες προηγουμένως στα βιβλία της. 3) Ολόκληρα τα σώματα των δανειακών συμβάσεων που επικαλούνται ώστε να προκύπτουν ο σκοπός λήψης, τα άτομα και ο χρόνος λήψης. 4) Τις εξοφλητικές αποδείξεις που αντιστοιχούν σε όλα τα επί πιστώσει τιμολόγια της ένδικης αγωγής τους, άλλως απόρριψη της αγωγής τους και 5) Να υποχρεωθούν οι ενάγοντες με απόφασή σας μη οριστική στην προσκόμιση εγγράφου που μόνον αυτοί ως έχοντες έννομο συμφέρον μπορούν με αίτησή τους να ζητήσουν και λάβουν από τον συγκεκριμένο φορέα προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι δήθεν μπήκαν στον Τειρεσία λόγω σφράγισης από εμένα των ένδικων επιταγών και δήθεν έπαθαν βλάβη εξ αυτής της αιτίας, και το οποίο έγγραφο, παρότι από την έναρξη της δίκης από το 2007 το ζητώ επίμονα, κανένα έγγραφο χρόνια τώρα δεν προσκομίζουν που να πιστοποιεί τον ισχυρισμό τους, τούτο δε καθιστά την ένδικο αγωγή αναπόδεικτη και απορριπτέα”. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν αποφάνθηκε επί του ως άνω αιτήματος, πλην, όμως, η μη απάντησή του στο αίτημα αυτό, δεν θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9γ’ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, δεδομένου ότι και το αίτημα αυτό, ήταν, επίσης, απορριπτέο ως απαράδεκτο, καθόσον μεν αφορά στη θεωρημένη μηνιαία κατάσταση Εσόδων – Εξόδων της ενάγουσας – αναιρεσίβλητης εταιρείας και στην αναλυτική κατάσταση του βιβλίου εσόδων – εξόδων αυτής, για τους ίδιους λόγους, που αναφέρθηκαν παραπάνω σε σχέση με τα εν λόγω έγγραφα, καθόσον αφορά στα σώματα των δανειακών συμβάσεων και στο έγγραφο καταχώρησης των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, διότι τόσο η πρωτόδικη απόφαση, όσο και η προσβαλλόμενη, δεν διέλαβαν στο αιτιολογικό τους παραδοχές σχετικά με την κατάρτιση δανειακών συμβάσεων από τους αναιρεσίβλητους και καταχώρησής τους στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, που να στηρίζουν το διατακτικό τους, ώστε ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον, τόσο για την υποβολή του ως άνω αιτήματος ενώπιον του Εφετείου, όσο και για την προβολή της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, ανεξαρτήτως του ότι, καθόσον αφορά στο δεύτερο έγγραφο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, οι αναιρεσίβλητοι δεν κατέχουν το έγγραφο αυτό και τέλος, καθόσον αφορά στις εξοφλητικές αποδείξεις που αντιστοιχούν σε όλα τα επί πιστώσει τιμολόγια της ένδικης αγωγής, επίσης ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι η εξόφληση των εκδοθέντων τιμολογίων επί πιστώσει δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αξιώσεως προς αποζημίωση της τέταρτης αναιρεσίβλητης, αρκούσης της ανάληψης υποχρέωσης προς εξόφληση αυτών εκ μέρους της τελευταίας.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η από 16-3-2015 αίτηση αναίρεσης και οι από 10-11-2015 πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της υπ’ αριθμ. 256/2014 απόφασης το Μονομελούς Εφετείου Θράκης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), οι οποίοι παραστάθηκαν με την ίδια πληρεξούσιο δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-3-2015 αίτηση αναίρεσης και τους από 10-11-2015 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της υπ’ αριθμ. 256/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ