Παλαιά σπίτια, ακόμη και 30 ετών καθώς και εμβαδού κάτω από 110 τετραγωνικά μέτρα, επέλεξαν να αγοράσουν οι Ελληνες το 2016. Η οικονομική δυσπραγία και η έλλειψη χρηματοδότησης από τις τράπεζες αναγκάζει τους αγοραστές να αναζητούν καλές επενδυτές ευκαιρίες στα μεταχειρισμένα ακίνητα, τα οποία και ανακαινίζουν.
Η πανελλαδική έρευνα της εταιρείας κτηματομεσιτικών γραφείων RE/MAX, καταγράφει το προφίλ του Ελληνα αγοραστή ο οποίος πέρυσι στην συντριπτική του πλειοψηφία επέλεξε να αποκτήσει κατοικία, εγκαταλείποντας τις επενδύσεις σε γραφεία, καταστήματα, οικόπεδα κ.λπ. Το γεγονός και μόνο ότι πάνω από εννέα στις δέκα συναλλαγές αφορούσαν σε σπίτια, δείχνει ότι οι αγοραστές δίνουν χρήματα είτε για να καλύψουν τις ανάγκες τους είτε για να τα μισθώσουν και να έχουν ένα σταθερό εισόδημα.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της γνωστής αλυσίδας, μπήκε «φρένο» στην παρατεταμένη ύφεση των τελευταίων ετών με την κτηματαγορά να εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης παρά τις οικονομικές αβεβαιότητες. Η RE/MAX επικαλείται στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν αύξηση 25% το 2015 σε σύγκριση με το 2014 στις αγοραπωλησίες ακινήτων, ενώ και πέρυσι η τάση ήταν ανοδική.
Οι τιμές των κατοικιών υποχώρησαν οριακά το 2016 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σε εθνικό επίπεδο, οι τιμές των μεταχειρισμένων ακινήτων μειώθηκαν κατά μέσο όρο 2,3% , ενώ των νέων ακινήτων δεν παρουσίασαν ιδιαίτερη μεταβολή (0,2%). Στην περιοχή της Αττικής στα μεταχειρισμένα σημειώθηκε μικρή πτώση 0,6%, ενώ αντίθετα στα νέα ακίνητα καταγράφηκε αύξηση 2,2%. Στη Θεσσαλονίκη η πτώση στα μεταχειρισμένα κατά μέσο όρο ήταν 3,2%, ενώ στα νέα ακίνητα οι τιμές επίσης μειώθηκαν κατά 4,8%. Για την υπόλοιπη χώρα στα μεταχειρισμένα σημειώθηκε άνοδος κατά μέσο όρο 3,3% και στα νέα ακίνητα επίσης άνοδος κατά 1,6%.
Αναφορικά με το προφίλ των αγοραστών, τα κυριότερα στοιχεία είναι:
Σε όλη τη χώρα περίπου το 85% των πωληθέντων ακινήτων ήταν κατοικίες (διαμερίσματα & μονοκατοικίες/μεζονέτες), ενώ τα οικόπεδα καθώς και τα επαγγελματικά ακίνητα είχαν μικρά μερίδια (ποσοστό 6% και 9% αντίστοιχα). Στην Αττική το 78% των πωληθέντων ακινήτων ήταν κατοικίες. Τα οικόπεδα-αγροτεμάχια έφθασαν μόλις στο 4%, ενώ η συμμετοχή των επαγγελματικών ακινήτων ανήλθε στο 18%.
Στη Θεσσαλονίκη οι αγοραπωλησίες επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά (96%) στις κατοικίες και το υπόλοιπο 4% σε επαγγελματικά ακίνητα.
Προτιμήθηκαν παλαιές κατοικίες (άνω της πενταετίας) σε ποσοστό 92%, έναντι των νεόδμητων και νέων (μέχρι πενταετίας) που ήταν μόλις το 8%. Έντονο ήταν το ενδιαφέρον για κατοικίες 6 έως 15 ετών (29% του συνόλου), ενώ κυρίαρχη τέλος στις προτιμήσεις των αγοραστών αναδείχθηκε η κατηγορία των παλαιών άνω των 30 ετών (40%).
Στην Αττική, πάνω από ένα στα δύο ακίνητα (58%) που πωλήθηκαν ήταν παλαιά (άνω 25ετίας). Τα νεόδμητα μαζί με τα νέα (έως 5ετίας), συγκέντρωσαν μόνο το 4% των προτιμήσεων, ενώ αυτά με ηλικία 6 έως 15 ετών συγκέντρωσαν περίπου το 1/5 των προτιμήσεων (18%). Τέλος, για την ενδιάμεση κατηγορία ακινήτων ηλικίας 16 έως 25 ετών, το ποσοστό προτίμησης ανήλθε επίσης στο 20%, δηλαδή 1 στα 5.
Στη Θεσσαλονίκη στην κορυφή των προτιμήσεων βρίσκονται οι κατοικίες άνω της 25ετίας με ποσοστό 52%, δηλαδή οι μισές από τις κατοικίες που συναλλάσσονται ενώ ένα στα έξι ήταν έως 10ετίας (16%) και το υπόλοιπο ποσοστό 32% αφορούσε ακίνητα 10 έως 25 ετών.
Μεσαία σπίτια
Στην Αττική προτιμήθηκαν από τους μισούς περίπου αγοραστές (46%) οι μεσαίες κατοικίες (δηλαδή εμβαδού 71-110τ.μ.), οι μικρές κατοικίες (1-50τ.μ. και 50-70τ.μ.) από το ένα τρίτο περίπου (29%), ενώ όλες σχεδόν οι υπόλοιπες κατηγορίες κινήθηκαν κάτω από το 10%.
Στη Θεσσαλονίκη η κατηγορία με την μεγαλύτερη απήχηση, ήταν από 71-90 τ.μ. που την προτίμησαν σχεδόν 3 στους 10 αγοραστές, με δεύτερη επιλογή (17%) τα διαμερίσματα 51-70τ.μ. ενώ ένα ποσοστό 17% στράφηκε σε μεγάλες κατοικίες άνω των 150 τ.μ.
Η πρόβλεψη για την ελληνική αγορά ακινήτων το επόμενο χρονικό διάστημα είναι συγκρατημένα αισιόδοξη. Και αυτό οφείλεται στους εξής παράγοντες: Πρώτον, η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια σταθεροποίησης αλλά και προοπτικές ανάπτυξης. Ακολούθως, παρατηρείται έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό αλλά και αύξηση της ζήτησης από την εγχώρια αγορά, καθώς οι τιμές των ακινήτων έχουν φτάσει σε ένα ιδιαίτερα ελκυστικό επίπεδο και το ακίνητο εξακολουθεί να αποτελεί μία αξιόπιστη επιλογή για επένδυση, σε συνδυασμό μάλιστα με τη διάθεση των τραπεζών για αύξηση των χορηγούμενων στεγαστικών δανείων.