Ανατροπή στην πρόσφατη νομολογία για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο φέρνει νέα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αρ.663/2017), η οποία απέρριψε την αγωγή δανειοληπτών κατά της πιστώτριας τράπεζας. Σύμφωνα με την απόφαση, ο γενικός όρος της δανειακής
σύμβασης που προβλέπει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, δηλαδή σε ελβετικό φράγκο (CHF), είτε σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της καταβολής, δεν υπόκειται καθόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας, με το σκεπτικό της εφαρμογής του άρθρου 291 ΑΚ (δικαίωμα του οφειλέτη να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο πληρωμής). Ακολουθούν τα συμπεράσματα της απόφασης:
«α) Ο αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας του όρου 4.1 παρ. 3 της ένδικης υπ’ αρ. …/05.06.2007 σύμβασης στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα ως καταχρηστικού, λόγω υπαγωγής του στη ρυθμιστική εμβέλεια των παρ. 2, 6, 7 περ. ε’ και ια’ του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, δεν ερείδεται στο νόμο και πρέπει να απορριφθεί, συμπαρασύροντας σε απόρριψη για την ίδια αιτία και τα, άμεσα συναρτώμενα με αυτόν, αντίστοιχο σκέλος του υπό στοιχείο α’ αυτοτελούς αιτήματος, καθώς και υπό στοιχείς, β’ και γ’ λοιπά αυτοτελή αιτήματα, το τελευταίο εκ των οποίων, έχον αντικείμενο την αναγνώριση του υπόλοιπου του οικείου δανείου σε συγκεκριμένο ποσό ελβετικών φράγκων σε δεδομένη ημερομηνία, στερείται, σε κάθε περίπτωση, νομικής βασιμότητας για τον πρόσθετο λόγο ότι έγκειται σε αναγνώριση πραγματικής κατάστασης και όχι έννομης σχέσης, όπως επιτάσσει το άρθρο 70 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1192/2007 και ΕφΛαμ 24/2015, αμφότερες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ Νόμος).
Ειδικότερα, οι ενάγουσες διατείνονται ότι ο συγκεκριμένος γενικός όρος της επίδικης δανειακής σύμβασης, που προβλέπει ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώνει τις απορρέουσες από το οικείο συμβατικό πλαίσιο υποχρεώσεις του προς την εναγόμενη τράπεζα, είτε στο νόμισμα της χορήγησης, δηλαδή σε ελβετικό φράγκο (CHF), είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης (ισοτιμία) αυτού (του ελβετικού φράγκου) κατά την ημέρα της καταβολής, εξαγόμενη τούτη από τη διατραπεζική αγορά συναλλάγματος και προσδιοριζόμενη, αναγκαίως, σε υψηλότερο επίπεδο από την τιμή που η εν λόγω τράπεζα πωλεί το ελβετικό φράγκο κατά το ημερήσιο δελτίο της τιμών συναλλάγματος, είναι, κατά το δεύτερο σκέλος, αντίθετος προς τις καθοδηγητικές αρχές της διαφάνειας και της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση της τελευταίας προμηθεύτριας, οι οποίες εξάγονται από τον κατάλογο των per se απαγορευτικών ρητρών της παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, αλλά και από την παρ. 6 του ίδιου άρθρου.
Εν τούτοις, ο όρος αυτός, κατά το συγκεκριμένο σκέλος του δεν υπόκειται διόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας, σύμφωνα με τελολογική συστολή της ρυθμιστικής εμβέλειας της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συνακόλουθα, και της εξειδικεύουσας αυτή παρ. 7 του ίδιου άρθρου), υπαγορευόμενη από σύμφωνη με το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές» (της οποίους την ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο αποτελεί ο ως άνω νόμος) και το άρθρο 13 του Προοιμίου αυτής ερμηνεία της καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ανήκει στα «naturalia negotib» της ένδικης σύμβασης, ως δηλωτικός της διάταξης του ημεδαπού ενδοτικού δικαίου του άρθρου 291 του ΑΚ, την οποία και επαναλαμβάνει αυτούσια στο πλαίσιο του ίδιου ρυθμιστικού προτύπου του εθνικού νομοθέτη (βλ. κατά συνδυαστική θεώρηση, τα εκτιθέμενα στις υπό στοιχεία I έως IV νομικές σκέψεις της παρούσας και, ιδίως, τις παραδοχές της εξ αυτών υπό στοιχείο III).
Πιο επισταμένα, ο ως άνω υπό κρίση — 4.1 παρ. 3 όρος της ένδικης σύμβασης, δεδομένης της ρητής επιλογής των σε αυτή συμβαλλόμενων διαδίκων μερών περί έκφρασης τόσο του δανείσματος όσο και τον τοκοχρεολυτικών δόσεων αποπληρωμής του σε ελβετικά φράγκα, και της εξ αυτής εξαγωγής μίας μόνο χρηματικής αντιπαροχής σχετικά με την τοκοχρεολυτική εξόφληση του δανείου, τούτης στο εν λόγω αλλοδαπό νόμισμα, παρέχει στις ενάγουσες τη διαζευκτική ευχέρεια («facultas alternativa») να εξοφλούν εκάστη δόση στην ημεδαπή σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης (ισοτιμία) του ελβετικού φράγκου κατά την ημέρα της αντίστοιχης καταβολής. Το δε άρθρο 291 του ΑΚ, ορίζοντας επί λέξει ότι «όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής», ως διάταξη ενδοτικού εθνικού δικαίου («αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο»), θέτει ακριβώς την ίδια διαζευκτική ευχέρεια, και συνάμα καθοδηγητική κατευθυντήριο, με αντικείμενο την αποπληρωμή της επίδικης συμφωνηθείσας σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε ελβετικό φράγκο, χρηματικής οφειλής, περιοδικά κατά μήνα και εις βάθος του συμφωνηθέντος χρόνου, με βάση την αξία του συγκεκριμένου ξένου νομίσματος στην ημεδαπή, κατά το χρόνο εκάστης πληρωμής, με συνέπεια να καθίσταται για την εξόφληση κρίσιμος όχι ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής, και η ως τότε τυχόν άνοδος ή πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος να αποβαίνει σε βάρος ή σε όφελος, αντίστοιχα, του οφειλέτη (βλ. τα γινόμενα δεκτά στην υπό στοιχείο VI μείζονα πρόταση της παρούσας).
Επιπλέον, ο ανωτέρω επίμαχος όρος δεν εμφανίζει ατυπικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τη νομοτυπική μορφή για την οποία ισχύει ο τιθέμενος από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ κανόνας ενδοτικού δικαίου, καθότι ο τελευταίος εντάσσεται στο γενικό ενοχικό δίκαιο, καταλαμβάνει κάθε χρηματική ενοχή, ανεξάρτητα από το αν στηρίζεται στο νόμο ή σε σύμβαση και, στη δεύτερη περίπτωση, ανεξάρτητα από το στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της σύμβασης και τον τύπο στον οποίο αυτή υπάγεται, και σχετίζεται μόνο με τον όρο της συναλλαγματικής ισοτιμίας που αφορά την καταβολή της οφειλόμενης χρηματικής παροχής, χωρίς να θέτει ειδικές προϋποθέσεις για τον τρόπο προσδιορισμού αυτής, προσιδιάζοντας, έτσι, σαφώς και στη σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου, όπως είναι και η προκείμενη, με την οποία νόμιμα συνομολογήθηκε οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, μετά την πλήρη απελευθέρωση της παροχής πιστώσεων και πληρωμών σε ξένο νόμισμα, με βάση ιδίως τα Π.Δ. 96/1993 και 104/1994, τις ΠΔ/ΤΕ 2303/16.05.1994, 2325/02.08.1994 και 2342/24.11.1994, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. της ΣΛΕΕ και 5 παρ. 1 του ν. 2842/2000 (βλ. τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και την ΠΠρΘεσ/κης 2134/2016, αδημ.).
Ως εκ των ανωτέρω, επομένως, καθίσταται σαφές ότι ο επίμαχος όρος 4.1 παρ. 3 της ένδικης σύμβασης δεν εισάγει απόκλιση από τη διάταξη του άρθρου 291 του ΑΚ, δεν τη συμπληρώνει ή τη διαφοροποιεί ως προς το οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο, καταλείποντας τον προσδιορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην εναγόμενη τράπεζα, αλλά την επαναλαμβάνει αυτούσια, ρυθμίζοντας συναλλαγή σε αλλοδαπό νόμισμα υπό το αυτό ρυθμιστικό πρότυπο στο οποίο απέβλεπε ο εθνικός νομοθέτης όταν τη θέσπιζε.
Περαιτέρω, η επίδικη σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο (CHF) δεν νοείται ως δανειακή σύμβαση με ρήτρα ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος ή, κατά διαφορετική εκδοχή, σύμβαση με ρήτρα αξίας ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, περιπτώσεις στις οποίες δεν εφαρμόζεται το άρθρο 291 του ΑΚ (για τη διάκριση των δύο συγκεκριμένων εννοιών, βλ. τα αναπτυσσόμενα στην υπό στοιχείο VII μείζονα πρόταση της παρούσας). Και τούτο, διότι, όπως προκύπτει από το σώμα του ενδίκου συμβατικού κειμένου, το οποίο ενσωματώνεται αυτούσιο στο κρινόμενο Εισαγωγικό δικόγραφο: i) το οικείο δάνειο μεταξύ των συμβαλλόμενων διαδίκων μερών συμφωνήθηκε ρητά στο ως άνω αλλοδαπό νόμισμα (CHF) με κυμαινόμενο επιτόκιο με βάση το επιτόκιο Libor και χαμηλό επιτοκιακό spread (περιθώριο κέρδους) υπέρ της εναγόμενης τράπεζας, παράμετροι που προσιδιάζουν σε δάνειο σε τέτοιο συνάλλαγμα, οπότε επιστρεπτέο τοκοχρεολυτικά κατέστη το δάνεισμα στο ξένο αυτό νόμισμα, κατά συνομολογηθείσα χρηματική αντιπαροχή των εναγουσών, με ρητώς προβλεφθείσα, στον επίμαχο όρο 4.1 παρ. 3, διαζευκτική ευχέρεια τους να καταβάλουν το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ, κατ’ επανάληψη της ΑΚ 291, ενώ, σε κάθε περίπτωση, με δεδομένο πως το δάνειο (υπό την εκδοχή της κατάρτισης του ως παραδοτικής σύμβασης) συντελείται δια της περιέλευσης του δανείσματος από την περιουσία του δανειοδότη σε αυτή του δανειολήπτη με οποιονδήποτε ισοδύναμο της μεταβίβασης της κυριότητας οικονομικό τρόπο, στην ένδικη βιοτική περίσταση δεν ήταν αναγκαία η υλοποίηση της σύμβασης εκ μέρους της εναγόμενης με την πραγματική εισαγωγή τραπεζικών γραμματίων ελβετικού φράγκου, αλλά μπορούσε αυτή να χορηγήσει το σε αυτά εκφρασθέν δάνεισμα με τη μορφή λογιστικού χρήματος, προελθόντος είτε από την άντληση κεφαλαίων του συγκεκριμένου νομίσματος από τη χρηματαγορά είτε από δανεισμό της στη διατραπεζική αγορά του ελβετικού φράγκου (βλ. Γιοβαννόπουλο. Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ2014, σελ. 654 και 655), ii) η εκταμίευση του δανείσματος έγινε σε ελβετικά φράγκα, τα οποία στη συνέχεια μετατράπηκαν σε ευρώ και πιστώθηκαν σε έτερο λογαριασμό ταμιευτηρίου των εναγουσών. κατόπιν σχετικής επιθυμίας αυτών κατ’ εφαρμογή σχετικού όρου (2 παρ. 2 και 3), ο δε λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου τηρείται σε συνάλλαγμα ελβετικών φράγκων, κατά κεφάλαιο και τόκους (2 παρ. 3 εδ. τελευτ.), ενώ και η αποπληρωμή του δανείου γίνεται ομοίως στο ίδιο συνάλλαγμα, καθώς έκαστη καταβολή της πρώτης ενάγουσας πιστούχου πραγματοποιείται μεν σε ευρώ, αλλά πιστώνεται κατά μετατροπή του οικείου ποσού σε ελβετικά φράγκα στο λογαριασμό εξυπηρέτησης του δανείου σε συνάλλαγμα, ουδόλως δε οι εν προκειμένω επιτιθέμενες διάδικοι επικαλούνται ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε άλλη μετατροπή ή μεταγενέστερη συμφωνία που να καθιστά την εξόφληση της ένδικης οφειλής τους πληρωτέα σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο.
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι τα διάδικα μέρη επέλεξαν ρητώς και σαφώς κατά τη συνομολόγηση της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου, ως νόμισμα έκφρασης και τοκοχρεολυτικής αποπληρωμής του δανείσματος το ελβετικό φράγκο, με συνεπακόλουθο, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο επίμαχος όρος αυτής 4.1 παρ. 3 εγκαθιδρύει διαζευκτική ενοχή, συνιστάμενη στην αποπληρωμή της κατά μήνα οφειλόμενης δόσης είτε στο συγκεκριμένο αλλοδαπό νόμισμα είτε σε ευρώ, να χωρεί και πάλι η εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση της ΑΚ 291 σύμφωνα και με την προσέγγιση που υιοθετείται από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, ότι, εφόσον συμφωνηθεί μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων πληρωμή διαζευκτικά είτε με ξένο είτε με εγχώριο νόμισμα, η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει εφαρμογής εάν έγινε επιλογή του αλλοδαπού νομίσματος (βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Αθήνα 2004, παρ. 11, αρ, 47, υποσημ. 33, σελ. 642· Ταμπάκη, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, ΕρμΑΚ, Τόμος I – Γενικές Αρχές, άρθρο 291, παρ. 9, σελ. 50 και Κοντογεωργακόπουλο, σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, Τόμος I, Αθήνα 2010, άρθρο 291, παρ. 11, σελ. 564).
Προσέτι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό ιστορικό, η ένδικη σύμβαση συνιστά καταναλωτική σύμβαση στεγαστικού δανείου, η δε ενσωμάτωση του ως άνω επίμαχου Γ.Ο.Σ. στο κείμενο της δεν αλλοιώνει τη συγκεκριμένη νομική φύση της, ώστε δι’ αυτής να μην επιδιώκονται καθαρά δανειοδοτικοί σκοποί κατ’ απόκλιση από το συμβατικό πρότυπο του δανείου, και η ίδια να προσλαμβάνει χαρακτήρα επενδυτικής υπηρεσίας, με συνέπεια να μην ενεργοποιείται για τον εν λόγω Γ.Ο.Σ. η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Τούτο, διότι, με βάση τα αναπτυσσόμενα στο κρινόμενο εισαγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά, σκοπός των εναγουσών ήταν η λήψη δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου, όπως απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επενδυτικής υπηρεσίας κατά τα άρθρα 4 παρ. 1,19 παρ. 4, 5 και 9 της Οδηγίας /2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων («Οδηγία MiFID»), ενώ στο αγωγικό ιστορικό δεν γίνεται επίκληση δέσμευσης κεφαλαίων επί σκοπώ της επερχόμενης αύξησης αυτών και εισροής νέων, ούτε δημιουργίας μεταξύ των διαδίκων ταμειακών ροών ή πραγματικών συναλλαγών σε ξένο νόμισμα προς απόληψη περαιτέρω οικονομικού κέρδους από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο επενδυτική εκμετάλλευση του δανείσματος(βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 03.12.2015 επί της υπόθεσης υπ’ αρ. C-312/14, Banif Plus Bank Zrt. vs. Marton και Martonne Lantos, κατά την οποία το άρθρο 4 παράγραφος I σημείο 2 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ έχει την έννοια ότι δεν αποτελούν επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα κατά τη διάταξη αυτή ορισμένες πράξεις συναλλάγματος, τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δυνάμει ρητρών συμβάσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό του ποσού του δανείου βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά τον χρόνο της αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων και στον καθορισμό των ποσών των μηνιαίων δόσεων βάσει της τιμής πώλησης του εν λόγω ξένου νομίσματος που ισχύει κατά τον υπολογισμό κάθε μηνιαίας δόσης.
Εξάλλου, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο επίμαχος όρος 4.1 παρ. 3 ήταν καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, τότε το αντίστοιχο κενό που θα ανέκυπτε στην επίδικη σύμβαση θα έπρεπε να πληρωθεί, κατά πρόταξη του ενδοτικού δικαίου της συμπληρωτικής ερμηνείας, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα και ορθή άποψη (βλ. τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο V μείζονα πρόταση της παρούσας), και πάλι με την εφαρμογή της ΑΚ 291, ως της πρότυπης ρύθμισης του ημεδαπού εθνικού δικαίου που αρμόζει απόλυτα στην ένδικη συμβατική σχέση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, και με την οποία ο εθνικός νομοθέτης εγγυάται την ισόρροπη κατανομή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών.
Η εφαρμογή, μάλιστα, του εθνικού κανονιστικού προτύπου για την πλήρωση κενού μίας καταναλωτικής σύμβασης, το οποίο αναφύεται λόγω της κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994 ακυρότητας ενός καταχρηστικού όρου που εμφιλοχώρησε σε αυτή, ανεξαρτήτως του ότι το αποτέλεσμα που θα έχει η εφαρμογή του ενδοτικού δικαίου κρίνεται ανεπιεικές για τον καταναλωτή, προκρίνεται και από την ενωσιακή νομολογία, με έρεισμα την παραδοχή ότι οι εθνικοί κανόνες κατά τεκμήριο δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες και, ως εκ τούτου, ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τους εφαρμόσει και όχι να τροποποιήσει το ίδιο το περιεχόμενο του άκυρου όρου μέσω συμπληρωτικής ερμηνείας της σύμβασης (βλ. τα αναπτυσσόμενα στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη της παρούσας και ΔΕΕ, απόφαση της 30.04.2014 επί της υπόθεσης υπ’ αρ. C -26/2013, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai vs. OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 76, 78, 80 και 81, και απόφαση της 14.06.2012 επί της υπόθεσης υπ’ αρ. C-618/10, Banco Espanol de Credito SA vs. Joaquin Calderon Camino σκέψεις 65, 69, 70 και 73, ΤΝΠ Eur-Lex).
Ακόμα, όμως, και αν γινόταν αποδεκτή η πρόκριση της συμπληρωτικής ερμηνείας προς κάλυψη του κενού που θα κατέλειπε ο υποτιθέμενος ως άκυρος όρος 4.1 παρ. 3 στην επίδικη σύμβαση, τότε κατ’ αυτή, με έρεισμα κυρίως στον κανόνα της διάταξης του άρθρου 200 του ΑΚ, θα έπρεπε να αναζητηθεί η ρύθμιση την οποία θα έθεταν τα μέρη (και όχι οποιοσδήποτε τρίτος ή ο Δικαστής, κατά διάκριση από την καθαρά αντικειμενική ερμηνεία), σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, εάν αντιμετώπιζαν εξ αρχής το θέμα, δηλαδή η «υποθετική βούληση» τους ως εγκείμενη στη λύση που θα ήταν για τούτα σύμφωνη με την όλη δικαιοπρακτική ρύθμιση, προς επίτευξη μίας κατά το δυνατόν ισόρροπης κατανομής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αποκλειόμενης, σε κάθε περίπτωση, της διόρθωσης δήλωσης βούλησης επειδή η συναφώς τεθείσα ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται στο συμφέρον κάποιου από τους συμβαλλόμενους.
Η δε προσέγγιση των εναγουσών περί θέσης ως εφαρμοστέας ρήτρας για τη μετατροπή σε ευρώ των οφειλόμενων εκ της ένδικης σύμβασης ποσών σε ελβετικά φράγκα έναντι τοκοχρεολυτικών δόσεων ή ληξιπρόθεσμου δανείσματος, της συναλλαγματικής ισοτιμίας των δυο νομισμάτων που εφαρμόστηκε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανείου, δεν μοιάζει να συνάδει με την ως άνω περιγραφόμενη διαδικασία ερμηνευτικής αναζήτησης μίας συμπληρωτικής λύσης εγκείμενης σε ισόρροπη κατανομή των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σύμφωνα με τη συναλλακτική καλή πίστη, καθώς οδηγεί σε μία μονόπλευρη επιβολή των συμφερόντων των ίδιων εις βάρος των συμφερόντων της εναγόμενης τράπεζας, δια της μετακύλισης ουσιαστικά στην τελευταία του κινδύνου μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενδεχόμενο που τούτη δεν θα αποδεχόταν εξ αρχής, καθώς θα αναλάμβανε, έτσι, το συγκεκριμένο κίνδυνο αφιέμενη σε επιτόκιο οριοθετούμενο με βάση το χαμηλό επιτόκιο Libor και μειωμένο για εαυτήν επιτοκιακό περιθώριο κέρδους (spread), σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στα δάνεια σε ευρώ, τα οποία, ως συνάγεται από τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι συνδεδεμένα με το υψηλότερο επιτόκιο Euribor, το οποίο συναρτάται με μεγαλύτερο επιτοκιακό περιθώριο κέδρους για τις τράπεζες.
β) Κατόπιν της απόρριψης του αγωγικού ισχυρισμού περί ακυρότητας, ως καταχρηστικού, του όρου 4.1 παρ. 3 της ένδικης σύμβασης, ο έτερος αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας, ομοίως λόγω καταχρηστικής φύσης, του άμεσα συνεχόμενου με αυτόν όρου 10.2, καθίσταται απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος των εναγουσών στην προβολή του, συμπαρασύροντας σε απόρριψη για τον ίδιο λόγο και το αντίστοιχο σκέλος του υπό στοιχείο α’ αγωγικού αυτοτελούς αιτήματος με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής.
Ειδικότερα, ο τελευταίος όρος (10.2) συναρτάται άμεσα με τον προαναφερόμενο (4.1 παρ. 3), υπό την έννοια ότι διαλαμβάνει παραδοχή ενημέρωσης των εναγουσών για τον κίνδυνο δυσμενούς για τις ίδιες ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου που αυτός (ο όρος 4.1 παρ. 3) εμπεριέχει, τόσο σε σχέση με το κεφάλαιο του δανείσματος όσο και αναφορικά με το ποσό έκαστης τοκοχρεολυτικής δόσης, και. συνεπώς, ομολογία άρσης της αδιαφάνειας και της αοριστίας του. η οποία αποκλείει, εν πολλοίς, και την αξιολόγηση του ως καταχρηστικού.
Παράλληλα, η ακυρότητα του συγκεκριμένου πρωτεύοντος όρου (4.1 παρ. 3) συνιστά και τον πυρήνα της ένδικης διαφοράς και η αναγνώριση τούτης ερείδει, συναφώς, το άμεσο έννομο συμφέρον των εν λόγω επιτιθέμενων διαδίκων προς έγερση της προκείμενης αγωγής, καθώς αποτελεί επί της ουσίας προϋπόθεση για τον υπολογισμό του δανείσματος και των τοκοχρεολυτικών δόσεων του επίδικου δανείου με την ευνοϊκή για τις ίδιες συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου που εφαρμόσθηκε κατά την ημέρα εκταμίευσης του δανεισθέντος ποσού, η ακυρότητα τούτη, όμως, με έδραση την καταχρηστικότητα, ως αγωγικώς διώκεται, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί από το παρόν Δικαστήριο κατά τα προαναφερόμενα.
Υπό την παραδοχή αυτή, ενδεχόμενη αναγνώριση της ακυρότητας του εν λόγω όρου 10.2 ως καταχρηστικού δεν πρόκειται να οδηγήσει σε επίλυση της προκείμενης μεταξύ των διαδίκων έριδας αναφορικά με τον καθορισμό του ύψους της συναλλαγματικής ισοτιμίας που πρέπει να εφαρμόζεται για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυτικών δόσεων του ένδικου δανείου, καθότι, ακόμα και κριθεί ότι τούτος δεν παράγει οποιαδήποτε ενέργεια, ούτε ως προς τη γνώση και αποδοχή από τις ενάγουσες του συναλλαγματικού κινδύνου ούτε ως προς την ενημέρωση τους για τον κίνδυνο αυτόν από την αντίδικο τους, παραμένει σε κάθε περίπτωση ισχυρός ο προαναφερόμενος, μη δυνάμενος να ελεγχθεί ως προς την καταχρηστικότητα του, όρος 4.1 παρ. 3 της συναλλαγματικής ισοτιμίας της σύμβασης, με βάση τον οποίον εξακολουθούν να υπολογίζονται οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του επίδικου δανείου (βλ. και ΠΠρΘεσ/κης 2134/2016, αδημ.).
Συγκεφαλαιωτικά, λοιπόν, με βάση όλα τα παραπάνω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ως κατά ένα μέρος της νόμω αβάσιμη και κατά το λοιπό μέρος της απαράδεκτη…»