Για την 26η Απριλίου 2017 αναβλήθηκε από το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης που άσκησε τραπεζική υπάλληλος, προϊσταμένη του τμήματος συναλλαγών του υποκαταστήματος Ρόδου της Λαϊκής Τράπεζας, που κρίθηκε ένοχη από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, την 8η Δεκεμβρίου 2015, για άμεση συνέργεια σε απάτη ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που τελέστηκε από πρώην διευθυντή του ίδιου υποκαταστήματος, ο οποίος έχει στο μεταξύ αποβιώσει.
Στην κατηγορούμενη επιβλήθηκε συγκεκριμένα ποινή φυλάκισης 4 ετών με 3ετή αναστολή ενώ της αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Η ίδια και ο πρώην διευθυντής φέρονται συγκεκριμένα στη Pόδο την 30ή Αυγούστου 2003 να έπεισαν επιχειρηματία, που δραστηριοποιείται στη Μεσαιωνική Πόλη, να υπογράψει με τη Λαϊκή Tράπεζα σύμβαση πώλησης και επαναγοράς τίτλων του Eλληνικού Δημοσίου (repos) ονομαστικής αξίας 422.375 ευρώ με ημερομηνία πώλησης την 31η Αυγούστου 2004 και συμφωνηθείσα τιμή 498.402 ευρώ. Δικαιούχοι των repos ήταν ο επιχειρηματίας και η σύζυγός του.
Φέρονται ειδικότερα να παρέστησαν στους ανωτέρω, ψευδώς, ότι επρόκειτο για σύμβαση με την τράπεζα και έκαναν χρήση πλαστών εγγράφων, όμοιων με τα χρησιμοποιούμενα από την τράπεζα, χωρίς η τράπεζα να γνωρίζει για τη σύναψή τους.
Το θύμα φέρεται να κατέβαλε το ποσό των 422.375 ευρώ και όταν εμφανίσθηκε στο κατάστημα Pόδου της Λαϊκής Tράπεζας, την 31η Αυγούστου 2004, για να ζητήσει την επαναγορά των τίτλων, η τράπεζα διαπίστωσε την απάτη και αναγκάσθηκε να τους αποζημιώσει.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μητέρα του φερόμενου ως θύματος της ως άνω υπόθεσης έχει ομοίως προσφύγει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, διεκδικώντας αποζημιώσεις ύψους 1.424.030 ευρώ, από ομόλογα Eλληνικού Δημοσίου, που είχε επενδύσει και τα οποία, όπως υποστηρίζει, έκαναν… φτερά!
Η κατηγορούμενη καταδικάστηκε ειδικότερα για το ό,τι με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώην διευθυντή της τράπεζας ο οποίος στη Ρόδο στις 30 Αυγούστου 2003 έπεισε τον επιχειρηματία να υπογράψει σύμβαση πώλησης και επαναγοράς τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου (REPOS) ονομαστικής αξίας 422.375 ευρώ, με ημερομηνία πώλησης την 31 Αυγούσου 2004 και συμφωνηθείσα τιμή κατά το χρόνο αυτό 498.402 ευρώ και δικαιούχους τον ίδιο και τη σύζυγό του, παριστώντας του ψευδώς, ότι με τη σύμβαση αυτή συνεβάλλετο με την ως άνω Τράπεζα.
Προς το σκοπό αυτό κατήρτισαν εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα, ομοιότυπα με τα γνήσια, που χρησιμοποιεί η τράπεζα, χωρίς να γνωρίζει η τράπεζα, ως νομικό πρόσωπο, τη σύναψη της συγκεκριμένης συμβάσεως.
Τοιουτοτρόπως ο πρώην διευθυντής παρέπεισε και η κατηγορουμένη παρέσχε άμεση συνδρομή στην πράξη ώστε ο επιχειρηματίας να προβεί στη σύναψη της ως άνω συμβάσεως παραστήσαντες σ’ αυτόν ψευδώς, ότι συνεβάλλετο με τη «Λαϊκή Τράπεζα Α.Ε.» με όλες τις εκ της συμβάσεως δεσμεύσεις της, ενώ υπέγραψε πλαστά έγγραφα, που συνέταξε ο πρώην διευθυντής και τα οποία δεν εδέσμευσαν ευθέως, με την ιδιότητα της αντισυμβαλλόμενης, την τράπεζα.
Το χρηματικό ποσό των 422.375 ευρώ, που κατέβαλε ο επιχειρηματίας, αντί να πιστωθεί στον αντίστοιχο λογαριασμό REPOS του ίδιου και της συζύγου του, κατατέθηκε στον τηρούμενο στην τράπεζα, επ’ ονόματι άλλου επιχειρηματία του κλάδου των κατασκευών και αναλήφθηκε σταδιακά, κατά το χρονικό διάστημα από 4 Σεπτεμβρίου 2002 έως 21 Νοεμβρίου 2002 με δελτία ανάληψης που φέρονται υπογεγραμμένα από τον επιχειρηματία αυτόν.
Η ίδια απολογούμενη αρνήθηκε τα όσα της αποδίδονται επισημαίνοντας ότι αποκλειστική ευθύνη για την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά φέρει ο πρώην διευθυντής, που είχε το γενικό πρόσταγμα για όλες τις συναλλαγές του επιχειρηματία με την τράπεζα και ότι η ίδια, όπως κι άλλοι υπάλληλοι, εκτελούσαν τις εντολές του. Διέψευσε εξάλλου ισχυρισμό μάρτυρα κατηγορίας που έφερε τους επιθεωρητές που διενήργησαν έλεγχο για την υπόθεση αυτή να βρήκαν στον ηλεκτρονικό της υπολογιστή το σχέδιο των πλαστογραφημένων repos που χρησιμοποιήθηκε.
Ως συνήγορος υπεράσπισής της παρέστη ο δικηγόρος κ. Σάββας Παυλίδης.
Πηγή:www.dimokratiki.gr