Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε έφεση Παλαιστινίου κατά της πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει την αίτηση πολιτογράφησής του στην Κύπρο. Ο Παλαιστίνιος είχε έρθει στην Κύπρο το 1997 και παρέμεινε ως τις 31.12.2008 με προσωρινή άδεια ως φοιτητής σε ιδιωτικό κολέγιο. Το 2006 υπέβαλε αίτηση
για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει πολιτογράφησης και η αίτησή του απερρίφθη λόγω της προσωρινής φύσεως, ως φοιτητής, της παραμονής του στην Κύπρο. Γίνεται ειδικότερα λόγος στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης περί διαπίστωσης ότι δεν εντάχθηκε επαρκώς στην Κυπριακή κοινωνία, αφού δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα παρά τη μακρόχρονη παραμονή στη Δημοκρατία.
Αναφέρεται περαιτέρω ότι, λόγω της προσωρινότητας της παραμονής του, δεν θα καλύπτετο από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες. Κατά συνέπεια, έτι περαιτέρω, δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται πολιτογράφησή του.
Μεταξύ των λόγων που επικαλέστηκε στην έφεσή του ήταν ότι η απόφαση στερείτο επαρκούς αιτιολογίας και ότι δεν ήταν το προϊόν δέουσας έρευνας.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ως ορθή και εύλογη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου που ναι μεν δέχθηκε ότι οι δοθέντες λόγοι για την απόρριψη του αιτήματος πολιτογράφησης ήταν λακωνικοί, πλην όμως τους χαρακτήρισε σαφείς και τέτοιους που να συμπυκνώνουν την ουσία του πράγματος, ότι δηλαδή η παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο ως φοιτητή ήταν προσωρινής φύσεως και ότι δεν είχε ενσωματωθεί στην Κυπριακή κοινωνία.
Στην κατ’ έφεση δίκη ο παλαιστίνιος πρόσθεσε νέα επιχειρηματολογία λέγοντας ότι ο μεν Έπαρχος Λευκωσίας σε σχετική του έκθεση είχε αναφέρει ότι αυτός ομιλεί ελάχιστα στην Ελληνική, αλλά δείχνει να προσαρμόζεται στα ήθη και έθιμα του τόπου, ενώ ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε αναφέρει σε δική του έκθεση ότι ο εφεσείων δεν μιλά ελληνικά, ούτε δείχνει να προσαρμόζεται στα ήθη και τα έθιμα του τόπου.
Η επίκληση από τον Υπουργό Εσωτερικών, ισχυρίζεται ο εφεσείων, δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων, όπως τις χαρακτήρισε, θέσεων, υποδηλώνει ότι επρόκειτο για αναιτιολόγητη απόφαση, αλλά και για απόφαση που ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα, ισχυρισμός που αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι αυτά τα επιμέρους επιχειρήματα δεν τέθηκαν πρωτοδίκως ώστε να εξεταστούν πρωτογενώς αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι «αιτιολογία δόθηκε, λακωνική μεν, πλην σαφής και αναφερόμενη στην ουσία του πράγματος (βλ. Σιαμμάς ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 569, 574) η οποία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου ώστε να μην καταλείπεται καμιά αμφιβολία ή ασάφεια. Δεν έχουν σημασία οι διαφορές στις αξιολογήσεις του ενός ή του άλλου κρατικού λειτουργού για το βαθμό γνώσης της γλώσσας. Εκείνο που έχει σημασία σε σχέση με την ουσιαστική προϋπόθεση που, όπως προκύπτει λήφθηκε υπόψη πέραν των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 111 του Νόμου, ήταν ότι ο εφεσείων δεν εντάχθηκε επαρκώς στην κυπριακή κοινωνία, στοιχείο που αποτέλεσε το υπόβαθρο της επίδικης απόφασης. Είναι δε καθοριστικό ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε την ευρύτατη εξουσία του χωρίς να αποδίδεται κακή πίστη στη διοίκηση».
Το δικαστήριο απέρριψε για τους λόγους αυτούς την έφεση επιδικάζοντας και €2500 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα. (πηγή: cylaw.com)