Το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο καταδίκασε σήμερα την Ελλάδα για trafficking και καταναγκαστική εργασία, μετά από εξέταση προσφυγής εργατών από το Μπανγκλαντές που εργάζονταν σε καλλιέργειες φράουλας της Μανωλάδας.
Το δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει, σε κάθε έναν από τους 42 αιτούντες, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στην αρχική τότε δίκη στο ελληνικό κακουργιοδικείο, 16.000 ευρώ, και σε κάθε έναν από τους άλλους αιτούντες 12.000 ευρώ για το σύνολο της ζημίας που υπέστησαν, καθώς και 4.363,64 ευρώ σε όλους τους αιτούντες για τα έξοδα και τις δαπάνες της δίκης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε το άρθρο 4, παρ. 2, της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (περί απαγόρευσης της καταναγκαστικής εργασίας), λόγω της αποτυχίας του κράτους να εκπληρώσει τις θετικές υποχρεώσεις που υπέχει από τη διάταξη αυτή, δηλαδή την πρόληψη, την εμπορία ανθρώπων, την προστασία των θυμάτων, τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με τα αδικήματα και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους για τη διακίνηση.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι προσφεύγοντες ήταν 42 υπήκοοι Μπαγκλαντές που ζουν στην Ελλάδα. Δεν είχαν άδεια εργασίας όταν προσλήφθηκαν μεταξύ του Οκτωβρίου του 2012 και του Φεβρουαρίου του 2013 για να μαζεύουν φράουλες σε αγρόκτημα στη Μανωλάδα. Τους είχαν υποσχεθεί μισθό των 22 ευρώ για επτά ώρες εργασίας και τρία ευρώ επιπλέον για κάθε ώρα υπερωρίας. Δούλευαν καθημερινά από τις 7:00 έως τις 19:00, υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Οι εργοδότες τους τούς είχαν προειδοποιήσει ότι θα πληρώνονταν μόνο αν συνέχιζαν να εργάζονται. Οι αιτούντες ζούσαν σε πρόχειρα παραπήγματα, χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό.
Τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2013, οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία, ζητώντας την καταβολή των απλήρωτων ημερομισθίων τους, αλλά χωρίς επιτυχία.
Τελικά, στις 17 Απριλίου 2013, οι εργοδότες που προσέλαβαν άλλους εργάτες από το Μπανγκλαντές. Φοβούμενοι ότι δεν θα πληρώνονταν, 100 έως 150 εργαζόμενοι την περίοδο 2012-2013 άρχισαν να κινούνται προς την κατεύθυνση των δύο εργοδοτών, προκειμένου να ζητήσουν τους μισθούς τους. Ένας από τους ένοπλους φρουρούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας σοβαρά 30 εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων ήταν και 21 από τους αιτούντες. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν, αρχικά, στο νοσοκομείο και στη συνέχεια ανακρίθηκαν από την αστυνομία.
Οι δύο εργοδότες, μαζί με τον φρουρό που είχε ανοίξει πυρ και έναν ένοπλο επιστάτη, συνελήφθησαν και δικάστηκαν για απόπειρα φόνου – κατηγορία που στη συνέχεια έγινε πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών – καθώς επίσης και για εμπορία ανθρώπων. Με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2014, το ελληνικό Κακουργιοδικείο τους απάλλαξε από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και καταδίκασε τον ένοπλο φρουρό και έναν από τους εργοδότες για σοβαρές σωματικές βλάβες και παράνομη χρήση πυροβόλων όπλων, με ποινές φυλάκισης που μετατράπηκαν σε χρηματική ποινή.
Το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισημαίνει ότι τα ελληνικά δικαστήρια ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την έννοια της εμπορίας ανθρώπων με πολύ περιοριστικό τρόπο, ταυτίζοντας την με τη δουλεία. Ωστόσο, η κατάσταση των προσφευγόντων δεν ισοδυναμεί με δουλεία. Η διαφορά μεταξύ της δουλείας και της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας έγκειται στην αίσθηση των θυμάτων ότι η κατάστασή τους ήταν μόνιμη και ότι η κατάσταση ήταν απίθανο να αλλάξει. Εν προκειμένω, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να βιώσουν αυτό το συναίσθημα, με την έννοια ότι ήταν όλοι τους εποχικοί εργαζόμενοι. Τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, και ιδιαίτερα τις συνθήκες εργασίας των προσφευγόντων, έδειξε σαφώς ότι περιήλθαν σε εμπορία ανθρώπων και σε καταναγκαστική εργασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση των προσφευγόντων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4§2 της Σύμβασης, στο μέτρο που αφορούσε εμπορία ανθρώπων και καταναγκαστική εργασία.