Tου Ζαχαρία Μίχα – Τις κλασικές θεωρίες της γεωπολιτικής έχει ξεσηκώσει η ρωσική ηγεσία, κατανοώντας προφανώς, ότι εάν πετύχει η στρατηγική συνεργασία με την Κίνα και κατορθώσει έστω σε ένα βαθμό να εμπλέξει σε θετική κατεύθυνση τα συμφέροντα της Ινδίας, τότε θα κυριαρχήσουν από κοινού στην «παγκόσμια νήσο» (world island) και συνεπακόλουθα στην υφήλιο!
Τα πράγματα όμως είναι εξαιρετικά πιο πολύπλοκα στο γεωστρατηγικό παίγνιο των ημερών μας…
Δυο σύνοδοι που βρίσκονται στην ατζέντα στο προσεχές διάστημα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη ρωσική εξωτερική πολιτική. Η μία είναι η ετήσια σύνοδος Ρωσίας-Ινδίας τον Ιούνιο, ενώ θα έχει προηγηθεί η σύνοδος που αφορά στο σχέδιο «μια ζώνη, ένας δρόμος» (OBOR: One Belt, One Road), το φιλόδοξο σχέδιο της Κίνας για τη συνένωση των συμφερόντων χωρών που θα δημιουργήσουν έναν εμπορικό και ταυτόχρονα στρατηγικό «διάδρομο».
Η ρωσική διπλωματία δείχνει να αντιμετωπίζει τα δυο αυτά σχέδια ως συμπληρωματικά, με τελικό στόχο να διαθέτει τη δική της «εναλλακτική λύση», σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ενδιαφερθούν για τη συνεργασία με τη Μόσχα που ζητά επί της ουσίας συνδιαχείριση των ζητημάτων της υφηλίου, χωρίς βέβαια να παρακάμπτει το Πεκίνο, καθώς αυτό θα ήταν απλώς αδύνατο.
Η Ρωσία επιχειρεί να σταθεροποιήσει τις σχέσεις της με την Ινδία, αν και πρόκειται για μια χώρα που δεν επιθυμεί απόλυτη ταύτιση είτε με τη Ρωσία είτε με τις ΗΠΑ, ενώ η Κίνα αποτελεί την κύρια απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Κατά συνέπεια, η ρωσική «στρατηγική σύλληψη» για να μειώσει την απόσταση ανάμεσα στο Νέο Δελχί και το Πεκίνο, είναι εξ ορισμού μια πολύ δύσκολη προσπάθεια.
Η Ρωσία δεν έχει καν την πολυτέλεια να εγκαταλείψει μια από τις δυο δυνάμεις, την Ινδία ή την Κίνα και είναι «καταδικασμένη» να επιδιώκει τη βελτίωση των σχέσεων και με τις δυο. Στην προσπάθεια εξισορρόπησης των σχέσεων, αλλά και διατύπωσης μιας έμμεσης απειλής στην Ινδία – και χειρονομία στο Πεκίνο που είναι ο στρατηγικός σύμμαχος του Ισλαμαμπάντ – η οποία αναπτύσσει ταχύτατα τις σχέσεις της και με τις ΗΠΑ, οι σχέσεις της Ρωσίας με το Πακιστάν έδειξαν κάποια κινητικότητα τα τελευταία χρόνια, με τη Μόσχα να προμηθεύει μικρό αριθμό επιθετικών ελικοπτέρων τις πακιστανικές ένοπλες δυνάμεις και να έχει ανοίξει διαύλους στρατηγικού διαλόγου.
Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να παρατηρήσει, ότι η μεγάλη παρουσία ρωσικών κύριων οπλικών συστημάτων στο ινδικό οπλοστάσιο στρέφεται εναντίον των κινεζικών συμφερόντων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας, κάτι που όμως ισχύει και από την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι Κινέζοι εντάσσουν στο οπλοστάσιό τους τα κορυφαία σε υπηρεσία ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη Sukhoi Su-35 – αν και σε πολύ μικρό αριθμό, μία μοίρα 24 μαχητικών – και τα συστήματα αντιαεροπορικής και αντιβαλλιστικής άμυνας τύπου S-400 Triumf, τα οποία μάλιστα θα παραλάβουν νωρίτερα από τους Ινδούς, που επίσης έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να προμηθευτούν.
Η Ρωσία με την Ινδία έχουν θέσει ως στόχο να πετύχουν ετήσιες εμπορικές ανταλλαγές ύψους 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2025, ένα «όραμα» των ηγετών των δυο χωρών, Βλαντιμίρ Πούτιν και Ναρέντρα Μόντι, στο πλαίσιο του εορτασμού της 70ης επετείου διπλωματικών σχέσεων.
Από την άλλη, όποιος θεωρεί ότι η σχέση της Μόσχας με το Πεκίνο είναι απαλλαγμένη από προβλήματα, είτε αγνοεί είτε εθελοτυφλεί. Και οι δυο πλευρές είναι παραδοσιακά και ιστορικά καχύποπτες για τις προθέσεις της άλλης για πλειάδα λόγων.
Στα πιο πρόσφατα, οι αναλύσεις διεθνώς επικέντρωσαν στο προηγούμενο της προσέγγισης της Κίνας το 1974 από το αμερικανικό δίδυμο Νίξον-Κίσιντζερ τη δεκαετία του 1970, με στόχο την ανάσχεση της ΕΣΣΔ, θέτοντας το ερώτημα εάν τώρα θα επιχειρηθεί το αντίστροφο από τις ΗΠΑ, λόγω των διαφημιζόμενων καλών σχέσεων και της ρητορικής του «κύκλου Τραμπ» με τη ρωσική ηγετική ομάδα.
Η Κίνα, σε μια ενέργεια που καλύφθηκε ελάχιστα από τα φώτα της δημοσιότητας προχώρησε σε μια ενέργεια που θα ήταν ασφαλές να υποτεθεί, ότι δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στη Μόσχα και αντιθέτως προκάλεσε εκνευρισμό και προβληματισμό.
Σε μια περίοδο κατά την οποία ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Ουάνγκ Γι, δήλωνε ότι η Κίνα έχει πλήρη εμπιστοσύνη στις σχέσεις της με τη Ρωσία, οι οποίες δεν έχουν επηρεασθεί από εξωτερικούς παράγοντες, και η χώρα του προτίθεται να ενισχύσει τη διμερή στρατηγική συνεργασία, προσθέτοντας ότι οι διμερείς σχέσεις, στην παρούσα φάση, διανύουν την καλύτερη στιγμή στην Ιστορία τους με βάση πάντα τα αμοιβαία συμφέροντα, ξεκινούσε στενή συνεργασία με την Ουκρανία στον διαστημικό τομέα.
Συγκεκριμένα, η κινεζική Ακαδημία Τεχνολογίας Εκτοξεύσεων (China Academy of Launch Vehicle Technology) ανακοίνωσε τη συνεργασία της με ουκρανικές εταιρίες για την από κοινού ανάπτυξη νέας γενιάς αεροεκτοξευόμενων (από αεροσκάφη) ρουκετών για την αντικατάσταση προβληματικών δορυφόρων.
Όπως δημοσίευσε η China Daily, οι ρουκέτες αυτές θα μπορούν να μεταφέρουν στο διάστημα φορτίο 200 κιλών. Η εκτόξευση θα γίνεται από εξειδικευμένα στην αποστολή μεταφορικά αεροσκάφη με βάση το Y-20 (τα συγκεκριμένα αεροσκάφη παραδόθηκαν τον περασμένο Ιούλιο στην κινεζική Αεροπορία).
Οι Κινέζοι φέρονται αν έχουν ήδη αναπτύξει ένα τέτοιο σύστημα που δύναται να μεταφέρει φορτίο 100 κιλών στο διάστημα και να το θέσει σε χαμηλή τροχιά. Παρόμοιο πρόγραμμα έχουν σε εξέλιξη μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα πάντα με το κινεζικό δημοσίευμα.
Επίσης, υπενθυμίζεται ότι οι Κινέζοι, στις 30 Αυγούστου του 2016 υπέγραψαν συμφωνία διά της Aviation Industry Corporation of China (AICC) με την ουκρανική Antonov Corporation, για την επανέναρξη παραγωγής του μεγαλύτερου αεροσκάφους στον κόσμο, του AN-225, που έχει 84 μέτρα μήκος και πτερυγικό εκπέτασμα μεγαλύτερο των 88 μέτρων, το οποίο μπορεί να μεταφέρει 250 τόνους φορτίου.
Το πρόγραμμα είχε σταματήσει μετά τη δραματική επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, με τους Κινέζους να αρπάζουν την ευκαιρία, κάτι που θα ήταν αδιανόητο να μην έχει ενοχλήσει τη ρωσική ηγεσία, δεδομένου του ψυχροπολεμικού κλίματος στις σχέσεις με την Ουκρανία και όσα διακυβεύονται στην ανατολική Ουκρανία και την χερσόνησο της Κριμαίας, σε στρατηγικό επίπεδο για τη Μόσχα.
Σε κάθε περίπτωση, δείχνει να συνιστά μια ενέργεια από αυτές που οι δυο πλευρές χρησιμοποιούν για να «προειδοποιήσουν» την άλλη, όμως ακόμα κι αν πετυχαίνει τον στόχο της, παράλληλα ενισχύει την υφιστάμενη καχυποψία και θέτει περιορισμούς στη δυνατότητα πραγματοποίησης «αλμάτων» στη στρατηγική συνεργασία.
Πλέον, για να επιστρέψουμε στο «τρίγωνο» Μόσχας, Νέου Δελχί και Πεκίνου, η Ρωσία σήμερα καλεί για μια ειλικρινή συζήτηση. Κάπου εκεί υποκρύπτεται η ανησυχία της Μόσχας για τις κινεζικές πρωτοβουλίες, αφού τα στρατηγικά συμφέροντα των δυο δυνάμεων στην περιοχή της κεντρικής Ασίας -τουλάχιστον- είναι αποκλίνοντα.
Όπως αναφέρει το ρωσικό Sputnik, η Κίνα εκμεταλλεύθηκε την κατάρρευση της συμφωνίας TPP (Trans-Pacific Partnership), καθώς αυτό έδωσε νέα δυναμική στο δικό της σχέδιο, το OBOR, για τη συνένωση της ασιατικής ηπείρου, υπό τη δική της όμως ηγεμονία και κατεύθυνση.
Αυτό η Ρωσία δεν θα το επέτρεπε να συμβεί και αυτονόητα κινείται για την εξασφάλιση των συμφερόντων της, προσπαθώντας να εντάξει στον κινεζικό σχεδιασμό τον κάθετο άξονα που ενώνει τη Ρωσική Ομοσπονδία με την Ινδία. Στόχος είναι, σύμφωνα με τα λόγια Ινδού αναλυτή που μίλησε στο Sputnik, «μια πιο εποικοδομητική και έξυπνη εμπλοκή» από κινεζικής πλευράς, λόγια στα οποία προκύπτει η έκδηλη ανησυχία για τις κινεζικές ενέργειες.
Κατά συνέπεια, δύο είναι τα τελικά συμπεράσματα:
Το πρώτο, ότι τις Ρωσία και Ινδία ανησυχούν σφόδρα τα κινεζικά σχέδια, κάτι που θεωρητικά τις φέρνει πιο κοντά, χωρίς αυτό να αποκλείει και την προσθήκη των ΗΠΑ, όταν κάποια στιγμή εξευρεθούν νέες ισορροπίες στο «σύστημα» στην Ουάσιγκτον.
Το δεύτερο, ότι ο περίφημος «άξονας» Ρωσίας-Κίνας θα πρέπει να θεωρείται κάθε άλλο παρά δεδομένος. Πέραν του «ιστορικού βάρους» το οποίο πολλοί λησμονούν στις αναφορές τους στο θέμα, είναι μια δυναμική διαδικασία που υπαγορεύεται από τη σημερινή διεθνή πραγματικότητα και επιδιώκει να ορθωθεί ως τείχος στα στρατηγικά σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών με στόχο τη διατήρηση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας.
Οι εξελίξεις όμως διεθνώς, κινούνται με χαοτικό τρόπο. Ίσως και αυτό να είναι καλύτερο, εάν το ζήτημα προσεγγιστεί από «φιλοσοφική» πλευρά. Δηλαδή, το ότι οι συμμετέχοντες στο παίγνιο, έχουν συνεχώς τη δυνατότητα σε τακτικό επίπεδο να επηρεάσουν ο ένας τις υπόλοιπες διπλωματικές σχέσεις του άλλου, επιδιώκοντας να «ρυθμίσουν» τη στρατηγική του συμπεριφορά.
Την ίδια στιγμή, Μόσχα και Πεκίνο δείχνουν αμφότερες πως κατά βάθος θα επιθυμούσαν να έχουν εξασφαλίσει τη συμμαχία της Ουάσιγκτον, ώστε να υποβιβάσουν ο ένας τον άλλον, de facto σε μια άτυπη τρίτη θέση στην «παγκόσμια ιεραρχία», χωρίς όμως να αποκλείουν αλλήλους από μια διαδικασία στρατηγικής συνεννόησης…
Μπορεί αυτό που συμβαίνει να μοιάζει με μια ισορροπία τρόμου, όμως ας αναλογιστούμε ότι αν έλειπε αυτό το «χαοτικό στοιχείο» από την εξίσωση και θεωρητικά υπήρχαν δύο «στρατόπεδα» αφοσιωμένα το ένα στο άλλο, ο πειρασμός στρατιωτικού ξεκαθαρίσματος της υπόθεσης θα ήταν μεγάλος και δυνητικά καταστροφικός.
- Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (IAAA/ISDA)