Δημοσιεύθηκε αρμοδίως και θεωρείται από νομικούς κύκλους άκρως αποκαλυπτική η κρίση του Πενταμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία αποφασίστηκε ομόφωνα, να μην τεθεί προσωρινά σε αργία, δημόσιος υπάλληλος με αυξημένα καθήκοντα στο Κτηματολόγιο Ρόδου, που ελέγχεται πειθαρχικώς για 4 υποθέσεις.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, που συγκροτήθηκε με την συμμετοχή δύο Εφετών, Αντεισαγγελέα Εφετών και δύο αιρετών μελών, δημοσίων υπαλλήλων, εξέτασε συγκεκριμένα 4 πορίσματα, με τα οποία προτάθηκε η οριστική παύση του δημοσίου υπαλλήλου.
Στην απόφαση, που δημοσίευσε την 20η Φεβρουαρίου 2017, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, ασχολείται ουσιαστικά με δύο εκ των τεσσάρων πειθαρχικών πορισμάτων.
Θυμίζουμε ότι η πειθαρχική διαδικασία κινήθηκε με το από 3 Ιανουαρίου 2017 ερώτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την θέση του δημοσίου υπαλλήλου σε αργία, λόγω της άσκησης σε βάρος του 4 πειθαρχικών αγωγών.
Κλήθηκε δε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου την 11η Ιανουαρίου 2017.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης του παρέστησαν στην διαδικασία οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Σαρρής και Βασίλης Καβουριού.
Πιο συγκεκριμένα στην πρώτη υπόθεση, που εξετάστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο ελεγχόμενος υπάλληλος απολογήθηκε διότι μετά από έρευνα του Κτηματολογικού Δικαστή στο γραφείο του και όπως προκύπτει από αναφορά, που υποβλήθηκε την 12η Απριλίου 2016, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τουλάχιστον 3.000 φακέλων αλληλογραφίας από διάφορες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ήταν κλειστοί και τα έγγραφα που περιλάμβαναν δεν είχαν πρωτοκολληθεί.
Επρόκειτο συγκεκριμένα για ερωτήματα Δ.Ο.Υ. της χώρας που ζητούσαν πληροφορίες για την ακίνητη περιουσία οφειλετών του δημοσίου.
Στην πειθαρχική αγωγή αναφέρεται ότι ο ελεγχόμενος από το έτος 2003 έως το έτος 2015 σε 4.000 περιπτώσεις, όπου του είχαν αποσταλεί έγγραφα από διάφορες δημόσιες υπηρεσίες αρνήθηκε ή παρασιώπησε απάντηση προς αυτές και ότι η μη εξυπηρέτηση τους δεν οφειλόταν στην ανυπαρξία μηχανοργάνωσης αλλά στην πρόθεση του ελεγχόμενου να ωφελήσει τους κατά περίπτωση οφειλέτες – πολίτες της Ρόδου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ελέγχου της ακίνητης περιουσίας τους και εγγραφής πάσης φύσεως βάρους επ’ αυτής.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έκρινε ωστόσο ότι δεν γίνεται μνεία στα στοιχεία ταυτότητας των ωφελούμενων οφειλετών, ώστε να δύναται να διερευνηθεί η όποια σχέση τους με τον εγκαλούμενο, των αντιγράφων των οικείων κτηματολογικών μερίδων, ώστε να προκύψει εξ’ εγγράφων εάν πράγματι ήταν δυνατόν να διεκπεραιωθούν τα ανωτέρω αιτήματα των δημόσιων υπηρεσιών και σε ποιες από τις αιτήσεις περιλαμβάνονταν πλήρη στοιχεία ταυτότητας των ακινήτων ώστε η απάντηση τους να μην παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσχέρεια και σε ποιες μόνο τα στοιχεία ταυτότητας του οφειλέτη ώστε η διεκπεραίωση τους να προσκρούει στην έλλειψη ενημέρωσης των ονομαστικών ευρετηρίων.
Επισημαίνεται ακόμη στην απόφαση ότι η πειθαρχική αγωγή δεν υπερβαίνει σε έκταση τη μισή σελίδα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ο εγκαλούμενος, χωρίς να του καταλογίζεται κάποια ηθικώς επιλήψιμη συμπεριφορά, συναλλαγή ή όφελος, επί δώδεκα συναπτά έτη να επιδιώκει να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα όλων των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών της χώρας και να ωφελήσει ισόποσα όλους τους οφειλέτες αυτών, τα πρόσωπα των οποίων αφενός αντικειμενικά αδυνατούσε να γνωρίζει στις περιπτώσεις όπου τα αιτήματα βρέθηκαν μέσα σε κλειστούς φακέλους, αφετέρου δεν βεβαιώνεται στοιχειωδώς ότι γνώριζε στις περιπτώσεις όπου τα αιτήματα βρέθηκαν μέσα σε ανοικτούς φακέλους.
Επιπλέον ελέγχθηκαν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύο υποθέσεις που αφορούν έγγραφα που απέστειλε η Δ.Ο.Υ. Ε’ Αθηνών τον Μάρτιο του 200, με τα οποία ζητείτο η εγγραφή υποθήκης σε 2 ακίνητα οφειλέτη για χρέη ποσού 121.715,02 ευρώ.
Ο ελεγχόμενος υπάλληλος δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια αλλά από την έρευνα του Πειθαρχικού Συμβουλίου προέκυψε ότι επί των ακινήτων αυτών είναι ήδη εγγεγραμμένη υποθήκη υπέρ του ελληνικού δημοσίου για ποσό 139.209,77 ευρώ και δεύτερον ότι από το έτος 2009 που η Δ.Ο.Υ. ζήτησε την εγγραφή υποθηκών μέχρι και την ημέρα συνεδρίασης του Συμβουλίου, δεν είχε εγγραφεί κάποιο έτερο βάρος στα εν λόγω ακίνητα, ώστε να τίθεται θέμα βλάβης των οικονομικών συμφερόντων του δημοσίου.
Κρίθηκε έτσι ότι η αποδιδόμενη παράλειψη δεν είχε ως συνέπεια τα εν λόγω ακίνητα να φαίνονται ελεύθερα βαρών, με προφανή ωφέλεια του ως άνω οφειλέτη.
Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του υπαλλήλου, εκκρεμούσαν προς επεξεργασία άνω των 100.000 πράξεων, ενώ στο Κτηματολόγιο Ρόδου, λόγω έλλειψης προσωπικού και ανάλογης τεχνολογικής υποδομής, δεν υπάρχουν ονομαστικά ευρετήρια και, ως εκ τούτου, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η παροχή πληροφοριών σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των διαφόρων οφειλετών, εάν οι δανειστές αγνοούν τα επιμέρους στοιχεία των κτηματολογικών μερίδων των υπό έρευνα ακινήτων.
Επιπλέον του αποδίδεται ότι κατά το χρονικό διάστημα τουλάχιστον από το έτος 2010 έως 2016 παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον επιτρέποντας παρανόμως σε μηχανικό του TEE να ενεργεί «αντ’ αυτού» και να χορηγεί αντίγραφα τοπογραφικών διαγραμμάτων από τους τηρούμενους στο Κτηματολόγιο φακέλους ακινήτων, χωρίς να φέρουν την υπογραφή του ως Προϊσταμένου της υπηρεσίας του, χωρίς να εισπράττονται τα προβλεπόμενα από το Ν. 325/1976 τέλη (μεγαρόσημο 3 ευρώ για την κατάθεση της αίτησης και 2 ευρώ για την παραλαβή του αντιγράφου) και χωρίς να εκδίδεται σχετική απόδειξη είσπραξης, με αποτέλεσμα να υφίσταται απώλεια εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο.
Από την έρευνα του Πειθαρχικού Συμβουλίου προέκυψε ότι το έτος 2008 το TEE Δωδεκανήσου και ο Σύλλογος Διπλωματούχων Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών Δωδεκανήσου σε συνεννόηση με τον ελεγχόμενο υπάλληλο συμφώνησαν να τοποθετηθεί ένας μηχανικός επιλογής του TEE Δωδεκανήσου σε χώρο εντός του Κτηματολογίου για να εξυπηρετεί όλα τα αιτήματα για χορήγηση ψηφιακών αντιγράφων κτηματολογικών σχεδιαγραμμάτων.
Η αμοιβή του μηχανικού γινόταν τα πρώτα έτη από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου και στη συνέχεια από το TEE Δωδεκανήσου.
Το παρεχόμενο έργο από τον ανωτέρω μηχανικό συνεχίστηκε επί οκταετία ενώ στις 4 Νοεμβρίου 2016 μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του TEE Δωδεκανήσου υπογράφηκε νέα σύμβαση για διορισμό μηχανικού επιλογής του TEE, που φέρει την υπογραφή του Υπουργού και του Προέδρου του TEE, η οποία ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης δυσλειτουργίας του Κτηματολογίου, λόγω της απομάκρυνσης του μηχανικού.
Η ανωτέρω σύμβαση προέβλεπε τη συνέχιση της εκτέλεσης του ίδιου έργου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επρόκειτο για απλά αντίγραφα σχεδιαγραμμάτων για ανεπίσημη χρήση που συνίστατο και μόνο στο ότι προκειμένου να αποτυπωθεί τοπογραφικά μια κτηματολογική μερίδα ήταν αναγκαίο να συσχετιστεί με αρκετές άλλες όμορες, τα στοιχεία των οποίων λάμβαναν οι μηχανικοί με τον τρόπο αυτό (σε απλή μορφή).
Τα παρεχόμενα στον εκάστοτε αφαιρούμενο δίσκο ψηφιακά σχεδιαγράμματα έφεραν κάποια σταυρουδάκια (τον λεγόμενο κάναβο), γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την επίσημη χρήση τους.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεκτίμησε επίσης ότι ούτε υπαινικτικά δεν αποδίδεται στον εγκαλούμενο ηθικό ή υλικό ολίσθημα, αθέμιτη συναλλαγή ή επιλήψιμο όφελος, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να θέτει σε κίνδυνο την ηθική υπόσταση και την καλώς εννοούμενη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, ότι δεν πρόκειται για αδίκημα συμπεριφοράς, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων ή τις σχέσεις του κοινού με τη δημόσια υπηρεσία, ότι αφορμή του πειθαρχικού ελέγχου ήταν αυτεπάγγελτες ενέργειες του Κτηματολογικού Δικαστή και όχι καταγγελία θιγόμενου δανειστή ή ιδιώτη, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να προκαλεί τρώση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο θεσμό και στην αποστολή της δημόσιας υπηρεσίας και ότι η προσωρινή απομάκρυνση του από την υπηρεσία θα προκαλέσει δυσχέρειες στη λειτουργία του Κτηματολογίου.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, που συγκροτήθηκε με την συμμετοχή δύο Εφετών, Αντεισαγγελέα Εφετών και δύο αιρετών μελών, δημοσίων υπαλλήλων, εξέτασε συγκεκριμένα 4 πορίσματα, με τα οποία προτάθηκε η οριστική παύση του δημοσίου υπαλλήλου.
Στην απόφαση, που δημοσίευσε την 20η Φεβρουαρίου 2017, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, ασχολείται ουσιαστικά με δύο εκ των τεσσάρων πειθαρχικών πορισμάτων.
Θυμίζουμε ότι η πειθαρχική διαδικασία κινήθηκε με το από 3 Ιανουαρίου 2017 ερώτημα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την θέση του δημοσίου υπαλλήλου σε αργία, λόγω της άσκησης σε βάρος του 4 πειθαρχικών αγωγών.
Κλήθηκε δε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου την 11η Ιανουαρίου 2017.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης του παρέστησαν στην διαδικασία οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Σαρρής και Βασίλης Καβουριού.
Πιο συγκεκριμένα στην πρώτη υπόθεση, που εξετάστηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, ο ελεγχόμενος υπάλληλος απολογήθηκε διότι μετά από έρευνα του Κτηματολογικού Δικαστή στο γραφείο του και όπως προκύπτει από αναφορά, που υποβλήθηκε την 12η Απριλίου 2016, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τουλάχιστον 3.000 φακέλων αλληλογραφίας από διάφορες υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ήταν κλειστοί και τα έγγραφα που περιλάμβαναν δεν είχαν πρωτοκολληθεί.
Επρόκειτο συγκεκριμένα για ερωτήματα Δ.Ο.Υ. της χώρας που ζητούσαν πληροφορίες για την ακίνητη περιουσία οφειλετών του δημοσίου.
Στην πειθαρχική αγωγή αναφέρεται ότι ο ελεγχόμενος από το έτος 2003 έως το έτος 2015 σε 4.000 περιπτώσεις, όπου του είχαν αποσταλεί έγγραφα από διάφορες δημόσιες υπηρεσίες αρνήθηκε ή παρασιώπησε απάντηση προς αυτές και ότι η μη εξυπηρέτηση τους δεν οφειλόταν στην ανυπαρξία μηχανοργάνωσης αλλά στην πρόθεση του ελεγχόμενου να ωφελήσει τους κατά περίπτωση οφειλέτες – πολίτες της Ρόδου σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος ελέγχου της ακίνητης περιουσίας τους και εγγραφής πάσης φύσεως βάρους επ’ αυτής.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο έκρινε ωστόσο ότι δεν γίνεται μνεία στα στοιχεία ταυτότητας των ωφελούμενων οφειλετών, ώστε να δύναται να διερευνηθεί η όποια σχέση τους με τον εγκαλούμενο, των αντιγράφων των οικείων κτηματολογικών μερίδων, ώστε να προκύψει εξ’ εγγράφων εάν πράγματι ήταν δυνατόν να διεκπεραιωθούν τα ανωτέρω αιτήματα των δημόσιων υπηρεσιών και σε ποιες από τις αιτήσεις περιλαμβάνονταν πλήρη στοιχεία ταυτότητας των ακινήτων ώστε η απάντηση τους να μην παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσχέρεια και σε ποιες μόνο τα στοιχεία ταυτότητας του οφειλέτη ώστε η διεκπεραίωση τους να προσκρούει στην έλλειψη ενημέρωσης των ονομαστικών ευρετηρίων.
Επισημαίνεται ακόμη στην απόφαση ότι η πειθαρχική αγωγή δεν υπερβαίνει σε έκταση τη μισή σελίδα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ο εγκαλούμενος, χωρίς να του καταλογίζεται κάποια ηθικώς επιλήψιμη συμπεριφορά, συναλλαγή ή όφελος, επί δώδεκα συναπτά έτη να επιδιώκει να βλάψει τα οικονομικά συμφέροντα όλων των δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών της χώρας και να ωφελήσει ισόποσα όλους τους οφειλέτες αυτών, τα πρόσωπα των οποίων αφενός αντικειμενικά αδυνατούσε να γνωρίζει στις περιπτώσεις όπου τα αιτήματα βρέθηκαν μέσα σε κλειστούς φακέλους, αφετέρου δεν βεβαιώνεται στοιχειωδώς ότι γνώριζε στις περιπτώσεις όπου τα αιτήματα βρέθηκαν μέσα σε ανοικτούς φακέλους.
Επιπλέον ελέγχθηκαν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύο υποθέσεις που αφορούν έγγραφα που απέστειλε η Δ.Ο.Υ. Ε’ Αθηνών τον Μάρτιο του 200, με τα οποία ζητείτο η εγγραφή υποθήκης σε 2 ακίνητα οφειλέτη για χρέη ποσού 121.715,02 ευρώ.
Ο ελεγχόμενος υπάλληλος δεν προχώρησε σε καμία ενέργεια αλλά από την έρευνα του Πειθαρχικού Συμβουλίου προέκυψε ότι επί των ακινήτων αυτών είναι ήδη εγγεγραμμένη υποθήκη υπέρ του ελληνικού δημοσίου για ποσό 139.209,77 ευρώ και δεύτερον ότι από το έτος 2009 που η Δ.Ο.Υ. ζήτησε την εγγραφή υποθηκών μέχρι και την ημέρα συνεδρίασης του Συμβουλίου, δεν είχε εγγραφεί κάποιο έτερο βάρος στα εν λόγω ακίνητα, ώστε να τίθεται θέμα βλάβης των οικονομικών συμφερόντων του δημοσίου.
Κρίθηκε έτσι ότι η αποδιδόμενη παράλειψη δεν είχε ως συνέπεια τα εν λόγω ακίνητα να φαίνονται ελεύθερα βαρών, με προφανή ωφέλεια του ως άνω οφειλέτη.
Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι κατά το χρόνο ανάληψης των καθηκόντων του υπαλλήλου, εκκρεμούσαν προς επεξεργασία άνω των 100.000 πράξεων, ενώ στο Κτηματολόγιο Ρόδου, λόγω έλλειψης προσωπικού και ανάλογης τεχνολογικής υποδομής, δεν υπάρχουν ονομαστικά ευρετήρια και, ως εκ τούτου, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη η παροχή πληροφοριών σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των διαφόρων οφειλετών, εάν οι δανειστές αγνοούν τα επιμέρους στοιχεία των κτηματολογικών μερίδων των υπό έρευνα ακινήτων.
Επιπλέον του αποδίδεται ότι κατά το χρονικό διάστημα τουλάχιστον από το έτος 2010 έως 2016 παραβίασε το υπηρεσιακό του καθήκον επιτρέποντας παρανόμως σε μηχανικό του TEE να ενεργεί «αντ’ αυτού» και να χορηγεί αντίγραφα τοπογραφικών διαγραμμάτων από τους τηρούμενους στο Κτηματολόγιο φακέλους ακινήτων, χωρίς να φέρουν την υπογραφή του ως Προϊσταμένου της υπηρεσίας του, χωρίς να εισπράττονται τα προβλεπόμενα από το Ν. 325/1976 τέλη (μεγαρόσημο 3 ευρώ για την κατάθεση της αίτησης και 2 ευρώ για την παραλαβή του αντιγράφου) και χωρίς να εκδίδεται σχετική απόδειξη είσπραξης, με αποτέλεσμα να υφίσταται απώλεια εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο.
Από την έρευνα του Πειθαρχικού Συμβουλίου προέκυψε ότι το έτος 2008 το TEE Δωδεκανήσου και ο Σύλλογος Διπλωματούχων Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών Δωδεκανήσου σε συνεννόηση με τον ελεγχόμενο υπάλληλο συμφώνησαν να τοποθετηθεί ένας μηχανικός επιλογής του TEE Δωδεκανήσου σε χώρο εντός του Κτηματολογίου για να εξυπηρετεί όλα τα αιτήματα για χορήγηση ψηφιακών αντιγράφων κτηματολογικών σχεδιαγραμμάτων.
Η αμοιβή του μηχανικού γινόταν τα πρώτα έτη από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου και στη συνέχεια από το TEE Δωδεκανήσου.
Το παρεχόμενο έργο από τον ανωτέρω μηχανικό συνεχίστηκε επί οκταετία ενώ στις 4 Νοεμβρίου 2016 μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του TEE Δωδεκανήσου υπογράφηκε νέα σύμβαση για διορισμό μηχανικού επιλογής του TEE, που φέρει την υπογραφή του Υπουργού και του Προέδρου του TEE, η οποία ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης δυσλειτουργίας του Κτηματολογίου, λόγω της απομάκρυνσης του μηχανικού.
Η ανωτέρω σύμβαση προέβλεπε τη συνέχιση της εκτέλεσης του ίδιου έργου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επρόκειτο για απλά αντίγραφα σχεδιαγραμμάτων για ανεπίσημη χρήση που συνίστατο και μόνο στο ότι προκειμένου να αποτυπωθεί τοπογραφικά μια κτηματολογική μερίδα ήταν αναγκαίο να συσχετιστεί με αρκετές άλλες όμορες, τα στοιχεία των οποίων λάμβαναν οι μηχανικοί με τον τρόπο αυτό (σε απλή μορφή).
Τα παρεχόμενα στον εκάστοτε αφαιρούμενο δίσκο ψηφιακά σχεδιαγράμματα έφεραν κάποια σταυρουδάκια (τον λεγόμενο κάναβο), γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την επίσημη χρήση τους.
Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεκτίμησε επίσης ότι ούτε υπαινικτικά δεν αποδίδεται στον εγκαλούμενο ηθικό ή υλικό ολίσθημα, αθέμιτη συναλλαγή ή επιλήψιμο όφελος, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να θέτει σε κίνδυνο την ηθική υπόσταση και την καλώς εννοούμενη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, ότι δεν πρόκειται για αδίκημα συμπεριφοράς, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να θέτει σε κίνδυνο τις σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων ή τις σχέσεις του κοινού με τη δημόσια υπηρεσία, ότι αφορμή του πειθαρχικού ελέγχου ήταν αυτεπάγγελτες ενέργειες του Κτηματολογικού Δικαστή και όχι καταγγελία θιγόμενου δανειστή ή ιδιώτη, ώστε η συνέχιση της παραμονής του να προκαλεί τρώση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο θεσμό και στην αποστολή της δημόσιας υπηρεσίας και ότι η προσωρινή απομάκρυνση του από την υπηρεσία θα προκαλέσει δυσχέρειες στη λειτουργία του Κτηματολογίου.
Πηγή:www.dimokratiki.gr