Πρώην δημοτικός υπάλληλος, με ποσοστό αναπηρίας 55%, δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος έκρινε ότι συνδεόταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με τη δημοτική επιχείρηση και ανέπεμψε την υπόθεση του στο Εφετείο για νέα κρίση, καθώς διεκδικεί την επαναπρόσληψή του!
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώην δημοτικός υπάλληλος είχε προσληφθεί μέσω προγράμματος του ΟΑΕΔ για την επιδότηση νέων θέσεων εργασίας και την ένταξη στην αγορά εργασίας ανέργων ατόμων ειδικών κατηγοριών, μεταξύ των οποίων και άτομα με αναπηρίες, σε δημοτική επιχείρηση επαρχιακής πόλης από το 2004 μέχρι το 2008. Από τις συμβάσεις εργασίας όπως έκρινε ο Άρειος Πάγος προέκυπτε πως στον τομέα της καθαριότητας, παρέχοντας τις αναλυτικά αναφερόμενες υπηρεσίες, απασχολούμενος επί 8 ώρες την ημέρα και επί 40 ώρες την εβδομάδα και καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Επιπλέον η σχέση εργασίας που τον συνέδεε με το εναγόμενο είχε σταθερό και αδιάλειπτο χαρακτήρα και ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο δε χαρακτηρισμός της από το εναγόμενο ως ορισμένου χρόνου έγινε για να καταστρατηγηθούν τα νόμιμα δικαιώματά του.
Παράλληλα, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας δέχθηκε πως επικουρικά μετά τη λήξη του ως άνω προγράμματος του ΟΑΕΔ οι διάδικοι υπέγραψαν την από 1/12/2008 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την οποία το εναγόμενο εξέφρασε τη βούλησή του να συνεχίσει να τον απασχολεί με την ειδικότητα του εργάτη γενικών καθηκόντων επί 5 ημέρες την εβδομάδα με ωράριο από 8:00 μέχρι 16:00, ήτοι επί 40 ώρες την εβδομάδα και με μηνιαίο μισθό €863,36. Ωστόσο, παρά την κατάρτιση της τελευταίας αυτής συμβάσεως, η δημοτική επιχείρηση αμέσως μετά έπαυσε να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του και να καταβάλλει τις αποδοχές του και συνεπώς κατήγγειλε ακύρως τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατέστη υπερήμερο ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του.
Νόμιμη η αγωγή
Ο Άρειος Πάγος κατέληξε πως η αγωγή τού πρώην δημοτικού υπαλλήλου είναι «νόμιμη κατά την επικουρική βάση της, αφού ο ενάγων για τη θεμελίωσή της εξέθεσε ότι προσλήφθηκε από το εναγόμενο, βάσει επιδοτούμενου προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. για άτομα με αναπηρίες, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου επί τρία έτη με έναρξη την 1-12-2004 και με παράταση, πάλι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ενός ακόμη έτους χωρίς επιδότηση, ήτοι μέχρι τις 30-11-2008, ότι στην πραγματικότητα συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου και όχι ορισμένου χρόνου διότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 3227/2004, αφού αυτός προσλήφθηκε μετά τη θέση σε ισχύ τού εν λόγω νόμου και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του ΟΑΕΔ, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, το δε εναγόμενο εξέφρασε τη ρητή βούλησή του να συνεχίσει να τον απασχολεί αφού μόλις έληξε ο χρόνος διάρκειας του προγράμματος την 1-12-2008 κατάρτισε με αυτόν νομίμως σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου».
Αξίζει να σημειωθεί πως, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, «η διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3227/2004 (περί δυνατότητας απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία και μετά τη λήξη των προγραμμάτων) εξασφαλίζει περαιτέρω την προαναφερθείσα προστασία και διαμορφώνει μια κατεύθυνση του νομοθέτη για οιονεί αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, εφόσον ο εργοδότης εκφράσει ρητή βούληση για τη συνέχιση των συμβάσεων αυτών, δηλαδή διευρύνεται το εφαρμοστικό πεδίο του ν. 2643/1998 και επεκτείνεται η προστασία του νόμου αυτού και στη συνέχιση της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία μετά την κατά τα άνω πρόσληψή τους για ορισμένο χρονικό διάστημα. Επομένως, για τις συμβάσεις αυτές δεν έχει εφαρμογή η απαγόρευση συνεχίσεώς τους βάσει των άρθρων 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 αφού το νομοθετικό καθεστώς που εδράζεται στην αρχή της ανάγκης ειδικής προστασίας των ατόμων με αναπηρία, δηλαδή το άρθρο 21 του Συντάγματος και ο ν. 2643/1998, είναι ειδικό έναντι των άνω διατάξεων κατά τα προαναφερθέντα».
Η Άποψη