Ηταν 10 Ιουλίου 1878, όταν στην πόλη Πριζρένη (του σημερινού Κοσόβου) συνήλθαν οι Αλβανοί ηγέτες των πέντε βιλαετίων της δυτικής Βαλκανικής για να διεκδικήσουν την αυτονομία τους, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζει συμπτώματα αποσύνθεσης. Το 2014, 136 χρόνια μετά, σε μια κίνηση με ισχυρούς συμβολισμούς, πάλι στην Πριζρένη και στο ίδιο σπίτι που έγινε η ιστορική σύναξη επί Οθωμανών, τα κυβερνητικά συμβούλια της Αλβανίας, υπό τον Εντι Ράμα, και του Κοσόβου, υπό τον Χακίμ Θάτσι, πραγματοποίησαν κοινή συνεδρίαση. Το Κόσοβο είχε αποκτήσει ήδη την ανεξαρτησία του και αθόρυβα ερχόταν «εις σάρκαν μία» με τη μητέρα-πατρίδα.
Τώρα, μετά τους Κοσοβάρους, τα Τίρανα ανέλαβαν να φέρουν κοντά τους και τους Αλβανούς της FYROM, το άλλο, μεγάλο, μετά το Κόσοβο «αλύτρωτο» κομμάτι του έθνους. Τούτη η συνάντηση δεν έγινε στην Πριζρένη, αλλά στα Τίρανα. Ελάχιστοι φυσικά πίστεψαν τη δικαιολογία του Ράμα ότι έφερε εκεί τους ηγέτες των αλβανικών κομμάτων της ΠΓΔΜ γιατί «δεν μπορούσαν να συνομιλήσουν απευθείας μεταξύ τους». Απεναντίας εντάθηκαν οι ανησυχίες για τον «δάκτυλο του αλβανικού αλυτρωτισμού» που μετά το Κόσοβο «χαϊδεύει» τώρα στα Σκόπια το «κουμπί» το οποίο μπορεί να προκαλέσει εθνικιστική ανάφλεξη στην περιοχή. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την απουσία, πλέον, της αμερικανικής ισχύος και την αδυναμία των Ευρωπαίων να υποστηρίξουν τη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, όπως αυτή εγκαθιδρύθηκε μετά τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, άνοιξαν τη συζήτηση, ανεπισήμως επί του παρόντος, και φούντωσαν σενάρια για επαναχάραξη του συνοριακού χάρτη.
Οσο και αν αυτό σοκάρει, σκέψεις αλλά και σχέδια για αναδιανομή εδαφών με βάση την εθνοτική γεωγραφία, διακινούνται ήδη στο τρίγωνο Πρίστινα – Βελιγράδι – Τίρανα και φτάνουν μέχρι τις Βρυξέλλες. «Συζητούνται πράγματι και μάλιστα από σοβαρούς ανθρώπους σενάρια για ειρηνική αλλαγή συνόρων», έλεγε στην «Κ» διπλωματική πηγή στην Πρίστινα, με βαθιά γνώση της περιοχής και άριστη πληροφόρηση.
Επ’ αυτού και υπό τον τίτλο «κίνδυνος πολέμου και νέα σύνορα στα Βαλκάνια», σε ανταπόκρισή του από το Βελιγράδι το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικαλούμενο υψηλόβαθμους Σέρβους και Κροάτες αξιωματούχους, μετέδωσε πρόσφατα: «Αυτή τη στιγμή οι σχέσεις των γιουγκοσλαβικών κρατών που δημιουργήθηκαν στην περιοχή των Βαλκανίων είναι οι πιο άσχημες που έχουν παρατηρηθεί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τις τελευταίες εβδομάδες μάλιστα πολλοί πολιτικοί κάνουν λόγο για κίνδυνο πολέμου. Σε περίπτωση κρίσης, βέβαια, ο πρόεδρος της Σερβίας έχει δηλώσει ότι θα ηγηθεί ο ίδιος του στρατού στο Κόσοβο, καθώς φέρεται ότι οι Αλβανοί της περιοχής σχεδιάζουν πόλεμο κατά της σερβικής μειονότητας. Καθώς στα νοτιοανατολικά κράτη της Ευρώπης οι εθνικές μειονότητες είναι δυσαρεστημένες, γίνεται και πάλι λόγος στα σχέδια που αφορούν σε αλλαγές στα ζητήματα οριοθέτησης των συνόρων».
Οσο περνάει ο καιρός και ο επιβληθείς από τις Βρυξέλλες διάλογος για τη συμφιλίωση Σέρβων και Αλβανών δεν οδηγεί πουθενά, στην Πρίστινα η ηγεσία τείνει να καταλήξει στο ότι το σερβοκατοικούμενο βόρειο Κόσοβο είναι για εκείνη μια χαμένη υπόθεση. Φοβούνται οι Αλβανοί, και το έχουν διαμηνύσει στις Βρυξέλλες και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ότι το Βελιγράδι υποστηριζόμενο και από τη Μόσχα όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει τα εδάφη στον Βορρά, αλλά δεν αποκλείεται, ανάλογα με τις εξελίξεις, να θέσει σε κίνηση σενάριο τύπου Κριμαίας. Με απλά λόγια, να προσαρτήσει βιαίως το βόρειο Κόσοβο και είναι αυτός ο λόγος που η κυβέρνηση της Πρίστινας βιάζεται να συγκροτήσει και να εξοπλίσει δικό της στρατό, παρά την αντίθεση του διεθνούς παράγοντα.
Ταυτόχρονα, σε μια διπλωματικά άκομψη πρωτοβουλία που δεν θεωρήθηκε από τους παρατηρητές καθόλου άσχετη με πιθανές επικείμενες εξελίξεις, τα Τίρανα έστειλαν πριν από λίγες μέρες σε επίσημη επίσκεψη στο Πρέσεβο στη νότια Σερβία, όπου υπερτερεί συντριπτικά το αλβανικό στοιχείο, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Μπουγιάρ Νισάνι, χωρίς καν να περάσει από το Βελιγράδι, όπως το διπλωματικό πρωτόκολλο επιβάλλει…