ΜΠρΦλωρίνης 27/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ανθούλα Πυξοπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από την Προϊσταμένη των Υπηρεσιών του Πρωτοδικείου Φλώρινας, και από τον Γραμματέα Λάζαρο Κοκαρόπουλο.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 17 Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ………… του ………………, κατοίκου Φλώρινας, οδός …………… αρ. … (ΑΦΜ …………… ΔΟΥ Φλώρινας), πουπαραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεώργιου Παρασκευάκη (ΑΜΔΣ Αθηνών 27067).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» και τον διακριτικό τίτλο «………………», πουεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………………… αρ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφησητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ………………(ΑΜΔΣ Φλώρινας …).
Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-06-2015 ανακοπή με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 48/2015, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 19-11-2015 και, κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο της 19-05-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, και 937 παρ. 3ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 του ιδίου ως άνω νόμου, που έχει ως σκοπό την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, για την εκδίκαση των οικείων ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ. Στη σχετική δε αιτιολογική έκθεση γίνεται ρητά λόγος για εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους με σκοπό την επιτάχυνση των σχετικών δικών και την αποσυμφόρηση των υποθέσεων. Εξάλλου ένας από τους βασικούς άξονες του εν λόγω νόμου, ο οποίος φέρει τον τίτλο «για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», είναι η επίτευξη της εκδίκασης των υποθέσεων των πολιτών σε εύλογη και σύντομη προθεσμία (βλ. Γενικό Μέρος αιτιολογικής έκθεσης Ν. 4055/2012). Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι εν προκειμένω η επιτάχυνση των δικών που ανοίγονται με την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης και, για το λόγο αυτό, ορίζεται για τη συζήτηση τους στο ακροατήριο η εφαρμογή των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ.
Ο ανακόπτων, με την υπό κρίση ανακοπή του, ζητεί να ακυρωθεί, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτει, η υπ’ αρ. 17/2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, καθώς και η από 26-05-2015 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της παραπάνω διαταγής πληρωμής, με τις οποίες υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 116.601,51 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων για απαίτηση που πηγάζει από την αναφερόμενη στην ανακοπή σύμβαση δανείου. Η σώρευση στο υπό κρίση δικόγραφο αφενός της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής, και αφετέρου της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της επιταγής προς εκτέλεση, είναι παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ, καθόσον και οι δύο ανακοπές υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού και στο ίδιο είδος διαδικασίας, ενώ δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους και η σύγχρονη εκδίκαση τους δεν επιφέρει σύγχυση. Περαιτέρω, αμφότερες οι ανακοπές αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, δεδομένου εξάλλου ότι, αναφορικά με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεν αποδεικνύεται ότι μετά την επίδοση της επιταγής προς πληρωμή έλαβε χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης {άρθρα 584, 591 παρ. 1α’, 632 παρ. 1 και 2, 643, 933 παρ. 1 και 2 και 937 παρ. 3, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίηση ή αντικατάσταση τους από τις διατάξεις των άρθρων του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-07-2015), δεδομένου ότι τόσο η κατάθεση της ένδικης ανακοπής όσο και η επίδοση της πληττόμενης επιταγής προς εκτέλεση έλαβαν χώρα προ της 1ης-01-2016 (βλ. άρθρο ένατο παρ. 2 και 3 περί Μεταβατικών Διατάξεων Ν. 4335/2015). Ωστόσο, η παρούσα υπόθεση εσφαλμένα εισάγεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά την τακτική διαδικασία. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί αυτεπάγγελτα η εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, κατ’ άρθρα 591 παρ. 2, 632 παρ. 2, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012 (έναρξη ισχύος 02-04-2012), και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 4 Ν. 4055/2012 (έναρξη ισχύος 02-04-2012), που εφαρμόζονται εν προκειμένω, όπωςπροαναλύθηκε. Εξάλλου, έχουν ασκηθεί αμφότερες εμπρόθεσμα και νόμιμα, δοθέντος ότι προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 02-06-2015 (βλ. υπ’ αρ. 11.244Β 702-06-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Φλώρινας …), ασκούμενης της κρινόμενης ανακοπής στις 19-06-2015 (βλ. υπ’ αρ. 11.477Β/19-06-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Σωτήριου Τζάλλα), ενώ ότι οι λόγοι της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ αφορούν είτε την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου είτε την απαίτηση, χωρίς να προκύπτει ότι κατά την άσκηση αυτής έλαβε χώρα η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, δηλαδή η επίδοση έκθεσης αναγκαστικής κατάστασης ακίνητης περιουσίας (άρθρα 632 παρ. 1 και 934 παρ. 1στοιχ. α’ και β’ και παρ. 2 ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί αν οι λόγοι αυτών είναι νόμιμοι και βάσιμοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 866 ΑΚ, εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του χρόνου και δεν συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εγγύηση για ορισμένο χρόνο υπάρχει όταν, κατά τη συμφωνία δανειστή και εγγυητή, η υποχρέωση του τελευταίου αποσβένεται κατά ορισμένο χρονικό σημείο, το οποίο προσδιορίζεται είτε ημερολογιακά είτε με άλλο τρόπο. Η δήλωση του εγγυητή για την χρονικώς περιορισμένη ευθύνη του πρέπει να είναι ρητή και σαφής. Από εύνοια, δε, προς το δανειστή, δυνάμει του άρθρου 866 ΑΚ, παρατείνεται για ένα ακόμα μήνα η περιορισμένη συμβατικά χρονική διάρκεια της εγγύησης. Έτσι ο εγγυητής επί εγγύησης για ορισμένο χρόνο αντλεί ευεργέτημα και συγκεκριμένα ένσταση ελευθέρωσης αυτού σε περίπτωση καθυστέρησης δικαστικής επιδίωξης της ασφαλιζόμενης απαίτησης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτής της διάταξης. Ωστόσο, η διάταξη του άνω άρθρου αποτελεί ενδοτικό δίκαιο. Γι αυτό είναι δυνατή η έγγραφη παραίτηση του εγγυητή από το ευεργέτημα του άρθρου αυτού κατά τη σύναψη της σύμβασης εγγύησης, η παραίτηση δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη μη ελευθέρωση του εγγυητή από την εγγύηση κατά το άρθρο αυτό. Προϋπόθεση, όμως, της παραίτησης από το εν λόγω ευεργέτημα είναι η ύπαρξη του ευεργετήματος αυτού, πού υπάρχει επί εγγύησης για ορισμένο χρόνο (ΑΠ 1093/2015, ΑΠ 482/2006, ΑΠ 80/2004, ΕφΠειρ 405/2015,ΔΕφΘεσ 804/2014, ΕφΑθ 1415/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η κατ’ άρθρο 866 ΑΚ επιδίωξη της απαίτησης του δανειστή απαιτείται να γίνει δικαστικά, δηλαδή με την άσκηση αγωγής, την προβολή ένστασης, την αναγγελία στην πτώχευση ή στον πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του πρωτοφειλέτη, ενώ δεν αρκεί η εξώδικη όχληση του τελευταίου ή του εγγυητή (Α. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, Τόμος I, άρθρο 866 αρ. 10). Περαιτέρω, οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση, εξάλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφαση του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ’ αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Στο πλαίσιο, δε, αυτό το δικαστήριο δύναται να προβεί σε αναζήτηση του πράγματι ηθελημένου νοήματος της κρίσιμης δήλωσης με συσχέτιση των επιμέρους εκφράσεων των ενδιαφερομένων ή άλλων, προηγουμένων ή μεταγενεστέρων, δηλώσεων αυτών, με χρησιμοποίηση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων ή με ενδοιαστικές εκφράσεις ή επιχειρήματα (ΑΠ 71/2016, ΑΠ 134/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 288, 386, 672, 766 και 767 ΑΚ συνάγεται γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία επιτρέπεται να καταγγελθεί μία διαρκής ενοχική σύμβαση, όπως είναι η σύμβαση δανείου, ή μία σύμβαση διαδοχικών τμηματικών παροχών για σπουδαίο λόγο σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ανεξάρτητα αν πρόκειται για σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνο (ΑΠ 416/2013 ΝΟΜΟΣ). Με την παρέλευση δε μηνός από την καταγγελία της σύμβασης έντοκου δανείου επέρχεται η λήξη αυτής και καθίσταται η σχετική αξίωση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή (Α. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, Τόμος I, άρθρο 807 αρ. 2, 3 και 4). Για την επέλευση όμως των ανωτέρω αποτελεσμάτων, απαιτείται, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, η εξωτερίκευση της σχετικής δικαιοπρακτικής βούλησης, δηλαδή η περιέλευση της καταγγελίας στο αντισυμβαλλόμενο μέρος – δανειολήπτη με την μορφή της εισόδου αυτής στην σφαίρα επιρροής του ιδίου (Α. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ, Τόμος I, άρθρο 167 αρ. 6). Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τον υπ’ αρ. 13.2 εδ β’ όρο της ένδικης υπ’ αρ. …/01-08-2005 δανειακής σύμβασης, την οποία συνυπέγραψε ο ίδιος υπό την θέση του εγγυητή, συμφωνήθηκε ότι αυτός ελευθερώνεται από την δοθείσα εγγύηση εάν η καθ’ ης δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός έτους αφότου γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή. Ότι πράγματι επήλθε απόσβεση της ενοχής από την εγγύηση, καθόσον από τις 09-12-2011, όταν και κατέστη απαιτητή η απορρέουσα από την ανωτέρω αιτία απαίτηση της καθ’ ης, έως την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (01-04-2015), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους. Ο λόγος αυτός ανακοπής, ο οποίος βάλλει τόσο κατά της διαταγής πληρωμής, όσο και κατά της πληττόμενης από 26-05-2015 επιταγής προς εκτέλεση, και αφορά την απαίτηση που ενσωματώνουν αμφότερες, εμπεριέχει την ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή, κρίνεται, δε, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 361 και 866 ΑΚ και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Η καθ’ ης η ανακοπή, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι ο ανακόπτων, δυνάμει σχετικού όρου της ένδικης σύμβασης δανείου, παραιτήθηκε εγγράφως από το ευεργέτημα του άρθρου 866 ΑΚ, η παραίτηση του δε αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μη ελευθέρωση του από την εγγύηση. Ο ισχυρισμός αυτός, που επιχειρεί να αντικρούσει τον ως άνω εκτιθέμενο πρώτο λόγο ανακοπής, εμπεριέχοντα την ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή, συνιστά νόμιμη αντένσταση, που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, και, συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται οποιοδήποτε από αυτά προς ουσιαστική διερεύνηση της υπό κρίση υπόθεσης, καθώς και από τα δικαστικά τεκμήρια, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα : Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία ήδη απορροφήθηκε λόγω συγχώνευσηςαπό την καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………………» και τον διακριτικό τίτλο «…………», αποτελούσα πλέον ητελευταία καθολική διάδοχο της πρώτης αυτών, χορήγησε στην …………………… του …………………, δυνάμει της υπ’ αρ. ………/…-…-…………σύμβασης δανείου Cash 4u με εξασφαλίσεις για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών, δάνειο ύψους 125.000 ευρώ. Την εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση της απορρέουσας από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση απαίτησης, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, εγγυήθηκε εγγράφως ο ανακόπτων, συνυπογράφοντας την ως άνω σύμβαση και συμφωνηθείσας, περαιτέρω, της εις ολόκληρονενοχής του μετά της πρωτοφειλέτριας. Δυνάμει, δε, του υπ’ αρ. 13.2 εδ. β’ όρου της ανωτέρω αναφερόμενης σύμβασης δανείου, προβλέφθηκε ότι «Ο εγγυητής παραιτείται από τις ενστάσεις των άρθρων 866, 867 και 868 ΑΚ, συμφωνείται όμως ότι ελευθερώνεται από τη δοθείσα εγγύηση του εάν η Τράπεζα δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός 1 έτους αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή (866, 867 ΑΚ) ή ζητήθηκε η καταγγελία από τον εγγυητή (868 ΑΚ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση (868 ΑΚ), η καταγγελία μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον υπάρχουν λόγοι καταγγελίας από την Τράπεζα κατά τους όρους της παρούσας σύμβασης». Με τον ως άνω συμβατικό όρο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η εγγύηση για ορισμένο χρόνο και, ειδικότερα, η απόσβεση της ενοχής του ανακόπτοντος σε περίπτωση μη δικαστικής επιδίωξης εκ της καθ’ ης της απορρέουσας από την επίμαχη δανειακή σύμβαση απαίτησης εντός χρονικού διαστήματος ενός έτους από το απαιτητό αυτής. Η ρητή, δε, και σαφής δήλωση του ανακόπτοντος – εγγυητή ότι η ευθύνη του είναι χρονικά περιορισμένη με την θέση ειδικού χρονικού περιορισμού και ειδικού χρονικού σημείου έναρξης αυτού προσδίδει στην εν λόγω σύμβαση εγγύησης χαρακτήρα ορισμένου χρόνου. Στο σημείο αυτό, η καθ’ ης η ανακοπή, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις της, ισχυρίζεται ότι ο ανακόπτων, δυνάμει του ιδίου ως άνω όρου της σύμβασης, παραιτήθηκε εγγράφως από το ευεργέτημα του άρθρου 866 ΑΚ, με αποτέλεσμα τη μη ελευθέρωση του από την εγγύηση. Πράγματι, δυνάμει του ανωτέρω όρου, ο ανακόπτων παραιτείται της ένστασης του άρθρου 866 ΑΚ, πλην όμως, συμφωνείται ακολούθως, και μάλιστα αμέσως μετά τη διατύπωση της ανωτέρω δήλωσης παραίτησης και κατ’ αντιδιαστολή αυτής, ότι αυτός ελευθερώνεται από τη δοθείσα εγγύηση εάν η καθ’ ης δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση της εντός έτους από το απαιτητό αυτής. Με βάση τη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω όρου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανωτέρω δήλωση παραίτησης από την ΑΚ 866 δεν αναιρεί, εν προκειμένω, την ελευθέρωση του εγγυητή από την εγγύηση, δοθέντος ότι, από τη συσχέτιση των επιμέρους εκφράσεων των ενδιαφερομένων, προκύπτει ότι η σχετική δήλωση παραίτησης από το ευεργέτημα του άρθρου 866 ΑΚ προηγήθηκε της συμφωνίας των διαδίκων περί εγγύησης για ορισμένο χρόνο, η οποία επακολούθησε, διατυπωμένη μάλιστα σε αντιδιαστολή της δήλωσης παραίτησης, με την θέση σαφών και ειδικών προϋποθέσεων και την παραπομπή αυτής ευθέως στη διάταξη του άρθρου 866 ΑΚ. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός της καθ’ ης ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως, αποδείχτηκε ότι η καθ’ ης, στις 29-11-2011, προέβη στην επίδοση προς τον ανακόπτοντα αλλά και προς την ως άνω πρωτοφειλέτρια της από 13-11-2010 εξώδικης δήλωσης -καταγγελίας – πρόσκλησης (βλ. υπ’ αρ. 6620Γ/29-11-2011 και 6617Γ/29-11-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Φλώρινας …), με την οποία κατήγγειλε με σαφήνεια την ένδικη ως άνω αναφερόμενη υπ’ αρ. ……/…-…-…… δανειακή σύμβαση, κήρυξε ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το συνολικάοφειλόμενο ποσό των 116.705,36 ευρώ και κάλεσε αυτούς όπως το καταβάλλουν εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την επίδοση της σχετικής καταγγελίας, επισυνάπτοντας στη συγκεκριμένη εξώδικο την κίνηση του υπ’ αρ. …………… λογαριασμού (παλαιός λογαριασμός………) παρακολούθησης της ανωτέρω σύμβασης. Συνεπώς, και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σχετική μείζονα σκέψη της παρούσας,με την παρέλευση μηνός από την περιέλευση της καταγγελίας της εν λόγω έντοκης δανειακής σύμβασης στους ως άνω συνοφειλέτες, δηλαδή στις 31-12-2011, επήλθε, σε κάθε περίπτωση, η λήξη αυτής και καταστάθηκε η σχετική αξίωση ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Ακολούθως, αποδείχτηκε ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 17/2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας εκδόθηκε δυνάμει της υπ’ αρ. έκθεσης κατάθεσης 17/2015 αίτησης της καθ’ ης, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του αυτού Δικαστηρίου την 1η-04-2015, χωρίς να αποδειχθεί η με κάποιο τρόπο δικαστική επιδίωξη της επίδικης απαίτησης από την καθ’ ης στον χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ του απαιτητού αυτής, δηλαδή από τις 31-12-2011, έως την κατάθεση της αίτησης προς έκδοση της πληττόμενης διαταγής πληρωμής, γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητείται ειδικά από την καθ’ ης. Συνεπώς, και δεδομένης της παρέλευσης χρονικού διαστήματος άνω του έτους από τον χρόνο του απαιτητού της επίδικης απαίτησης έως την έναρξη δικαστικών ενεργειών της καθ’ ης προς το σκοπό βεβαίωσης αυτής, η ενοχή από την κρινόμενη σύμβαση εγγύησης έχει αποσβεσθεί, δυνάμει του σχετικού υπ’ αρ. 13.2 εδ.β’ όρου της ένδικης σύμβασης δανείου (άρθρο 866 ΑΚ). Συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής, ο οποίος εμπεριέχει την ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή και αφορά την εγγυητική ευθύνη του ανακόπτοντος, να γίνει δεκτός και ως κατ’ ουσίαν βάσιμος και να ακυρωθούν στο σύνολο τους τόσο η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμή της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, όσο και η από 26-05-2015 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων ανακοπής (ΕφΛαμ82/2012, ΕφΠειρ 670/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η καθ’ ης πρέπει να καταδικαστεί λόγω της ήττας της στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις ανακοπές.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. 17/2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 26-05-2015 επιταγή προς εκτέλεση, που συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 17/2015 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Φλώρινα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 31 Ιανουαρίου 2017, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων αυτών.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ