Αριθμός 313/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη και Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία “Ι. Μ. & ΣΙΑ Ε.Π.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της αναιρεσιβλήτου: Εταιρείας με την επωνυμία “A. S. KG” (Α. Σ. Ε.Ε.) που εδρεύει στην πόλη … της Γερμανίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σωτηρόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/6/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1360/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 479/2011 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 24/7/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 2/2/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρ. 108, 110§2, 498§1, 568§§1 & 2 και 576§§1-3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τον απολειπόμενο διάδικο και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Ειδικότερα, για να γίνει ενώπιον του Αρείου Πάγου συζήτηση με τους διαδίκους σαν να ήταν παρόντες σε περίπτωση κατά την οποία επισπεύδει τη συζήτηση ο αναιρεσείων, πρέπει προς απόδειξη του τελευταίου ο εμφανιζόμενος αναιρεσίβλητος να επικαλεσθεί και προσκομίσει το αντίγραφο του αναιρετηρίου που του κοινοποιήθηκε και κλήση του προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, προκειμένου να είναι παραδεκτή η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του. Εξάλλου, με το πρώτο άρθρο του ν. 1334/1983 κυρώθηκε η από 15.11.1965 Διεθνής Σύμβαση της Χάγης για τηνεπίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων που αφορούν αστικές ή εμπορικές υποθέσεις διαδίκων, οι οποίοι δεν κατοικούν στο κράτος όπου διεξάγεται η δίκη και των οποίων η διαμονή είναι γνωστή στο εξωτερικό. Η σύμβαση αυτή δημοσιεύθηκε στο 31/14.3.1983 φύλλο του Α’ τεύχους της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και τέθηκε σε ισχύ στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 παρ. 2 στις 18.9.1983, και στην Γερμανία από 26-6-1979, για την έγκυρη επίσπευση δε του από τον αναιρεσείοντα, Έλληνα υπήκοο, πρέπει να προσκομίζεται από τον παριστάμενο αλλοδαπό αναιρεσίβλητο, σύμφωνα με το άρθρο 15 της συμβάσεως αυτής και βεβαίωση που να αποδεικνείει την επιβαλλόμενη στο εξωτερικό επίδοση, προκειμένου να καθίσταται παραδεκτή η επίσπευση της υποθέσεως εκ μέρους του αναιρεσείοντος, του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου, από την οποία προκύπτει η επιβαλλόμενη στο εξωτερικό επίδοση, ώστε να είναι έγκυρη η επίδοση αυτής εκ μέρους του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, από το μη θιγόμενο από την πιο πάνω διεθνή σύμβαση, κατ’ άρθρο 25 αυτής, άρθρο 5 της από 11.5.1938 Ελληνογερμανικής Σύμβασης “περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως και υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου”, η οποία έχει κυρωθεί με το άρθρο μόνο του ΑΝ 1432/1938 και επανατεθεί σε ισχύ από 1.2.1952 (ΦΕΚ 338/15.12.1952 τευχ. Α και αντίστοιχη ανακοίνωση από 26.6.1952 της Γερμανίας, το οποίο ισχύει και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔικ (άρθρ. 2 ΕισΝΚΠολΔικ) η απόδειξη της επίδοσης προκύπτει είτε από χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής από εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, είτε από πιστοποιητικό της αρχής του Κράτους, προς το οποίο η αίτηση, το οποίο αναφέρει το γεγονός, τον τόπο και την χρονολογία της επίδοσης. Οι διατάξεις των προαναφερομένων διεθνών συμβάσεων που ισχύουν παράλληλα (ΑΠ 1725/1991, ΑΠ 601/1992) έχουν αυξημένη τυπική ισχύ κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έναντι των διατάξεων των άρθρων 134 και 136 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, που ρυθμίζουν τον τρόπο επίδοσης σε πρόσωπα που διαμένουν η έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή. Πάντως ενόψει του ότι οι ως άνω διεθνείς συμβάσεις δεν καταργούν ευθέως το εσωτερικό δίκαιο των συμβαλλομένων χωρών, ανατρέπουν όμως, την ουσιαστική σημασία της πλασματικής επίδοσης στον Εισαγγελέα, κατ’ άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δεν αποκλείουν το δικαίωμα του διαδίκου να επιλέξει τον τρόπο επίδοσης που ορίζει το εσωτερικό δίκαιο της χώρας του, ήτοι εν προκειμένω το Ελληνικό Δίκαιο, πλην όμως δεν αρκεί μόνη η επίδοση στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αλλά πρέπει να προσκομίζεται κάποια απόδειξη ότι το έγγραφο επιδόθηκε πράγματι στον ενδιαφερόμενο, αλλιώς επέρχονται οι συνέπειες της μη νόμιμης επίδοσης, ώστε να μην υπάρχει έγκυρη επίσπευση εκ μέρους του αναιρεσείοντος, για το παραδεκτό, προκειμένου η συζήτηση της υποθέσεως να προχωρήσει παρά την απουσία του τελευταίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε κατά την νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο αυτή, ούτε κατέθεσε νομίμως δήλωση μη παραστάσεως κατ’ άρθρον 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως παρέστη μόνο η αναιρεσίβλητη, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Σωτηρόπουλου, δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2014 Συμβολαιογραφικού Πληρεξουσίου του Γερμανού Συμβολαιογράφου Δρ Χέρμαν Σταπςενχορστ, το οποίο φέρει και επισημείωση (Apostille) της Σύμβασης της Χάγης. Ο τελευταίος (πληρεξούσιος δικηγόρος) επικαλείται και προσκομίζει ακριβές αντίγραφο του αναιρετηρίου με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, με την σχετική σ’ αυτό από 25-9-2014 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών … περί επιδόσεως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου του άνω δικογράφου (αριθ. πρωτ. παραλαβής 6231/25-9-2014), μετά από σχετική προς τούτο παραγγελία του υπογράφοντος το αναιρετήριο δικηγόρου Αθηνών Αλκιβιάδη Ψαρρά, η οποία (παραγγελία) αναγράφεται παρά πόδας του τελευταίου με ημερομηνία 22-9-2014. Όλα δε τα ανωτέρω δικόγραφα προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση στην γερμανική γλώσσα προς επίδοση αυτών στην αναιρεσίβλητη η οποία έχει την έδρα της στη Γερμανία, στην πόλη … και επί της οδού …, στην οποία και επιδόθηκαν, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την αναιρεσίβλητη υπ’ αριθ. πρωτ. 4577/3-11-2014 έγγραφο της Προϊσταμένης Διεύθυνσης της Γραμματείας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το οποίο ” σας διαβιβάζουμε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 1 AR 47/14/17-10-2014 απάντηση των αρμόδιων αρχών της Γερμανίας, σχετικά με την επίδοση δικογράφου στην εταιρεία με την επωνυμία “A. S. KG”, η οποία εδρεύει στην Γερμανία και παρακαλούμαι να συσχετισθεί στη δικάσιμο 16-2-2014 στο Α1 Πολιτικό Τμήμα Α.Π.”, καθώς επίσης και της επικαλούμενης και προσκομιζόμενης σε επίσημη μετάφραση από 17-10-2014 βεβαίωση του Ειρηνοδικείου του Χάλλε (Βεστφάλεν) σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού 1393/2007 κατά την οποία στις 10-10-2014 επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη η άνω αίτηση αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την παραπάνω δικάσιμο σε επίσημη μετάφραση στην γερμανική γλώσσα, προς εκτέλεση του άνω αιτήματος προς τούτο της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς τις γερμανικές αρχές (αριθ. πρωτ. 4026/26-9-2014). Τέλος, όπως συνομολογείται από την αναιρεσίβλητη με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, όλα τα παραπάνω επιδοθέντα αντίγραφα με την κλήση προς συζήτηση της επίδικης αιτήσεως αναιρέσεως για την ορισθείσα δικάσιμα της 16-2-2015 επιδόθηκαν σ’ αυτήν νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τις ανωτέρω διεθνείς συμβάσεις, προ ενενήντα ημερών από την συζήτηση αυτής. Επομένως, αφού η αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά από το οικείο πινάκιο, ούτε έχει καταθέσει, νομίμως, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο, πρέπει, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 ΚΠολΔ και των λοιπών αναφερομένων σχετικά με τις επιδόσεις στην αλλοδαπή, και ειδικότερα στη Γερμανία, διεθνών συμβάσεων, που νομίμως έχουν επικυρωθεί με τους προαναφερόμενους νόμους από την ελληνική πολιτεία, να συζητηθεί η υπό κρίση αναίρεση παρά την απουσία της αναιρεσείουσας, η οποία νομίμως επισπεύδει την προκειμένη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον παρίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι καθιερώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την Ελληνική πολιτεία με κάποιο στοιχείο, που θεμελιώνει δωσιδικία και δη αρμοδιότητα κάποιου Ελληνικού Δικαστηρίου (ΑΠ 1987/1988). Κατά το άρθρο 4 δε του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρ. 5 παρ. 1 της από 27.9.1968 Σύμβασης των Βρυξελλών “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, η οποία από την κύρωσή της με το ν. 1814/1988 αποτελεί κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος εσωτερικό κανόνα δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ (ΟλΑΠ 2/1999), όπως η Σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας “πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου, όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή”. Επίσης, στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17 της Σύμβασης ορίζεται ότι “αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Μια τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτισθεί είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν …”. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου “για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, η οποία αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών “για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις”, που έχουν εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 66 αυτού, επί των αγωγών που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή από 1.3.2002 και ο οποίος κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Όμως η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως να κατισχύσει της βουλήσεως των μερών, το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισαν ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για την διευθέτηση των διαφορών θα πρέπει να αποτελεί από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μία επιλογή εφαρμοστέου δικαίου. Εξάλλου θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον άνω Κανονισμό. Ειδικότερα, στο άρθρο 23 του 44/2001 Κανονισμού ορίζεται ότι: “αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους, θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μία τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά, είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Επί της αντίστοιχης, ομοίου περιεχομένου διάταξης της προϊσχυσάσης Συμβάσεως των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία, η οποία αντικαταστάθηκε στις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Κανονισμό 44/2001, το ΔΕΚ έχει τοποθετηθεί στο σχετικό ζήτημα θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω Γενικών Όρων Συναλλαγών. Συγκεκριμένα, επί του άρθρου 17 παρ.1 περ. γ’ της Σύμβασης των Βρυξελλών, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 23 παρ. 1 περ. γ’ Καν. 44/2001, το ΔΕΚ στην απόφαση της 20.9.1997 στην υπόθεση C-106/1995 (υπόθεση γνωστή ως MSG) δέχθηκε τα εξής: “Το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, δεύτερη φράση, τρίτη περίπτωση, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στην ως άνω Σύμβαση, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο συμβάσεως διεθνούς εμπορίου συναφθείσας προφορικώς, τεκμαίρεται ότι έχει εγκύρως συνομολογηθεί ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, από της πλευράς της διατάξεως αυτής, από το γεγονός ότι δεν υπήρξε αντίδραση του ενός συμβαλλομένου σε γραπτή επιβεβαίωση εκ μέρους του ετέρου συμβαλλομένου ή ότι εξοφλήθηκαν επανειλημμένως και αδιαμαρτύρητα τα τιμολόγια, όταν στα έγγραφα αυτά περιέχεται έντυπη μνεία περί δωσιδικίας, αν μία τέτοια συμπεριφορά ανταποκρίνεται σε συνήθεια διέπουσα τον τομέα του διεθνούς εμπορίου στον οποίο ασκούν δραστηριότητα οι εν λόγω συμβαλλόμενοι και αν οι συμβαλλόμενοι αυτοί γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν τη συνήθεια αυτή”. Στις σκέψεις υπ’ αριθμ. 19-20 της ανωτέρω απόφασης του ΔΕΚ αναφέρεται ότι δεν απαιτείται να διαπιστωθεί η σύμπτωση των βουλήσεων των συμβαλλομένων επί ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά η σύμπτωση αυτή λογίζεται υφισταμένη, όταν υπάρχουν συναφώς εμπορικές συνήθειες στο συγκεκριμένο κλάδο του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν. Και συνεχίζει το ΔΕΚ: “Πρέπει, συνεπώς να θεωρηθεί ότι η έλλειψη αντιδράσεως και η τήρηση σιωπής ενός των συμβαλλομένων σε γραπτή εμπορική επιβεβαίωση, εκ μέρους του ετέρου συμβαλλομένου, στην οποία έχει ενσωματωθεί έντυπη μνεία της δωσιδικίας, καθώς και το γεγονός, ότι ένας των συμβαλλομένων έχει επανειλημμένως και αδιαμαρτύρητα εξοφλήσει τιμολόγια εκδοθέντα από τον έτερο συμβαλλόμενο και περιέχοντα ανάλογη μνεία, μπορούν να εκληφθούν ως συμφωνία σχετικά με την αμφισβητούμενη ρήτρα δικαιοδοσίας, αν μία τέτοια συμφωνία ανταποκρίνεται στις συνήθειες που διέπουν τον τομέα του διεθνούς εμπορίου, στον οποίο ασκούν δραστηριότητα οι εν λόγω συμβαλλόμενοι και οι συμβαλλόμενοι αυτοί γνωρίζουν την εν λόγω συνήθεια ή οφείλουν να τη γνωρίζουν”. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 17 της προϊσχυσάσης Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως ήταν αρχικά διατυπωμένο, εξαρτούσε την εγκυρότητα ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο από την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας ή προφορικής συμφωνίας με γραπτή επιβεβαίωση, όμως προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες συνήθειες και επιταγές του διεθνούς εμπορίου η Σύμβαση προσχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας της 9ης Οκτωβρίου 1978 προσέθεσε στο άρθρο 17 μία τρίτη περίπτωση, η οποία προβλέπει την έγκυρη σύναψη στο διεθνές εμπόριο συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, η δε σχετική διάταξη εμπεριέχεται αυτούσια στο άρθρο 23 παρ. 1 περ. γ’ Καν. 44/2001, που εφαρμόζεται εν προκειμένω (βλ. ΑΠ 8/2015, η ΑΠ 1252/2005 με την οποία γίνεται δεκτό ότι η εγκυρότητα ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας εξαρτάται μόνο από την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας ή προφορικής συμφωνίας με γραπτή επιβεβαίωση, αναφέρεται σε αγωγή ασκηθείσα στις 20-07-1996, δηλαδή πριν από την 1.3.2002 οπότε άρχισε να ισχύει ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000). Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 4 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας υπερέβη θετικά τη δικαιοδοσία του, δηλαδή έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και δίκασε υπόθεση που κατά το νόμο ανήκε στη δικαιοδοσία άλλου δικαστηρίου, ενώ αν υπερέβη αρνητικά τη δικαιοδοσία του, κρίνοντας ότι στερείται δικαιοδοσίας, με συνέπεια να απορρίψει έτσι κατά το άρθρ. 4 ΚΠολΔ την αγωγή, μολονότι είχε δικαιοδοσία, δεν υποπίπτει στην ως άνω πλημμέλεια, αλλά στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, δηλαδή της κήρυξης απαραδέκτου παρά το νόμο (ΟλΑΠ 293/1981 860/1984 ΑΠ 932/2005). Οι σχετικές πάντως με τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων διατάξεις τόσο του ΚΠολΔ όσο και της Σύμβασης των Βρυξελλών, καθώς και του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, έχουν καθαρά δικονομικό χαρακτήρα, αφού δεν ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις δημιουργίας, αλλοίωσης ή κατάργησης ουσιαστικού δικαιώματος, αλλά θεσπίζουν γενική διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής και συνεπώς δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ για έλλειψη ή ανεπαρκή αιτιολόγηση ως προς την εφαρμογή ή μη των ως άνω δικονομικών διατάξεων (ΑΠ 1527/2013). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.10 ΚΠολΔ, κατά την οποία, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών της δίκης εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη από 16-6-2008 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εταιρία ισχυρίσθηκε ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρία, είναι μητρική εταιρία του γνωστού γερμανικού ομίλου εταιριών παγκοσμίου φήμης S., εδρεύουσα στην πόλη … στη Γερμανία, με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας την παραγωγή με σκοπό την μεταπώληση ζαχαρωδών και σοκολατοειδών προϊόντων και συσκευασμάτων. Ότι από το Νοέμβριο του έτους 1996 κατάρτισε με την τελευταία με προφορική συμφωνία, σύμβαση αποκλειστικής διανομής αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την ενοχική υποχρέωση, ενεργώντας ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης της εναγομένης, να αγοράζει στο δικό της όνομα τα παραπάνω προϊόντα της και να τα προωθεί εν συνεχεία αποκλειστικώς στα Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών ΑΕ (Κ.Α.Ε.) στους διασυνοριακούς σταθμούς της ελληνικής επικράτειας. Ότι, καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας της παραπάνω άτυπης συμβάσεως, συνέβαλε αποφασιστικά στην επέκταση της πελατείας της εναγομένης, τα προϊόντα της οποίας μέχρι τότε ήταν άγνωστα στην ελληνική αγορά των Κ.Α.Ε., εφαρμόζοντας τα υποδεικνυόμενα από αυτήν (εναγομένη) συστήματα διανομής, προβάλλοντας τα προϊόντα της σύμφωνα με τις οδηγίες της και καλύπτοντας τα σημεία πώλησης με αντίστοιχο διαφημιστικό υλικό, ενημερώνοντάς την περί τούτων. Ότι οι πωλήσεις των προϊόντων της εναγομένης αυξήθηκαν κατακόρυφα καθόλο το διάστημα λειτουργίας της παραπάνω άτυπης σύμβασης διανομής, έως και την 16-3-2004, οπότε και η εναγομένη διέθεσε απευθείας τα προϊόντα της στα ως άνω Καταστήματα Αφορολογήτων Ειδών (Κ.Α.Ε.) παρακάπτοντας την ίδια. Ότι στις 8-6-2004 η εναγομένη κατήγγειλε και τυπικώς πλέον την παραπάνω προφορικώς καταρτισθείσα σύμβαση αποκλειστικής διανομής με το ταυτάριθμο ημεροχρονολογίας έγγραφό της, στο οποίο η ίδια απάντησε με τις από 15-6-2004 και από 17-6-2004 επιστολές της, με τις οποίες δήλωνε εν ταυτώ ότι θα διεκδικήσει την, εκ του άρθρου 9 παρ. 1 του Π.Δ. 219/1991, ορισθείσα αποζημίωση. Ότι η ούτως έχουσα γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη διττώς, το μεν, διότι δεν τηρήθηκε η προμήνυση του άρθρου 8 παρ. 4 του Π.Δ. 219/1991, η οποία έπρεπε να τηρηθεί, αφού δεν συνέτρεχε κανένας σπουδαίος λόγος ή έκτακτη περίσταση, το δε, διότι είναι καταχρηστική αντιβαίνουσα στις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες της λύσης της μεταξύ τους σύβασης αποκλειστικής διανομής, διότι έλαβε χώρα χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος. Ότι πέραν τούτων και μετά την παραπάνω καταγγελία η εναγομένη εξακολούθησε να επιδεικνύει παράνομη συμπεριφορά. Ότι λόγω της παράνομης καταγγελίας της άτυπης συμβάσεως αποκλειστικής διανομής, είτε διότι δεν τηρήθηκε η προθεσμία προμηνύσεως, είτε διότι η άσκησή της αντιβαίνει στα όρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δικαιούται μεταξύ άλλων “δίκαιη” αποζημίωση πελατείας, αφού εισέφερε νέους σταθερούς πελάτες, που θα διατηρηθούν και στο μέλλον, στην επιχείρηση της εναγομένης, προάγοντας σημαντικά τις υποθέσεις της, τα δε γεννώμενα οικονομικά οφέλη διατηρεί η τελευταία και μετά την ως άνω καταγγελία, η οποία αποζημίωση πελατείας, είναι ίση με το μέσο ετήσιο όρο της αμοιβής της κατά τα τελευταία πέντε έτη και ανέρχεται, κατά τους αγωγικούς μαθηματικούς υπολογισμούς, στο ποσό των 45.741,51 ευρώ, υπολογιζόμενη με βάση τον ετήσιο μέσο όρο αμοιβών που εισέπραξε κατά τα έτη 1999 έως 2004, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ζήτησε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, μετά τον επιτρεπτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της οφείλει το προαναφερθέν ποσόν για αποζημίωση πελατείας, με τους νόμιμους τόκους κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις. Η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη γερμανική εταιρία, με τις από 23-9-2009 προτάσεις που κατέθεσε νομίμως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλε την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, σε τρόπον ώστε το δικαστήριο του Πειραιώς στο οποίο εισήχθη η ένδική αγωγή να μη μπορεί να επιληφθεί της διαφοράς που εισάγεται μ’ αυτήν, καθόσον, μεταξύ αυτής (εναγομένης) και της ενάγουσας είχε συμφωνηθεί η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του Βερολίνου (Γερμανίας) για όποια τυχόν διαφορά ανακύψει από την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία. Ειδικότερα η εναγομένη ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: “Μεταξύ της εταιρίας μας και της ενάγουσας εταιρίας δεν έχει υπογραφεί γραπτή σύμβαση, οι δε μεταξύ μας συναλλακτικές σχέσεις διέπονται από τους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, που είναι προδιατυπωμένοι σε κάθε τιμολόγιο της εταιρίας μας και τους οποίους σιωπηρά αποδέχεται κάθε συναλλασσόμενος με αυτήν. Σύμφωνα με τον όρο 3 του Κεφαλαίου ΙΙΙ: “Γενικοί όροι” των “Γενικών Όρων Πώλησης και Πληρωμής”, που είναι τυπωμένοι σε κάθε τιμολόγιο της εταιρίας μας, εφόσον ο αγοραστής είναι έμπορος κατά την έννοια του Εμπορικού Κώδικα η έδρα της εταιρίας μας ορίζεται ως ο τόπος αποκλειστικής δικαιοδοσίας για όλες τις διαφορές, που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τη συμβατική σχέση, συμπεριλαμβανομένης και της σύναψης και της ισχύος της συμβατικής σχέσης … . Εξάλλου, τόσο η εταιρία μας, όσο και η αντίδικος εταιρία έχουμε την έδρα μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 23 Καν. 44/2001, έχει δε συμφωνηθεί ρητά ως αποκλειστική η δικαιοδοσία των δικαστηρίων της έδρας της εταιρίας μας, ήτοι το Βερολίνο. Όπως δε ορίζεται ρητά στο άρθρο 23 παρ. 1 Καν. 44/2001 η συμφωνία περί διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να καταρτισθεί στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σε αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Έτσι και η επίδικη περίπτωση αποτελεί καθιερωμένη διεθνή εμπορική πρακτική τόσο γενική, όσο και στον κλάδο της εμπορίας των προϊόντων, που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ της εταιρίας μας και της ενάγουσας εταιρίας, οι συναλλαγές να διενεργούνται επί τη βάσει προδιατυπομένων συναλλακτικών όρων (Γενικών Όρων Συναλλαγών) επί των εκδιδομένων τιμολογίων. Την πρακτική αυτή τηρεί απαρέγκλιτα τόσο η εταιρία μας, όσο και οι λοιπές εταιρίες του κλάδου μας διεθνώς, οπότε συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη συμφωνίας περί διεθνούς αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της έδρας της εταιρίας μας. Μάλιστα η αντίδικος (ενάγουσα) ουδέποτε όλα αυτά τα έτη της μεταξύ μας συνεργασίας (από το 1997 και μετά) διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση σχετικά με την εφαρμογή των Γενικών Όρων Συναλλαγών, που ήταν τυπωμένοι επί των σωμάτων των τιμολογίων μας, ούτε βεβαίως διατύπωσε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή αντίρρηση για τη ρήτρα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της έδρας της εταιρίας μας, ήτοι το Βερολίνο. Την ύπαρξη δε διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Βερολίνου έκανε δεκτή και το Πρωτοδικείο του Βερολίνου στην υπ’ αριθ. 86/0/ 29/05 απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την αγωγή της εταιρίας μας κατά της ενάγουσας για τις αξιώσεις από εκκρεμή τιμολόγια από την επίδικη συμβατική σχέση”. Ενόψει δε των ανωτέρω η εναγομένη ζήτησε την απόρριψη της ένδικης αγωγής λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 1360/2010 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθούν στην εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, απορρίπτοντας παράλληλα την ως άνω ένσταση της εναγομένης, ακολούθως έκρινε την αγωγή νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη κατά ένα μέρος και αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για αποζημίωση πελατείας το ποσό των 45.741,51 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της αποφάσεως αυτής η εναγομένη άσκησε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς την από 11-5-2010 έφεσή της, με τον πρώτο λόγο της οποίας επανέφερε την ένστασή της περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της ένδικης υπόθεσης, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στην ένστασή της αποκλειστική δικαιοδοσία προς τούτο έχουν τα δικαστήρια του Βερολίνου (Γερμανίας). Το Εφετείο, κρίνοντας επί του λόγου αυτού της εφέσεως, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: “Η εναγομένη αλλοδαπή εταιρία, με τον πρώτο λόγο εφέσεως επαναφέρει την ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, που προέβαλε προεχόντως πριν από κάθε άμυνα επί της ένδικης υποθέσεως, ισχυριζόμενη ότι σχετικά με την επίδικη σύμβαση αποκλειστικής διανομής, στα διαμειβόμενα μεταξύ των διαδίκων εμπόρων τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, περιλαμβάνονταν ο Γενικός Όρος Συναλλαγών (όπως συμβαίνει σε κάθε τιμολόγιο, όπου είναι προδιατυπωμένος ο όρος ότι “όλες οι νομικές σχέσεις θα διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ ως προς τον τύπο και την ισχύ της συμβατικής σχέσης αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα δικαστήρια της έδρας της εταιρίας, δηλαδή της Γερμανίας”, τον όρο δε αυτό σιωπηρά αποδέχεται κατά το περιεχόμενο κάθε συναλλασσόμενος). Πράγματι, ο όρος αυτός υπήρχε στους έντυπους γενικούς όρους συναλλαγών, που είχαν καταχωρηθεί στην οπίσθια σελίδα των τιμολογίων, στην εμπρόσθια όψη των οποίων μάλιστα γίνεται παραπομπή στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, τα τιμολόγια δε αυτά, εξέδιδε η εναγομένη και αποστέλλονταν κάθε φορά στην ενάγουσα, που τα εξοφλούσε επανειλημμένως και αδιαμαρτύρητα. Η εν λόγω συμφωνία αφορά το διεθνές εμπόριο, καθώς έχει καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων εταιριών με έδρα σε διαφορετικά κράτη και συμπεριλαμβάνει εμπορικές υποθέσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας, στον κλάδο δε αυτό, υπάρχει παγιωμένη διεθνώς εμπορική συνήθεια και πρακτική να καθορίζεται το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης, καθώς και το ζήτημα διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω Γενικών Όρων Συναλλαγών, που είναι τυπωμένοι στα τιμολόγια, πράγμα που γνωρίζουν οι συναλλασσόμενοι στον εν λόγω κλάδο ή οφείλουν να γνωρίζουν, τα ανωτέρω δε, δεν αμφισβητήθηκαν από την ενάγουσα. Επισημαίνεται ότι, την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Βερολίνου έκανε δεκτή και το Πρωτοδικείο του Βερολίνου με την υπ’ αριθ. 86/0/29/05 απόφασή του, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση από την γερμανική γλώσσα στην ελληνική από την εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη-εναγομένη), με την οποία δέχθηκε αγωγή αυτής κατά της νυν ενάγουσας για αξιώσεις της από εκκρεμή τιμολόγια (από την ίδια συμβατική σχέση) και την υποχρέωσε να καταβάλει σ’ αυτήν το ποσό των 25.569,40 ευρώ». Με τις σκέψεις αυτές το Εφετείο, έκανε δεκτό τον ανωτέρω (πρώτο) λόγο της έφεσης της αναιρεσίβλητης, κρίνοντας αντίθετα προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο είχε απορρίψει την ένσταση της τελευταίας περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του Βερολίνου, με την αιτιολογία ότι απαιτείτο προς τούτο γραπτή επιβεβαίωση κατ’ άρθρο 17 παρ. 1 εδ. α’ περ. β’ της Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία όμως δεν υπήρχε, κρίνοντας περαιτέρω (το Εφετείο), ότι η Σύμβαση αυτή έχει αντικατασταθεί με τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 1 του οποίου, αρκούσε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται σ’ αυτές για τον καθορισμό της διεθνούς δικαιοδοσίας στο διεθνές εμπόριο, οι οποίες κατά τις παραδοχές του συνέτρεχαν εν προκειμένω, ώστε να καθίσταται αποκλειστική η δικαιοδοσία των δικαστηρίων του Βερολίνου για την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, ακολούθως δε αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μετά την παραδοχή της ως άνω ένστασης, απέρριψε την ένδικη αγωγή λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων να επιληφθούν της εκδίκασης αυτής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτο με το να αρνηθεί την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της συμβατικής βάσης της ένδικης αγωγής, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ορθά εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, η οποία αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών, οι διατάξεις δε αυτές έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, ενόψει του ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 24-6-2008. Εξάλλου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το άρθρο 17 της προϊσχυσάσης Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως ήταν αρχικά διατυπωμένο, εξαρτούσε μεν την εγκυρότητα ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας μόνο από την ύπαρξη γραπτής συμφωνίας ή προφορικής συμφωνίας με γραπτή επιβεβαίωση, όμως, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες συνήθειες και επιταγές του διεθνούς εμπορίου, η Σύμβαση 9ης Οκτωβρίου 1978 προσέθεσε στο άρθρο 17 μία τρίτη περίπτωση, η οποία προβλέπει την έγκυρη σύναψη στο διεθνές εμπόριο συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, η δε σχετική διάταξη εμπεριέχεται αυτούσια στο άρθρο 23 παρ. 1 περ. γ’ Καν. 44/2001 του Συμβουλίου και έχει την προεκτεθείσα έννοια, που αναφέρεται στην προρρηθείσα απόφαση του ΔΕΚ. Σύμφωνα δε με όσα δέχεται το Εφετείο, συνέτρεχαν εν προκειμένω οι κατά τις άνω διατάξεις των 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 23 παρ. 1 περ. γ’ Καν. 44/2001 προϋποθέσεις, που προσέδιδαν στα γερμανικά δικαστήρια αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, αφού αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, στον προαναφερθέντα κανονισμό Ελλάδα και Γερμανία, όπου εδρεύουν αντίστοιχα και τα διάδικα μέρη είχαν υπογράψει την Σύμβαση των Βρυξελλών και είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε μεταξύ των διαδίκων προφορική συμφωνία αποκλειστικής διανομής ενιαία τόσο ως συμφωνία πώλησης προϊόντων από την αναιρεσίβλητη εταιρεία προς την αναιρεσείουσα όσο και ως συμφωνία παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της αναιρεσείουσας διανομής προς την αναιρεσίβλητη αφορούσε το διεθνές εμπόριο και είχε καταρτισθεί με έδρα σε διαφορετικά κράτη, περιείχε δε το στοιχείο αλλοδαπότητας σε κλάδο που υπάρχει παγιωμένη διεθνώς εμπορική συνήθεια και πρακτική να καθορίζεται το περιεχόμενο της συμβατικής σχέσης και το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας μέσω Γενικών Όρων Συναλλαγών, που είναι τυπωμένοι στα τιμολόγια, όπως συνέβαινε εν προκειμένω, όπου είχε καταχωρηθεί στα εκδιδόμενα από την εναγομένη εταιρία τιμολόγια, μεταξύ των έντυπων γενικών όρων συναλλαγών και ο όρος ότι “όλες οι νομικές σχέσεις θα διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και ως προς τον τύπο και την ισχύ της συμβατικής σχέσης αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα δικαστήρια της έδρας της εταιρίας” (δηλαδή της Γερμανίας), ενώ στην εμπρόσθια όψη αυτών γινόταν παραπομπή στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών, τα εν λόγω δε τιμολόγια εξέδιδε η εναγομένη και απέστελλε κάθε φορά στην ενάγουσα, που τα εξοφλούσε επανειλημμένως και αδιαμαρτύρητα, γνωρίζοντας τον παραπάνω όρο, χωρίς ποτέ να τον αμφισβητήσει, ούτε ακόμη και ενόψει της υπ’ αριθ. 86/0/29/05 απόφασης του Πρωτοδικείου του Βερολίνου, το οποίο δέχθηκε αγωγή της ήδη εναγομένης κατά της νυν ενάγουσας για αξιώσεις της από εκκρεμή τιμολόγια από την ίδια συμβατική σχέση, αφού έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της σχετικής αγωγής.
Συνεπώς οι, πρώτος έως και όγδοος, λόγοι του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, όπως ορθά εκτιμώνται κατά το σχετικό μέρος τους, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως (πρώτος έως όγδοος) κατά το μέρος που αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ αναφορικά με έλλειψη ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών, κατά την εφαρμογή των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, ο οποίος αντικατέστησε την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών, στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και είναι γι’ αυτό απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού πρόκειται για δικονομικές διατάξεις, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχονται αναιρετικά ως προς την πληρότητα των αιτιολογιών της εφαρμογής ή μη εφαρμογής τους με το λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Τέλος, οι αιτιάσεις από τον αριθμό 10 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που επικαλείται η αναιρεσείουσα, και περιέχονται στο οικείο μέρος του πρώτου, τέταρτου και πέμπτου, των λόγων της αίτησης αναίρεσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθώς και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης, καθόσον, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, για να καταλήξει το Εφετείο στο παραπάνω αποδεικτικό πόρισμα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, αλλά δικαιοδοσία προ τούτο έχουν τα γερμανικά δικαστήρια, ρητώς μνημονεύει στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη (τιμολόγια εναγομένης, απόφαση γερμανικού δικαστηρίου, ομολογία ενάγουσας κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ). Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, καθόσον οι προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας που δεν ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η από 24-07-2014 αίτηση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “Ι. Μ. & ΣΙΑ Ε.Π.Ε.” για αναίρεση της υπ’ αριθ. 479/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-07-2014 αίτηση της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “Ι. Μ. & ΣΙΑ Ε.Π.Ε.” για αναίρεση της υπ’ αριθ. 479/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΛΗΝΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ.