Απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η έφεση κατά 67χρονης που είχε κριθεί πρωτοδίκως ένοχη με την κατηγορία της πρόκλησης του θανάτου 24χρονου μοτοσικλετιστή λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης και επικίνδυνης πράξης (άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και της είχε επιβληθεί €3.000 πρόστιμο, 6 βαθμοί ποινής και στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης για 12 μήνες.
Η έφεση ασκήθηκε με το σκεπτικό ότι η επιβληθείσα ποινή για θανατηφόρο τροχαίο ήταν πολύ μικρή. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο Γενικός Εισαγγελέας, παρόλο που συμφωνεί πως το δυστύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αμέλεια της εφεσίβλητης, εντούτοις θεωρεί την επιβληθείσα ποινή έκδηλα ανεπαρκή. Και αυτό στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε την δέουσα βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος (4 χρόνια φυλάκιση).
Το τροχαίο συνέβη το 2014 στην ελεγχόμενη από φώτα τροχαίας διασταύρωση των οδών Πάφου και Αντρέα Αραούζου – Μελίνας Μερκούρη, στη Λεμεσό. Όπως συναφώς εκτέθηκαν τα γεγονότα από την Κατηγορούσα Αρχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη εισήλθε στη διασταύρωση με πρόθεση να στρίψει δεξιά, όπως είχε κάθε δικαίωμα εφόσον το δεξιό βέλος της πορείας της ήταν πράσινο. Δεν πρόλαβε όμως να υλοποιήσει την πρόθεσή της διότι, στο μεταξύ, μεσολάβησε αλλαγή των φώτων που επέτρεπε και στα εξ αντιθέτου αυτοκίνητα να συνεχίσουν την πορεία τους. Με αποτέλεσμα να παραμείνει σταματημένη εντός της διασταύρωσης σε αναμονή για να περάσουν τα εξ αντιθέτου διερχόμενα αυτοκίνητα. Ενώ λοιπόν βρισκόταν σε αναμονή, με αναμμένο το πράσινο, αποπειράθηκε να στρίψει δεξιά προς την οδό Αντρέα Αραούζου, ενέργεια που απέκοψε την πορεία της εξ αντιθέτου ερχόμενης μοτοσικλέτας που οδηγούσε το θύμα. Με τραγική συνέπεια τη σύγκρουση των δύο οχημάτων και τον εκσφενδονισμό του μοτοσικλετιστή στο πεζοδρόμιο, ο οποίος βρήκε ακαριαίο θάνατο.
O πρωτόδικος δικαστής είχε κρίνει «ότι στην προκειμένη περίπτωση το φως ήταν πράσινο, νόμιμα βρισκόταν στη συμβολή, και νόμιμα μπορούσε να στρίψει εάν και εφόσον η οδική κυκλοφορία το επέτρεπε.Έχω ικανοποιηθεί ότι η επικίνδυνη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το σφάλμα της ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας απροσεξίας»
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση διατηρώντας την πρωτόδικη ποινή καθώς όπως συμπεραίνει «ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σ΄ ό,τι αφορά αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται στις περιπτώσεις που η επιδειχθείσα αμέλεια εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η αμέλεια που επέδειξε η 67χρονη εφεσίβλητη ήταν στιγμιαία – κρίση με την οποία, επαναλαμβάνουμε, δεν διαφωνεί ο Γενικός Εισαγγελέας – και στη βάση του στοιχείου αυτού, συνεκτιμώμενο με τις προσωπικές συνθήκες της εφεσίβλητης, το βεβαρυμένο ιατρικό ιστορικό της, το λευκό της ποινικό μητρώο και την παραδοχή της για ένα αδίκημα που ενδεχομένως θα μπορούσε να κριθεί ότι ήταν στο μεταίχμιο του άρθρου 210 του ΠΚ και της αμελούς οδήγησης του άρθρου 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72), ναι μεν η επιβληθείσα ποινή ήταν επιεικής αλλά σε καμιά περίπτωση έκδηλα ανεπαρκής».