To Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφασή του της 10ης Μαρτίου 2017, απέρριψε προσφυγή 44χρονης που κλήθηκε να επιστρέψει το ποσό των 18.910 ευρώ που είχε λάβει ως δημόσιο βοήθημα την περίοδο 2007-2012.
Η 44χρονη αιτήτρια, διαζευγμένη και μητέρα ενός παιδιού και εργαζόμενη σε ιδιωτική εταιρία, το 2008 υπέβαλε αίτηση για παροχή δημοσίου βοηθήματος,
δηλώνοντας ότι είναι ιδιοκτήτρια ενός διαμερίσματος στο οποίο διαμένει. Η παροχή δημόσιου βοηθήματος εγκρίθηκε, με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της, στη βάση του άρθρου 3(10)(α)(ii) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι) του 2006, ως μόνος γονέας με εξαρτώμενο το ανήλικο τότε παιδί της.
Η παροχή δημοσίου βοηθήματος προς την αιτήτρια σταμάτησε το 2012, αφού μετά την τροποποίηση των άρθρων 2 και 3 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/2006, με τη διαγραφή των όρων «μόνος γονέας» και «άγαμος γονέας» και την κατάργηση της διάταξης «σε μόνο γονέα οικογένειας», η αιτήτρια δεν ήταν πλέον δικαιούχος δημόσιου βοηθήματος.
Το 2012 οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, με επιστολή τους προς τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λεμεσού, ζήτησαν να διενεργηθεί έρευνα ακίνητης ιδιοκτησίας σε σχέση με την αιτήτρια σε όλη την Κύπρο. Σύμφωνα με πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας που εξασφαλίστηκε, στο όνομα της ήταν εγγεγραμμένη και άλλη κατοικία σε περιοχή της Επαρχίας Λεμεσού, πέραν του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε και συγκεκριμένα ½ μερίδιο οικίας.
Το 2013 οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ενημέρωσαν γραπτώς την αιτήτρια, ότι έπαυσε να είναι δικαιούχος δημόσιου βοηθήματος δυνάμει της τροποποίησης του Νόμου, ενώ εγκρίθηκε εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού για την πληρωμή ποσού ύψους €18.910,36, στη βάση του άρθρου 13(1) του Νόμου 95(Ι)/2006, λόγω του ότι η αιτήτρια παρέλειψε να δηλώσει ότι ήταν ιδιοκτήτρια δεύτερης κατοικίας στη Λεμεσό.
Η αιτήτρια μέσω των συνηγόρων της υποστήριξε ότι η ύπαρξη του δεύτερο ακίνητου, το οποίο δεν δηλώθηκε στην αίτηση, αφενός μεν δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού για την λήψη βοηθήματος, αφού αποτελεί εκ των πραγμάτων και/ή εκ του νόμου μη αξιοποιήσιμη περιουσία καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής της μητέρας της αιτήτριας, η οποία εξακολουθεί να ζει, λόγω της επικαρπίας προς όφελός της, που δέσμευε το ακίνητο και από την άλλη στην περίπτωση της αιτήτριας δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 10 (στ) του Νόμου, που ορίζει ότι δεν παρέχεται δημόσιο βοήθημα εάν ο αιτητής, εκτός από την οικία στην οποία δυνατό να διαμένει, κατέχει κινητή ή ακίνητη περιουσία την οποία παραλείπει να αναπτύξει ή εκμεταλλευθεί, με τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημά του ή να βελτιώσει τους οικονομικούς του πόρους ή να τον καταστήσει αυτοσυντήρητο, καθότι στην περίπτωση της αιτήτριας, δεν μπορούσε να την εκμεταλλευτεί με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αυξήσει το εισόδημα της ή να βελτιώσει τους οικονομικούς της πόρους ή να την καταστήσει αυτοσυντήρητη.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι εν προκειμένω εφαρμόζεται το άρθρο 27 του Νόμου 95(Ι)/2006, που αφορά τον τρόπο ανάκτησης του οφειλόμενου δημοσίου βοηθήματος, που δίδεται δυνάμει του άρθρου 3(14) σε περίπτωση που υπάρχει πρόσθετη ιδιοκτησία.
Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, «η μη αποκάλυψη του γεγονότος ότι η αιτήτρια είχε εγγεγραμμένη στο όνομά της και άλλη ακίνητη περιουσία, πέραν της οικίας στην οποία διέμενε, δεν της στερούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο το δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα, αν ισχύει ότι επρόκειτο για ακίνητο που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί, όπως και η ίδια η αιτήτρια υποστηρίζει μέσω του δικηγόρου της στην γραπτή αγόρευση. Αν η πρόσθετη ακίνητη ιδιοκτησία μπορούσε να αξιοποιηθεί, δεν θα δικαιούτο δημόσιου βοηθήματος βάσει του Νόμου.
Όμως σε τέτοια περίπτωση, όπου δηλαδή υπάρχει άλλη ακίνητη ιδιοκτησία που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, το δημόσιο βοήθημα ανακτάται (βλ. άρθρο 3(14)) πάντοτε, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 27, δηλαδή μετά θάνατο από την περιουσία η οποία δυνατόν να δεσμευθεί (βλ. άρθρο 27), προς εξασφάλιση του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί.
Επομένως, αντίθετα με τα όσα εισηγείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, ότι δηλαδή αυτή δηλαδή θα λάμβανε το βοήθημα ούτως ή άλλως, έστω και αν αποκάλυπτε την πρόσθετη ακίνητη ιδιοκτησία της, δεν έχουν ουσιώδη σχέση με το επίδικο ζήτημα. Από τη στιγμή που σε τέτοιες περιπτώσεις το δημόσιο βοήθημα πρέπει να ανακτάται μετά θάνατον – με δυνατότητα για εξασφαλίσεις, με επιβάρυνση επί του εν λόγω ακινήτου – τότε δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η απόκρυψη του γεγονότος αυτού, στέρησε από το κράτος την ευκαιρία δέσμευσης της περιουσίας αυτής, για εξασφάλιση της ανάκτησης του ποσού, που κατά δέσμια αρμοδιότητα ήταν ανακτήσιμο».
Ενόψει αυτών το Δικαστήριο, απορρίπτοντας και τους λοιπούς ισχυρισμούς της αιτήτριας απέρριψε την προσφυγή της με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί άκυρη και παράνομη η υποχρέωση καταβολής του ποσού, κρίνοντας ότι εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας ο αρμόδιος Διευθυντής θεώρησε την απόκρυψη του γεγονότος αυτού «ουσιώδη» και εφάρμοσε το άρθρο 13(1) του Νόμου. Το ποσό των €18.910,36, έκρινε το δικαστήριο, που θα ήταν ανακτήσιμο μετά θάνατον, αναζητείται τώρα εν ζωή, δυνάμει των προνοιών του Νόμου.
(δημοσίευση απόφασης: cylaw.com)