Το θέμα της εξαίρεσης δικαστή σε υπόθεση πτώχευσης εξετάζει πρόσφατη απόφαση (24ηςΜαρτίου 2017) του Ανώτατου Δικαστηρίου, δικάζοντας πολιτική έφεση κατά τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία.
Aντικείμενο της έφεσης στην συγκεκριμένη υπόθεση ήταν διάταγμα παραλαβής της περιουσίας της Εφεσείουσας, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η αίτηση πτώχευσης στηρίχθηκε σε διάπραξη πράξης πτώχευσης, ήτοι σε μη συμμόρφωση με πτωχευτική ειδοποίηση, η βάση της οποίας ήταν η οφειλή εξ αποφάσεως χρέους της Εφεσείουσας. Συγκεκριμένα, εκδόθηκε απόφαση προς όφελος της τράπεζας (εφεσίβλητης) και εις βάρος της Εφεσείουσας, του συζύγου της και ενός ακόμη προσώπου, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €109.126,55 πλέον τόκων και εξόδων. Σε ό,τι αφορά τη πτωχευτική διαδικασία, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος παραλαβής. Αποφασίστηκε επίσης ότι η αίτηση δεν ήταν ούτε κακόπιστη ούτε καταχρηστική.
Μεταξύ των λόγων εφέσεως προβλήθηκε ο λόγος ότι ο Δικαστής που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση όφειλε να αυτοεξαιρεθεί, δεδομένου ότι είχε αποδεχθεί, κατά το κρίσιμο διάστημα, διορισμό του σε τραπεζικό οργανισμό, ως επικεφαλής του νομικού τμήματος του οργανισμού αυτού, γεγονός που του αφαιρούσε τα εξωτερικά εχέγγυα της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, δεδομένου μάλιστα ότι οι δικηγόροι της εφεσίβλητης τράπεζας είναι και οι εξωτερικοί νομικοί σύμβουλοι του προαναφερθέντος οργανισμού.
Σύμφωνα με τον ισχυρισμό αυτό, ενώ είχε επιφυλαχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και λίγο προτού εκδοθεί, έγινε γνωστό, ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε πρόταση τραπεζικού οργανισμού, άλλου από την Εφεσίβλητη τράπεζα, για να αναλάβει επικεφαλής του νομικού του τμήματος. Σύμφωνα με τον δικηγόρο της εφεσείουσας, ο πρωτόδικος Δικαστής θα έπρεπε να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό στους διαδίκους και πως όφειλε να αυτοεξαιρεθεί από την ενώπιόν του υπόθεση, διότι απώλεσε τα εξωτερικά εχέγγυα της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. Τούτο διότι, κανένας λογικός άνθρωπος στη θέση της δεν θα αισθανόταν ότι θα υπήρχαν τα σχετικά εχέγγυα αμεροληψίας, δεδομένων των θεμάτων τα οποία είχε να αποφασίσει ο εν λόγω Δικαστής, που άπτονται συμφερόντων τραπεζικής φύσεως και, ειδικότερα, το γεγονός ότι μια τράπεζα δεν χρησιμοποιεί τις μετοχές που έχουν τεθεί ως εγγύηση για την εξόφληση ενός χρέους, ως όφειλε. Προεκτείνοντας, προέβαλε ως μεμπτό επίσης το γεγονός ότι ο συνήγορος της Εφεσίβλητης είναι και ο βασικός νομικός σύμβουλος του τραπεζικού οργανισμού στον οποίο θα εργοδοτείτο και ο πρωτόδικος Δικαστής.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι «είναι θεμελιακή αρχή ότι η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται. Υπό το πρίσμα αυτό, η αμεροληψία και η ανεξαρτησία του δικαστή συνιστούν μια από τις βασικότερες αρχές δικαίου. Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί στην περίπτωση όπου τέτοιο θέμα τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και το αντικειμενικό, ήτοι κατά πόσο ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές προς αποκλεισμό οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας περί έλλειψης αμεροληψίας. Ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, άλλως οι διάδικοι θα μπορούσαν, κατά περίπτωση, να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Το κριτήριο για εξαίρεση δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές…
Οι δικαστές οφείλουν και θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζουν αιτήματα για εξαίρεσή τους με αρκετή περίσκεψη. Ταυτόχρονα, κατά παρόμοιο τρόπο, και οι δικηγόροι οφείλουν από μόνοι τους να υποβάλλουν τέτοια αιτήματα στις περιπτώσεις όπου συντρέχουν βάσιμοι λόγοι, εδραζόμενοι σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα.
Στην υπό κρίση περίπτωση, ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης και οι ισχυρισμοί που τον περιβάλλουν είναι εντελώς αβάσιμοι και, με όλο το σεβασμό, προϊόν απλής καχυποψίας και μόνο. Το γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής θα αναλάμβανε θέση προϊσταμένου στη νομική υπηρεσία άλλου τραπεζικού οργανισμού, αποσυναρτημένο από βάση γεγονότων που θα δικαιολογούσε πραγματική πιθανότητα προκατάληψης, δεν συνιστούσε λόγο εξαίρεσης. Η ενώπιόν του πτωχευτική διαδικασία εδραζόταν σε δεδομένα που κάλυπταν τη συγκεκριμένη περίπτωση της Εφεσείουσας και μόνο, χωρίς οποιεσδήποτε θεμελιακές προεκτάσεις και γενικότερες επιπτώσεις ή ωφελήματα σε τραπεζικούς οργανισμούς, ή γενικότερα, στο τραπεζικό σύστημα. Ούτε βεβαίως στοιχειοθετείται ζήτημα προκατάληψης και κατά προέκταση εξαίρεσης δικαστή στη βάση και μόνο του γεγονότος ότι ο συνήγορος της Εφεσίβλητης ενεργεί και ως συνήγορος του τραπεζικού οργανισμού στον οποίο θα εργοδοτείτο ο εν λόγω Δικαστής. Υπό το φως αυτών των στοιχείων, η μεταβολή του εργασιακού καθεστώτος του πρωτόδικου Δικαστή ήταν άνευ ουσιαστικής σημασίας και δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής ή και αντικειμενικής πιθανότητας προκατάληψης, στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης απορρίπτεται».
Εν τέλει το δικαστήριο απέρριψε την έφεση καθώς δεν εντόπισε στην προσβαλλόμενη υπόθεση οποιοδήποτε στοιχείο κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ούτε και διαπίστωσε ίχνος κακοπιστίας ή καταχρηστικής προώθησης της πτωχευτικής διαδικασίας. (δημοσίευση απόφασης:cylaw.com)