Τι αναφέρει η γνωμοδότηση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Σε απάντηση ερωτημάτων σχετικά με την ισχύ ή μη -μετά την εφαρμογή του νέου ασφαλιστικού νόμου-, στην έμμισθη εντολή, της συμφωνίας περί καταβολής του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών από τον εντολέα, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1445/15.3.2017 γνωμοδότηση του ΔΣΑ, η οποία έχει ως εξής:
Σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 1869/1989, που προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 2145/1993 οριζόταν ότι «Το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, τα ΝΠΙΔ καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούν δικηγόρους με έμμισθη εντολή … έχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν στο Ταμείο Νομικών, το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων και το ΚΕΑΔ ποσοστό δύο τρίτων της εκάστοτε ετήσιας ασφαλιστικής εισφοράς των απασχολουμένων σε αυτά δικηγόρων». Η εκ του νόμου, λοιπόν, υποχρέωση του εντολέα εξαντλείτο με την καταβολή των 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών, όπως διαμορφώνονταν εκάστοτε ετησίως, λόγω της έμμισθης εντολής. Στην περίπτωση που ο εντολέας κατέβαλλε το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών, ήτοι και το 1/3 των εισφορών με το οποίο βαρυνόταν ευθέως ο δικηγόρος, τότε πρόκειται για όρο της σύμβασης έμμισθης εντολής, που συμφωνήθηκε είτε ρητώς κατά την κατάρτιση της έγγραφης σύμβασης είτε σιωπηρώς (δια της αποδοχής του δικηγόρου της οικειοθελούς ανεπιφύλακτης παροχής του εντολέα).
Διαβάστε επίσης: Ο Νόμος 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εδώ.
Με το ν. 4387/2016 οι εισφορές του εμμίσθου δικηγόρου προσδιορίζονται σύμφωνα με τ’ άρθρα 35, 38, 41 και 97 του νόμου. Όπως και με το παλιό σύστημα προβλέπεται «εργοδοτική» εισφορά η οποία ανέρχεται συνολικά στο 21,38% επί των μεικτών αποδοχών (πλέον 221,84 € ετησίως για την εφάπαξ προνοιακή παροχή για τους προ της 1-1-1993 ασφαλισμένους κατά την παρ. 2β του άρθρου 35 του νόμου) και παρακρατούμενη εισφορά του δικηγόρου που ανέρχεται συνολικά στο ποσοστό των 12,72% επί των μεικτών αποδοχών πλέον 110,92 € ετησίως για την εφάπαξ προνοιακή παροχή για τους προ της 1-1-1993 ασφαλισμένους και των 16,72 % επί των μεικτών αποδοχών για τους ασφαλισμένους μετά την 31-12-1992.
Από την αντιπαραβολή των δύο συστημάτων προκύπτει ότι στην έμμισθη εντολή το σκεπτικό του νομοθέτη παραμένει το ίδιο ως προς τη συμμετοχή στην ασφάλιση των δύο μερών. Αυτό που μεταβάλλεται ουσιαστικά είναι η βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών που πλέον είναι οι πραγματικές αποδοχές του δικηγόρου και όταν πρόκειται για έμμισθο ο μισθός του δικηγόρου. Και με τα δύο συστήματα υπάρχει «εργοδοτική» εισφορά και επιβάρυνση του εμμίσθου δικηγόρου, μάλιστα περίπου στην ίδια αναλογία (ειδικά ως προς τον κλάδο σύνταξης διατηρείται ακριβώς). Στην περίπτωση, λοιπόν, που υπάρχει συμφωνία για κάλυψη από τον εντολέα του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών του δικηγόρου, ο εντολέας με το παλαιό σύστημα πέραν του μισθού κατέβαλε και το 1/3 που αντιστοιχούσε στην επιβάρυνση του δικηγόρου. Να σημειωθεί ότι η παροχή αυτή του εντολέα –λόγω του συστήματος- ανερχόταν στο 1/3 για το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του δικηγόρου, ακόμα και εάν αυτός είχε απολαβές πέραν της έμμισθης εντολής, ενώ με το παρόν σύστημα η παροχή αυτή περιορίζεται στις εισφορές που αναφέρονται αποκλειστικά στην αντιμισθία. Ουσιαστικά, δεδομένου μάλιστα ότι οι ασφαλιστικές εισφορές δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο πάγιο ποσό, αλλά μεταβάλλονταν ανά έτος, με τη συμφωνία αυτή τα μέρη προσδιόρισαν το ποσό της αντιμισθίας με βάση τις καθαρές προ φόρων αποδοχές.
Επομένως, η ως άνω συμφωνία, που αναφέρεται στη μη επιβάρυνση των αποδοχών του εμμίσθου δικηγόρου με ασφαλιστικές εισφορές, αποτελεί μέρος της σύμβασης έμμισθης εντολής και δη πρόκειται για ουσιώδη όρο αφού, συνδέεται με τις καταβαλλόμενες εκάστοτε αποδοχές. Η δε νομοθετική μεταβολή δεν επηρεάζει τη συμφωνία αυτή, αφού και στο παρόν σύστημα προβλέπεται η διττή (εντολέα και εμμίσθου) συμμετοχή στην ασφάλιση του δικηγόρου.
Κατά συνέπεια, δυνάμει, των ενοχικών υποχρεώσεων του εντολέα, που απορρέουν από τη σύμβαση έμμισθης εντολής ως έχει διαμορφωθεί, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4387/2016, οφείλει να καταβάλει στον δικηγόρο το ίδιο προ φόρων ποσό, προσαρμόζοντας ενδεχομένως τις μεικτές αποδοχές. Οιαδήποτε παρακράτηση από το μισθό ασφαλιστικών εισφορών που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των μέχρι τις 31-12-2016 καθαρών προ φόρων αποδοχών, χωρίς τη συναίνεση του δικηγόρου θα συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης (ΟλΑΠ 25/2002 και άρθρο 46 παρ. 5 ν. 4194/2013). Αν ο εντολέας, παρά την ως άνω συμφωνία προβεί σε παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών μειώνοντας τον καθαρό προ φόρων μισθό, ο δικηγόρος, προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι αποδέχθηκε τη μεταβολή αυτή σιωπηρώς και ότι ως εκ τούτου τροποποιήθηκε ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος, θα πρέπει να αντιταχθεί στη μονομερή βλαπτική μεταβολή εντός ευλόγου χρόνου (που όπως έχει νομολογηθεί στο εργατικό δίκαιο είναι τρεις μήνες).
Πηγή: dsa.gr