Χρηματική ποινή 125.000 ευρώ επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας σε 36χρονη τραπεζική υπάλληλο για τη διάπραξη 59 κατηγοριών, τις οποίες παραδέχτηκε και η ίδια ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι κατηγορίες αφορούν τα αδικήματα της Εξασφάλισης Χρημάτων με Ψευδείς Παραστάσεις, της Κλοπής, και της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η 36χρονη απέσπασε το συνολικό ποσό των €1.040.740 από τα θύματα της, αναφέροντάς τους ψευδώς ότι θα επένδυε τα ποσά σε καταθετικά σχέδια σε δύο τράπεζες, ενώ τέτοια σχέδια δεν υπήρχαν.
Παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων (για το αδίκημα της Νομιμοποίησης Εσόδων η προβλεπόμενη ποινή είναι 14 χρόνια φυλάκισης ή/και πρόστιμο μέχρι €500.000) το Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είναι μητέρα παιδιού ηλικίας 20 μηνών και να την εντάξει στα πλαίσια προστασίας του Νόμου (δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας). Ενώ, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, «οι εν γένει περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν θα εδικαιολογούσαν την επιβολή ποινής μικρότερης των 3 χρόνων, ώστε να εγειρόταν ζήτημα αναστολής».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση (της 7/2/2017) «πέραν της σοβαρότητας των αδικημάτων και της έξαρσης που παρουσιάζουν, η συγκεκριμένη υπόθεση χαρακτηρίζεται από πολύ ανησυχητικά και επικίνδυνα στοιχεία εξαπάτησης ανυποψίαστων πολιτών. Η κατηγορούμενη, προκειμένου να πείσει και εξαπατήσει, εν τέλει, τα θύματά της, δεν δίστασε να μηχανευθεί ανύπαρκτα επενδυτικά σχέδια, εκμεταλλευόμενη ακόμη και την αλτρουιστική ενέργεια του συζύγου της ο οποίος έγινε δότης μυελού των οστών για να σώσει τη ζωή συνανθρώπου μας. Οι πιο πάνω περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, σε συνάρτηση με τη μεγάλη χρονική διάρκεια, το εύρος της παράνομης δράσης της και το συνολικό ποσό που απέσπασε, το οποίο, όπως αναφέρθηκε πιο πριν, ανέρχεται στο ποσό του €1.040.740,00, κατατάσσει την περίπτωση στις σοβαρότερες του είδους».
Το Δικαστήριο για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ποινής έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που επικαλέστηκε ο συνήγορος της κατηγορουμένης ,ήτοι την παραδοχή, το λευκό της μητρώο, τις προσωπικές της συνθήκες και το γεγονός ότι απώλεσε την εργασία της. Ωστόσο η μεταμέλεια την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος της, δεν συνοδεύεται με αποζημίωση των θυμάτων. Απεναντίας, δηλώθηκε η αδυναμία της να αποζημιώσει τα παραπονούμενα πρόσωπα, χωρίς επαρκή εξήγηση για το που κατέληξαν τα μεγάλα χρηματικά ποσά που απέσπασε.
Πολύ σημαντική είναι η διαπίστωση του Δικαστή με την οποία καταλήγει η εν λόγω απόφαση: «Προτού τελειώσουμε, θεωρούμε υποχρέωση μας να εκφράσουμε τον προβληματισμό του Δικαστηρίου γιατί οικονομικά εγκλήματα του εύρους της παρούσας υπόθεσης, μένουν στην ουσία ατιμώρητα όταν διαπράττονται από εγκύους ή μητέρες τέκνων ηλικίας μέχρι 3 ετών, λόγω των προνοιών του Νόμου 33(Ι)/2005». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.com)