Ο νέος Νόμος 22(Ι)/2017 τροποποιεί τους περί των δικαιωμάτων προσώπων που συλλαμβάνονται και τελούν υπό κράτηση νόμους του 2005 και 2014. Οι τροποποιήσεις γίνονται στα πλαίσια εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα
πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας»
Σε σχέση με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, το άρθρο 3 του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη, αμέσως μετά το εδάφιο (2) αυτού, νέων εδαφίων (2Α), (2Β), (2Γ), (2Δ) και (2Ε). Βέβαια νέο εδάφιο (2Γ) στο κείμενο του νόμου δεν υπάρχει και όπως παρατηρεί κανείς, η αρίθμηση από (2Β) πηγαίνει αμέσως μετά σε (2Δ). Εν πάσει περιπτώσει τα νέα εδάφια έχουν ως εξής:
«(2Α) Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποιά προκύπτει πρώτη:
(α) Προτού ανακριθεί από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(β) εγκαίρως προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(γ) κατά τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(δ) μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(2Β) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο δικαίωμα υπόπτου ή κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαμβάνει το δικαίωμά του-
(α) Να έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση και επικοινωνία με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, περιλαμβανομένων, πριν από την ανάκρισή του από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή ή προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(β) να ζητήσει την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του: Νοείται ότι, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «συμμετοχή του δικηγόρου κατά την ανάκριση» σημαίνει τη δυνατότητα δικηγόρου να παρέχει διευκρινίσεις στον πελάτη του σε σχέση με την ακολουθητέα διαδικασία και να τον συμβουλεύει για τα δικονομικά δικαιώματά του που σχετίζονται με την ανάκρισή του: Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που συμμετέχει δικηγόρος κατά την ανάκριση, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωμα·
(γ) να ζητά την παράσταση του δικηγόρου του κατά τη διάρκεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, δικαιούται να παραστεί στη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
(2Δ) Η Αστυνομία Κύπρου τηρεί το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και του δικηγόρου του κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στον παρόντα Νόμο δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο: Νοείται ότι, η εν λόγω επικοινωνία περιλαμβάνει τις συναντήσεις, την αλληλογραφία, τις τηλεφωνικές συνομιλίες και άλλες μορφές επικοινωνίας που επιτρέπονται βάσει των διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
(2Ε)(α) Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, όταν για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
(β) Προσωρινή παρέκκλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(i) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
(ii) υπάρχει επιτακτική ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης από την Αστυνομία Κύπρου προς αποτροπή σοβαρού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.
(γ) Προσωρινή παρέκκλιση που εφαρμόζεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων, (α) και (β) του παρόντος εδαφίου-
(i) Είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και
(iv) δεν προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(δ) Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2Α) και στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2Β) δικαιώματα, αυτός δύναται, είτε κατά την πρώτη εμφάνισή του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης, είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον: Νοείται ότι, η απόφαση του μέλους της Αστυνομίας για εφαρμογή προσωρινής παρέκκλισης δυνάμει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο.» Δείτε ολόκληρο νέο νόμο στο cylaw.com και το ενοποιημένο κείμενο του νόμου εδώ