H Deutsche Bank, ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα που συμμετείχε στην αγορά συναλλάγματος και απέφυγε την επιβολή μέτρων από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ
Στη γερμανική τράπεζα Deutsche Bank αναμένεται να επιβληθούν πρόστιμα από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ και την Υπηρεσία Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (Department of Financial Services, DFS) της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για χειρισμούς της στην αγορά συναλλάγματος, αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg που επικαλείται πηγή με γνώση του θέματος.
Η Deutsche δήλωσε χθες ότι το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης έχει κλείσει μία έρευνα που έκανε για συναλλαγές της σε νομίσματα χωρίς να λάβει μέτρα, αλλά η πηγή ανέφερε ότι οι εποπτικές Αρχές βρίσκονται στα τελικά στάδια των δικών τους ερευνών για το θέμα αυτό και ότι η Αρχή της Νέας Υόρκης που εποπτεύει τις τράπεζες είναι κοντά στην ολοκλήρωση της δικής της έρευνας.
H DFS άρχισε το 2014 την έρευνά της για τη Deutsche Bank και τη Barclays, εστιάζοντας στις πλατφόρμες ηλεκτρονικών συναλλαγών της γερμανικής τράπεζας. Τελικά, η εποπτική Αρχή επέκτεινε την έρευνά της και σε τέσσερις άλλες τράπεζες που λειτουργούν στις ΗΠΑ: τη Goldmans Sachs, τη BNP Paribas, τη Credit Suisse Group και τη Societe Generale. H αλληλοεπικάλυψη των ερευνών για τις συναλλαγές με νομίσματα από δικαστικές και εποπτικές υπηρεσίες έχει παγιδεύσει αρκετές μεγάλες τράπεζες. Πέντε παραδέχθηκαν την ενοχή τους το 2015 στην έρευνα του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης – η Citigroup, η JPMorgan Chase, η Barclays, η Royal Bank of Scotland και η UBS Group.
H Deutsche Bank, εξηγεί το δημοσίευμα του Bloomberg, ήταν η μεγαλύτερη τράπεζα που συμμετείχε στην αγορά συναλλάγματος και απέφυγε την επιβολή μέτρων από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει μία αστική αγωγή εναντίον της ίδιας και 15 άλλων τραπεζών. Στην αγωγή, που υποβλήθηκε στο Μανχάταν, οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι υπήρξε χειραγώγηση των νομισμάτων με ανταλλαγές μηνυμάτων. Σύμφωνα με την αγωγή αυτή, χρηματιστές της Deutsche Bank συζητούσαν, από τις αρχές του 2008 έως τα τέλη του 2012, σε χώρο ανταλλαγής μηνυμάτων (chat room) για το καναδικό δολάριο και το δολάριο Νέας Ζηλανδίας με χρηματιστές από έξι άλλες τράπεζες. Η γερμανική τράπεζα ήταν μία από εννιά τράπεζες που υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε «ούτε ένας συγκεκριμένος πραγματικός ισχυρισμός» πως συνωμότησαν για να χειραγωγήσουν τις ισοτιμίες νομισμάτων.