Έγκυρη ματαίωση διοικητικής επίλυσης διαφοράς επί απουσίας φορολογούμενου και έναρξη προθεσμίας για άσκηση εμπρόθεσμης προσφυγής – απόδειξη ισχυρισμών με δημόσια έγγραφα
Αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων (άρθρο 171 παρ. 1 και 3) εν όψει του δικαιώματος σε παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ., 6 ΕΣΔΑ) : προκειμένου να επέλθουν οι συνέπειες από την απουσία του αιτούντος, επιβάλλεται να έχει γνωστοποιηθεί σε αυτόν ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του πριν από εύλογο χρόνο και με τρόπο πρόσφορο η ημερομηνία συζητήσεως της αιτήσεώς του τούτο δε να αποδεικνύεται κατά τρόπο που να μην καταλείπει αμφιβολίες (όπως, με τη σύνταξη επί της αιτήσεως σχετικής πράξεως ορισμού ημέρας συζητήσεως, προσυπογεγραμμένη από το φορολογούμενο ή με ανακοίνωση της ημερομηνίας αυτής με έγγραφο κοινοποιούμενο κατά τις διατάξεις των άρθρων 57-67 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας – ήδη άρθρα 47-57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
Αριθμός 248/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 14 Οκτωβρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ι. Γράβαρης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, ελλείποντος Προέδρου του Τμήματος και σε αναπλήρωση των αρχαιοτέρων του Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 5 Ιουλίου 2007 αίτηση: του ….. του …., κατοίκου ….. (οδός …. αρ. ..), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο … (A.M. …), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 24/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Νικολάου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικό έντυπο παραβόλου υπ’ άριθμ. 1750548/2.007, σειράς Α’).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 24/2007 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 7500/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί, ως εκπρόθεσμη, προσφυγή του ιδίου κατά της υπ’ αριθμ. 60/1997 πράξεως επιβολής προστίμου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, συνολικού ύψους 23.000.000 δραχμών, που εξέδωσε εις βάρος του ο Προϊστάμενος της Ζ'(μετέπειτα ΣΤ’) Δ.Ο.Υ. Αθηνών.
3. Επειδή, το άρθρο 77 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π. δ. 331/1985, ΦΕΚ 116 τ.Α’) ορίζει ότι «1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής είναι είκοσι ημέρες και αρχίζει από την επομένη της ημέρας που επιδόθηκε η πράξη […]». Εξάλλου, στην παράγραφο 4 του άρθρου 34 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 τ. Α’) ορίζεται ότι «Για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και τη διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του προστίμου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.δ. 3323/1955 [περί φορολογίας εισοδήματος], όπως ισχύουν κάθε φορά …» (κατά τον κρίσιμο χρόνο ν. 2238/1994 περί κυρώσεως του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, Α’ 151). Τέλος, στο άρθρο 70 του εν λόγω Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. 2. […] 3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. Αυτός που υποβάλλει την αίτηση για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς υποχρεούται να προσκομίσει μέσα στην παραπάνω προθεσμία τα αποδεικτικά στοιχεία για την υποστήριξη της αίτησής του και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του 4. […] 5. Ειδικώς, όταν στο φύλλο ελέγχου περιλαμβάνονται και εισοδήματα που προέρχονται από γεωργικές ή εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος ή μόνο τέτοια εισοδήματα, που προέρχονται όμως αποκλειστικά από άσκηση επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία και στοιχεία της τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η διοικητική επίλυση της διαφοράς γίνεται από επιτροπή […] Κατά τη συζήτηση της πρότασης για διοικητική επίλυση της διαφοράς παρίσταται ο φορολογούμενος αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του κατά τις διατάξεις της παραγράφου 7. Αν δεν παραστεί ο φορολογούμενος ή εκπρόσωπος του κατά τη συνεδρίαση που έχει ορισθεί για την εξέταση της πρότασής του, η διοικητική επίλυση της διαφοράς ματαιώνεται 6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και : α) του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας […] συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς […] Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά. Αν υποβληθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς. 7. Η συζήτηση της αίτησης για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς και η υπογραφή της σχετικής πράξης μπορεί να γίνει και από ειδικό πληρεξούσιο του υποχρέου. […]».
Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις, αν υποβληθεί, με ιδιαίτερη αίτηση, πρόταση για διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ άλλων, επί καταλογισμού προστίμου Κ.Β.Σ., και κατά την ορισθείσα προς τούτο ημέρα συζητήσεως δεν παραστεί ο αιτών ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος του, η διοικητική επίλυση ματαιώνεται, συντασσομένης σχετικής, πράξεως, από της επομένης δε αρχίζει η εικοσαήμερη, προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης. Κατά την έννοια όμως των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων εν όψει του δικαιώματος σε παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ., 6 ΕΣΔΑ),
προκειμένου να επέλθουν οι πιο πάνω συνέπειες από την απουσία του αιτούντος, επιβάλλεται να έχει γνωστοποιηθεί σε αυτόν ή τον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο του πριν από εύλογο χρόνο και με τρόπο πρόσφορο η ημερομηνία συζητήσεως της αιτήσεώς του τούτο δε να αποδεικνύεται κατά τρόπο που να μην καταλείπει αμφιβολίες (όπως, με τη σύνταξη επί της αιτήσεως σχετικής πράξεως ορισμού ημέρας συζητήσεως, προσυπογεγραμμένη από το φορολογούμενο ή με ανακοίνωση της ημερομηνίας αυτής με έγγραφο κοινοποιούμενο κατά τις διατάξεις των άρθρων 57-67 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας – ήδη άρθρα 47-57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
4. Επειδή, εξ άλλου, σύμφωνα τόσο με το άρθρο 144 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας όσο και με τα άρθρα 171 παρ. 1 και 3 και 148 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τα δημόσια έγγραφα, τα οποία έχουν συνταχθεί από το αρμόδιο όργανο και κατά τους νομίμους τύπους, αποτελούν πλήρη απόδειξη – της ανταποδείξεως μη επιτρεπομένης παρά με την προσβολή τους ως πλαστών – μόνο για όσα βεβαιώνεται σε αυτά ότι έγιναν από τον ίδιο τον συντάκτη τους ή ενώπιον του. Κατά τα λοιπά, εκτιμώνται ελευθέρως.
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα : Η επίδικη πράξη επιβολής προστίμου (60/1997) του Προϊσταμένου της Ζ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών (βλ. ανωτ. σκέψη 2) επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 3.10.1997 και κατ’ αύτης ασκήθηκε από μέρους του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών η από 5.1.1998 προσφυγή (αύξ. αριθμός καταχώρισης στο οικείο βιβλίο της γραμματείας του Πρωτοδικείου 13/5.1.1998). Με την εν λόγω προσφυγή ο αναιρεσείων αμφισβήτησε την διάπραξη από αυτόν των παραβάσεων του Κ.Β.Σ. που του αποδόθηκαν, χωρίς να προβάλει κανέναν ισχυρισμό αναφορικά με την άσκηση της προσφυγής του μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 20 ημερών από την επομένη της επιδόσεως σε αυτόν της ανωτέρω πράξεως. Ενόψει αυτών, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως εκπρόθεσμη. Με την έφεση που άσκησε κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι στις 23.10.1997, δηλαδή την τελευταία ημέρα της ανωτέρω εικοσαήμερης προθεσμίας, υπέβαλε την υπ1 αριθμ. 12864/23.10.1997 αίτηση για διοικητική επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 70 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πλην όμως ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Ζ’ Αθηνών δεν απάντησε στο αίτημά του και, ως εκ τούτου, θεωρώντας ότι αρνήθηκε σιωπηρώς την αποδοχή της αιτήσεώς του αυτής, άσκησε την ως άνω προσφυγή. Η φορολογική αρχή, σε εκτέλεση της 1155/2002 προδικαστικής αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, προσκόμισε ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο της εν λόγω αιτήσεως, η οποία έφερε στο σώμα της την από 20.11.1997 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. με το ακόλουθο περιεχόμενο : «Έγινε τηλεφώνημα στον πληρεξούσιο δικηγόρο της εταιρείας για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς (άρθρ. 70 παρ. 3 ν.
), πλην όμως ο προσφεύγων δεν ανταποκρίθηκε». Επίσης, στην αίτηση αυτή υπήρχε σημείωση του Προϊσταμένου του Δικαστικού Τμήματος, στην οποία αναφέρονταν αφενός η «ημερομηνία συμβιβασμού (14.11.1997, ημέρα Παρασκευή)» και αφετέρου «το όνομα και τα τηλέφωνα του δικηγόρου Ανδρέου». Τη νομιμότητα τόσο του ως άνω ορισμού της ημερομηνίας συμβιβασμού όσο και του τρόπου γνωστοποιήσεώς της (τηλεφωνική επικοινωνία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο), αμφισβήτησε, με το υπόμνημα που κατέθεσε, ακολούθως, ο αναιρεσείων, ο οποίος προέβαλε, περαιτέρω, ότι, σε κάθε περίπτωση, ούτε ο ίδιος αλλ’ ούτε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του είχαν ενημερωθεί, για την ημερομηνία συμβιβασμού, με. συνέπεια «να μη μπορούν να παραχθούν έννομα αποτελέσματα». Το διοικητικό εφετείο, – με την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι η ανωτέρω, από 20.11.1997, πράξη ματαιώσεως της διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς ήταν νόμιμη, καθόσον ο αναιρεσείων δεν προσήλθε για συμβιβασμό στη νομίμως ορισθείσα ημερομηνία, για την οποία είχε νομίμως ενημερωθεί τηλεφωνικά ο δικηγόρος Γ. Ανδρέου, ο οποίος ήταν πληρεξούσιος δικηγόρος του, όπως δεν αμφισβητείτο. Στην κρίση του αυτή κατέληξε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συνεκτιμώντας α) ότι, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία τρίτης κατηγορίας, δεν προβλεπόταν – σύμφωνα με το άρθρο 70 του ν.
– ειδική διαδικασία για τον ορισμό ημερομηνίας συμβιβασμού και τη γνωστοποίηση αυτής στον επιτηδευματία που τηρεί βιβλία Β’ κατηγορίας, όπως ο αναιρεσείων, β) ότι η από 20.11.1997 ως άνω πράξη του προϊσταμένου αποτελούσε πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονταν σ’ αυτή, «προς την οποία είναι δυνατή η ανταπόδειξη μόνο εφόσον το
έγγραφο αυτό προσβληθεί ως πλαστό (άρθρο 171 του ΚΔιοικΔ)» και γ) ότι ο αναιρεσείων, καταθέτοντας την προαναφερόμενη αίτησή του για διοικητική επίλυση της διαφοράς την τελευταία ημέρα της νόμιμης προθεσμίας, χωρίς την προσκόμιση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και την ανάπτυξη των ισχυρισμών του, «δεν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια». Περαιτέρω, το ίδιο δικαστήριο, με τη σκέψη ότι σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, όπως εν προκειμένω, η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαιώσεως της διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 6 τελευταίο εδάφιο του ν.
, έκρινε ότι η ένδικη προσφυγή, που είχε κατατεθεί στις 5.1.1998, δηλαδή μετά τη λήξη της εικοσαήμερης προθεσμίας από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαιώσεως της διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς (από 20.11.1997), χωρίς να γίνει επίκληση λόγου ανωτέρας βίας, ήταν εκπρόθεσμη, όπως ορθώς, αν και με άλλη αιτιολογία, είχε κριθεί και με την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε, ως εκ τούτου, την έφεση.
6. Επειδή, κατά τα ανωτέρω, το δικάσαν δικαστήριο θεμελίωσε την κρίση του ότι είχε νομίμως ενημερωθεί για την ημερομηνία συμβιβασμού ο πληρεξούσιος δικηγόρος (Γ. Ανδρέου) του αναιρεσείοντος στην προαναφε-ρόμενη πράξη (από 20.11.1997) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ζ’ Αθηνών, η οποία θεώρησε ότι, ως δημόσιο έγγραφο, αποτελούσε, κατά τα προεκτεθέντα, «πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σ’ αυτή». Πλην όμως, δεδομένου ότι στο εν λόγω έγγραφο ούτε βεβαιώνεται πως το αναφερόμενο σε αυτό τηλεφώνημα έγινε από τον ίδιο τον συντάκτη του ως άνω προϊστάμενο ή έστω ενώπιον του από άλλον υπάλληλο ούτε προκύπτει από αυτό ο χρόνος διενέργειας του τηλεφωνήματος, ο τελικός αποδέκτης του, καθώς και το ακριβές περιεχόμενο του, το έγγραφο αυτό, όχι μόνο δεν είχε, ως προς τα κρίσιμα εν προκειμένω στοιχεία, την αυξημένη αποδεικτική ισχύ δημοσίου εγγράφου (ανωτέρω σκέψη 4), αλλ’ ούτε και συνιστούσε τον ενδεδειγμένο κατά νόμο, μη καταλείποντα αμφιβολίες, τρόπο γνωστοποίησης της ημερομηνίας συζητήσεως της ένδικης αιτήσεως, διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ο οποίος και μόνον, κατά τα εκτεθέντα τη σκέψη 3, θα είχε ως συνέπεια την έγκυρη ματαίωση της διαδικασίας και τη συνακόλουθη έναρξη της προθεσμίας προσφυγής κατά της καταλογιστικής πράξης. Έσφαλε, συνεπώς, το διοικητικό εφετείο, το οποίο έκρινε αντιθέτως, για το λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα, νόμιμη κρίση.
Δ ι ά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 24/2007 απόφαση, του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στον αναιρεσείοντα και
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Ιανουαρίου 2017.