Περίληψη
Επειδή, κατά τη ρητή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, η οποία, άλλωστε, επιβάλλουσα φορολογικό βάρος, είναι στενώς ερμηνευτέα, κριτήριο και βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αποτελούν τα εισοδήματα, τα οποία όχι απλώς «δηλώνονται με τις δηλώσεις των […] οικονομικών ετών 2011-2015» αλλά και «προκύπτουν» κατά την αντίστοιχη διαχειριστική χρήση (2010-2014). Ως τέτοια, δε, νοούνται τα αναγόμενα στη χρήση αυτή εισοδήματα, δηλαδή τα εισοδήματα εκείνα για τα οποία γεννήθηκε αξίωση κατά την εν λόγω χρήση, αδιαφόρως του χρόνου κατά τον οποίο πραγματοποιούνται, δηλαδή εισπράττονται από τον φορολογούμενο, του νομοθέτη διαφοροποιουμένου, κατά τούτο, από το σύστημα του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος όπως από το άρθρο 46 παρ. 1 ως προς τον χρόνο απόκτησης των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου για αποδοχές καταβαλλόμενες σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος είσπραξής τους, οπότε απαλλάσσεται από το φόρο ποσοστό 20% αυτών.
Αριθμός 295/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 9 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Ι. Σύμπλης, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Γ. Φλίγγου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 20 Σεπτεμβρίου 2016 αίτηση: της Γενικής Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία δεν παρέστη, κατά της υπ’ αριθμ. 1138/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 29 περ. η’ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988, Α’ 35, Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3900/2010, Α’ 213) και η οποία, με την από 4- 10-2016 πράξη της Προέδρου του Β’ Τμήματος, έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεσή του λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η αναίρεση υπέρ του νόμου της 1138/2016 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε προσφυγή δικαστικού λειτουργού κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης, από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης (και μετέπειτα Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών) του Υπουργείου Οικονομικών, ενδικοφανούς προσφυγής του κατά σιωπηρής αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Παλαιού Φαλήρου επί επιφυλάξεως που είχε διατυπώσει στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του, οικονομικού έτους 2014, και κρίθηκε ότι νομίμως επιβλήθηκε ειδική εισφορά αλληλεγγύης κατ’ άρθρο 29 του ν. 3986/2011 επί του ποσού της 4ης δόσης της προβλεπόμενης από το άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 έκτακτης παροχής. Κατά της ίδιας απόφασης και κατά το μέρος που δέχθηκε την ως άνω προσφυγή αναφορικά με την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος ποσοστού 25% των ετήσιων συνολικών ακαθάριστων αποδοχών από την άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος, το Δημόσιο έχει ασκήσει έφεση.
2. Επειδή, με τις 110/2016 και 261/2016 αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος επί προσφυγών δικαστικών λειτουργών αναφορικά με το εάν η έκτακτη παροχή της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, κρίθηκε ότι τα τεθέντα ενώπιον του με τις προσφυγές αυτές νομικά ζητήματα, αν, δηλαδή, στη βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 μπορούν να συμπεριληφθούν α) εισοδήματα αυτοτελώς φορολογούμενα (με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης) για τα οποία οι διατάξεις που τα προβλέπουν περιέχουν και ρύθμιση περί μη «υπαγωγής» τους σε άλλη φορολογική επιβάρυνση, β) εισοδήματα τα οποία ανάγονται σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της είσπραξής τους, έστω και αν αυτά προβλήθηκαν στο πλαίσιο ερμηνείας των ειδικότερων διατάξεων του ν. 3620/2007, αποτελούν πάντως ζητήματα που μπορεί να αφορούν και άλλες κατηγορίες υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου, εν τέλει δε, δεν σχετίζονται με τις ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις για την προσωπική και Λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τη συνακόλουθη ιδιαίτερη μισθολογική και συνταξιοδοτική μεταχείριση που επιφυλάσσει γΓ αυτούς το Σύνταγμα. Ενόψει τούτων, κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται δικαιοδοσία του εν λόγω Δικαστηρίου για την επίλυση των ανωτέρω ζητημάτων, αρμόδια δε είναι προς τούτο τα διοικητικά δικαστήρια.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου υπογραφόμενη από τον Αντεπίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατ’ εξουσιοδότηση της Γενικής Επιτρόπου σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 του ως άνω Κώδικα (βλ. 2460/19-9-2016 εξουσιοδοτικό έγγραφο της) είναι, κατ’ άρθρο 53 παρ. 5 του π. δ/τος 18/1989 (Α’8), όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη με το άρθρο 14 παρ. 7 του ν. 3038/2002 (Α’ 180), παραδεκτή (ΣτΕ 2040/2007 Ολ., 3078, ΣτΕ 3122/2010 7μ., ΣτΕ 670/2012 7μ.), έστω και αν η αναιρεσιβαλλόμενη, κατά το προσβαλλόμενο αυτής κεφάλαιο, ως εκ του ποσού της διαφοράς (που προκύπτει από την εφαρμογή των συντελεστών της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 επί ποσού 46.022,54 ευρώ), είναι ανέκκλητη κατ’ άρθρο 92 Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, Α’ 97) και δεν θα υπέκειτο, κατ’ άρθρο 53 παρ. 4 του π. δ/τος 18/1989, όπως η παρ. αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010, σε αναίρεση (πρβλ. ΣτΕ 1026/2013 7μ., ΣτΕ 670/2012 7μ, 3078, ΣτΕ 3122/2010 7μ., ΣτΕ 1410/2008 7μ.’). Περαιτέρω, δε, νομίμως συζητήθηκε χωρίς να παρίσταται η Γενική Επίτροπος και οι διατελέσαντες ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διάδικοι, των οποίων εξάλλου δεν απαιτείται κλήτευση κατά το άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (ΣτΕ 3541/2003 Ολ., ΣτΕ 1410/2008 7μ., ΣτΕ 3078/2010 7μ. κ.ά.).
4. Επειδή, με τον ν. 3985/2011 (Α’ 151) εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015, το οποίο αποτυπώνει τα όρια και τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται για την περίοδο αυτή ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες όλων των υποτομέων της γενικής κυβέρνησης, καθώς και του ύψους του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Για την εφαρμογή των στόχων του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου εκδόθηκε ο ν. 3986/2011 με τίτλο «Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015» (Α’ 152/1-7-2011). Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «[…] η Ελλάδα βρίσκεται εντεταγμένη σε ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που μπορεί να την οδηγήσει και πάλι σε θέση αξιοπρέπειας και ισοτιμίας στην EE και στη διεθνή κοινότητα […] χρειάζονται περαιτέρω μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης, μέτρα κοινωνικής αντιρρόπησης και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα […] λόγω της κρίσιμης δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, είναι ανάγκη να προταχθούν μέτρα άμεσης εφαρμογής και απόδοσης. […] το κομβικό σημείο είναι η βιωσιμότητα και η διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους. […] Για να επιτευχθούν οι στόχοι πρέπει πρωτίστως να ανακτήσουμε την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους εταίρους και πιστωτές μας […] Τους σκοπούς αυτούς εξυπηρετεί το παρόν νομοσχέδιο, σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην επίτευξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών στόχων της χώρας, μέσα σε αρνητικό διεθνή και ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων». Μεταξύ των μέτρων που θεσπίζονται ‘με τον νόμο αυτό, προς επίτευξη των ανωτέρω στόχων, περιλαμβάνεται η επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα με το άρθρο 29 αυτού, με το οποίο ορίζονται τα εξής: «1. Επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ των φυσικών προσώπων, που προέκυψαν κατά τις διαχειριστικές χρήσεις 2010 έως και 2014 και δηλώνονται με τις δηλώσεις των αντίστοιχων οικονομικών ετών 2011-2015. 2. Για την επιβολή της εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς […]”.
5. Επειδή, κατά τη ρητή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, η οποία, άλλωστε, επιβάλλουσα φορολογικό βάρος (ΣτΕ 2563/2015 Ολ.), είναι στενώς ερμηνευτέα (ΣτΕ 2121/2016, ΣτΕ 3327/2015 κ.ά.), κριτήριο και βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αποτελούν τα εισοδήματα, τα οποία όχι απλώς «δηλώνονται με τις δηλώσεις των […] οικονομικών ετών 2011-2015» αλλά και «προκύπτουν» κατά την αντίστοιχη διαχειριστική χρήση (2010-2014). Ως τέτοια, δε, νοούνται τα αναγόμενα στη χρήση αυτή εισοδήματα, δηλαδή τα εισοδήματα εκείνα για τα οποία γεννήθηκε αξίωση κατά την εν λόγω χρήση, αδιαφόρως του χρόνου κατά τον οποίο πραγματοποιούνται, δηλαδή εισπράττονται από τον φορολογούμενο (πρβλ. ΣτΕ 430/1932, ΣτΕ 505/1934, ΣτΕ 433/1938, ΣτΕ 3150/1999), του νομοθέτη διαφοροποιουμένου, κατά τούτο, από το σύστημα του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (πρβλ. ΣτΕ 2563/2015 Ολ.), όπως από το άρθρο 46 παρ. 1 ως προς τον χρόνο απόκτησης των εισοδημάτων από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου για αποδοχές καταβαλλόμενες σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, χρόνος απόκτησής τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος είσπραξής τους, οπότε απαλλάσσεται από το φόρο ποσοστό 20% αυτών. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Μιχ. Πικραμένος ο οποίος υποστήριξε την εξής γνώμη: Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 29 ν. 3986/2011, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται σε φυσικά πρόσωπα, με εισόδημα υπερβαίνον ένα κατώτερο χρηματικό όριο, και οι οποίοι, επομένως, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, έχουν και την μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα και μπορούν ως εκ τούτου να συμβάλλουν αυτοί και όχι οι μειωμένου εισοδήματος συμπολίτες τους, στην κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας. Η εισφορά επιβάλλεται “με δεδομένη την εξόχως δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας με το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος και με γνώμονα το δημοσιονομικό συμφέρον της χώρας” και προς το σκοπό της άμεσης αντιμετώπισης της εν λόγω δημοσιονομικής κατάστασης με συμμετοχή κάθε πολίτη στην προσπάθεια αυτή και ανάλογα με την ικανότητά του να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, αντικείμενο δε της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης αποτελεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, το “ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα” των φυσικών προσώπων των οικονομικών ετών 2011-2015 “πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο” (ΣτΕ Ολομ. 2563-6/2015). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο νομοθέτης, ενόψει των εξαιρετικών αναγκών για την κάλυψη των οποίων θέσπισε την ειδική εισφορά αλληλεγγύης, αποβλέπει στη φοροδοτική ικανότητα των φυσικών προσώπων, προκειμένου να ορίσει τη βάση υπολογισμού της, η οποία διαμορφώνεται από το σύνολο του ετήσιου συνολικού καθαρού εισοδήματος των ως άνω προσώπων, στο οποίο περιλαμβάνονται και χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν κατά τα ως άνω οικονομικά έτη έστω και αν ανάγονται σε προηγούμενα έτη.
6. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ. 9 του ν. 3620/2007 (Α’ 276), όπως το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 24 του ν. 3867/2010 (Α’ 128), ορίζεται ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζεται το ύψος, ο χρόνος, ο τρόπος και οι όροι καταβολής έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, όλων των βαθμίδων. Η έκτακτη αυτή παροχή θα καταβληθεί τμηματικά σε μια εξαετία και θα υπολογιστεί με βάση μηνιαίο βασικό μισθό των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, ύψους 4.072 ευρώ για το πρώτο και 3.994 ευρώ για τα λοιπά έτη και τους συντελεστές, τις προσαυξήσεις και τα χρονοεπιδόματα των μηνιαίων βασικών μισθών των δικαστικών λειτουργών και των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ανά βαθμό, όπως ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 29 (παρ. 1), 30 (παράγραφοι Α1 και Β), 31, 32 και 33 (παράγραφοι Α1, Β’ και Γ’) του ν. 3205/2003. Η παροχή αυτή φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή φόρου 25%, δεν υπόκειται σε καμία άλλη κράτηση και είναι ανεξάρτητη από το εκάστοτε ισχύον ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών. Η καταβολή της ανωτέρω παροχής ουδεμία αξίωση μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος των ασφαλιστικών οργανισμών επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας». Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση (άρθρο 5 παρ. 8 αυτής) «Με τις διατάξεις της παρ. 9 προβλέπεται ότι με κοινή υπουργική απόφαση θα καταβληθεί έκτακτη παροχή προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας, του επίπονου και δυσχερούς τους έργου που απαιτεί πολύωρη επίπονη και συνεχή απασχόληση, αλλά και του ότι το ισχύον γ’ αυτούς μισθολόγιο θεσπίστηκε το 1997, έχει επιδοματικό χαρακτήρα και παραμένει ακόμη και σήμερα σε χαμηλά επίπεδα […]». Κατ’ εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 εκδόθηκε η 2/1601/0022/30.1.2008 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Β’ 149/ 30.1.2008), με την οποία ορίζεται ότι: «1. Το ακριβές ύψος της έκτακτης παροχής προς τους δικαστικούς λειτουργούς όλων των βαθμών τη,ς ιεραρχίας και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, καθορίζεται σε ετήσια βάση με βάση το βασικό μισθό των βαθμών ή τη συνταξιοδοτική κλίμακα που κατείχε κάθε ένας στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003 μέχρι 31.12.2007, συνυπολογιζόμενων των τυχόν μισθολογικών προσαυξήσεων, της προσαύξησης του βασικού μισθού με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας και τον πολλαπλασιασμό του μηνιαίου αθροίσματος αυτών επί δεκατέσσερα (14). Ο προσδιορισμός της παροχής αυτής για τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που ήταν στην ενέργεια την 1.1.2008 γίνεται από τους οικείους εκκαθαριστές, με βάση τους κατωτέρω πίνακες διαφορών των βασικών μισθών με επιπλέον συνυπολογισμό επί των βασικών αυτών μισθών του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στον κάθε δικαιούχο χωριστά κατά τους κρίσιμους χρόνους […] 2. […] 3. Οι εν λόγω παροχές προς τους δικαστικούς λειτουργούς και τα μέλη του ΝΣΚ, εν ενεργεία και συνταξιούχους, θα καταβληθούν με μετρητά σε πέντε (5) δόσεις ως εξής: I) – 1η δόση. Μέρος της παροχής θα καταβληθεί στους δικαιούχους σε μετρητά, το βραδύτερο μέχρι 31.1.2008 για τους εν ενεργεία… II) Οι επόμενες τέσσερις (4) δόσεις που αναλογούν στα 9/10 της συνολικής έκτακτης παροχής, θα είναι ισόποσες, με εξαίρεση τη δεύτερη, το ακριβές ύψος της οποίας θα προκύψει με τις προσθαφαιρέσεις κατά τα οριζόμενα ως ανωτέρω και θα καταβληθούν: Η 2η την 5.5.2008, η 3η την 1.7.2009, η 4η την 1.7.2010 και η 5η, την 1.7.2011. 4. […] 5. […] 6. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή των ανωτέρω ποσών στους δικαιούχους είναι η υποβολή, από μέρους τους, άπαξ μόνο, υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986, πριν από την είσπραξη της 1ης κατά τα ανωτέρω δόσης, με την οποία θα δηλώνεται ότι ο δικαιούχος παραιτείται από κάθε άλλη αξίωση προς βελτίωση των αποδοχών ή της σύνταξής του, είτε του έχει επιδικαστεί είτε όχι, για το από 1.1.2000 μέχρι 31.12.2007, χρονικό διάστημα βάσει-συνταγματικών ή άλλων διατάξεων της εσωτερικής ή κοινοτικής νομοθεσίας, πλην των απαιτήσεων του: α) […]». Ο χρόνος δε καταβολής της 4ης και της 5ης’δόσης της ως άνω έκτακτης παροχής μετατέθηκε αρχικά με την 2/38031/0022/7-6-2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β’ 898/22.6.2010), με την οποία ορίσθηκε ότι η 4η δόση θα καταβληθεί στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς την 1-11-2012 και η 5η δόση την 1-11-2013, στη συνέχεια με το εδάφιο 39 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016 […]» (Α’ 222), στο οποίο ορίσθηκε ότι: «Η καταβολή των δύο τελευταίων δόσεων της έκτακτης παροχής στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 (Α’ 276), όπως ισχύει και περιγράφεται στην απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με αριθμό 2/38031/0022/7.6.2010 (Β’ 898), θα πραγματοποιηθεί ως εξής: α) η τέταρτη (4η) δόση τον Μάρτιο του 2013, β) η πέμπτη (5η) δόση τον Μάρτιο του 2014, γ) η πέμπτη (5η) δόση για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους θα καταβληθεί το Νοέμβριο του 2014» και εν τέλει με το άρθρο 29 του ν. 4109/2013 (Α 16), στο οποίο ορίσθηκε ότι «Η καταβολή των δύο τελευταίων δόσεων της έκτακτης παροχής στους εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς / και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007 (Α’ 276), όπως ισχύει και περιγράφεται στην απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με αριθμό 2/38031/0022/7.6.2010 (Β’ 898), θα πραγματοποιηθεί ως εξής: α) η τέταρτη (4η) δόση έως την 31η Ιανουαρίου του 2013, β) η πέμπτη (5η) δόση το Μάρτιο του 2014, γ) η πέμπτη (5η) δόση για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους[…]».
7. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η ως άνω έκτακτη παροχή, η οποία προβλέφθηκε να εξοφληθεί στις προμνημονευθείσες πέντε δόσεις, έχει τον χαρακτήρα αναδρομικών αποδοχών των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση του λειτουργήματος τους. Επομένως, ανεξάρτητα από το πότε εισπράττεται η κάθε δόση, ανάγεται πάντως στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003-31.12.2007 (εξ ου άλλωστε και υπολογίζεται με βάση το βασικό μισθό/συνταξιοδοτική κλίμακα καθενός στο χρονικό διάστημα από 1.1.2003-31.12.2007, χορηγείται μόνον κατόπιν υποβολής υπευθύνου δηλώσεως περί παραιτήσεως από κάθε άλλη αξίωση για το εν λόγω διάστημα κ.λπ.) (110, 261/2016 αποφάσεις Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 Συντάγματος). Άλλωστε, ο νομοθέτης δεν όρισε την εν λόγω έκτακτη παροχή της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 3620/2007 ως φορολογητέο εισόδημα των χρήσεων κατά τις οποίες εισπράττονται οι παραπάνω δόσεις (πρβλ. ΣτΕ 974, 1783, 4040, 4350/1995, 2605, 5988/1996 κ.ά.). Συνεπώς, ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο εισπράχθηκε, δεν πρόκειται, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται στη σκέψη 5, για εισόδημα που προέκυψε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, κατά το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) και δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο και βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης που προβλέπεται από αυτήν. Κατόπιν των ανωτέρω, δεν αιτιολογείται νομίμως η κρίση του δικάσαντος διοικητικού πρωτοδικείου, που δέχθηκε ότι η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 επιβάλλεται, κατά τις ειδικότερες προβλέψεις της εν λόγω διάταξης, στο εισόδημα που προκύπτει, «ήτοι εισπράττεται», κατά τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2010 έως και 2014 και «ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο ανάγεται το συγκεκριμένο εισόδημα», και ότι, συνεπώς, νομίμως εν προκειμένω απετέλεσε (όχι αντικείμενο αλλά) βάση επιβολής της, -πράγμα που δεν αποκλείεται από την απαλλαγή της έκτακτης παροχής από κάθε φορολογική επιβάρυνση, πέραν της αυτοτελούς φορολόγησής της με συντελεστή 25% που προβλέπεται στο εδ. γ της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3620/2007-, ποσό της 4ης δόσης της εν λόγω έκτακτης παροχής (ύψους 46.022,54 ευρώ) που εισέπραξε ο προσφεύγων όικαστικός λειτουργός κατά την ένδικη χρήση (2013), χωρίς να ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή ο χρόνος, στον οποίο ανάγεται η καταβληθείσα δόση της έκτακτης παροχής. Ως εκ τούτου, δε, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί υπέρ του νόμου, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Επικρατείας Μιχ. Πικραμένου, ο προβαλλόμενος λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μειοψηφήσασα γνώμη στη σκέψη 5, το ποσό της ως άνω έκτακτης παροχής το οποίο εισπράχθηκε κατά την ένδικη χρήση περιλαμβάνεται στο ετήσιο συνολικό καθαρό εισόδημα που αποτελεί, κατά το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, κριτήριο και βάση επιβολής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί υπέρ του νόμου την 1138/2016 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Φεβρουαρίου
2017.