Σε έναν φαύλο κύκλο οδηγεί η υπερφορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα τα χρόνια της κρίσης. Η φοροδιαφυγή διογκώνεται, οι φόροι αυξάνονται, τα έσοδα μειώνονται, με αποτέλεσμα μια «χούφτα» άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν το 1,6% (120.000) των φορολογουμένων να καλούνται να πληρώσουν 2,7 δισ.ευρώ ή διαφορετικά το 29,5% του συνόλου του φόρου εισοδήματος. Οπως προκύπτει από την έρευνα της διαΝΕΟσις το ελληνικό Δημόσιο χάνει ετησίως έως και 16 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο αποτελεί το 32% των συνολικών ετήσιων εσόδων του κράτους.
Σε έναν φαύλο κύκλο οδηγεί η υπερφορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα τα χρόνια της κρίσης. Η φοροδιαφυγή διογκώνεται, οι φόροι αυξάνονται, τα έσοδα μειώνονται, με αποτέλεσμα μια «χούφτα» άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν το 1,6% (120.000) των φορολογουμένων να καλούνται να πληρώσουν 2,7 δισ.ευρώ ή διαφορετικά το 29,5% του συνόλου του φόρου εισοδήματος. Οπως προκύπτει από την έρευνα της διαΝΕΟσις το ελληνικό Δημόσιο χάνει ετησίως έως και 16 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο αποτελεί το 32% των συνολικών ετήσιων εσόδων του κράτους.
Η αναποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, η υπερφορολόγηση, η πολυνομία, οι χιλιάδες νόμοι, αποφάσεις και εγκύκλιοι συνθέτουν τις αιτίες της φοροδιαφυγής, η οποία δυστυχώς παρά τα σκληρά μέτρα των τελευταίων χρόνων δεν μετριάζεται. Σύμφωνα με την έκθεση, οι βασικοί παράγοντες που συντελούν στην εμφάνιση και στην εξέλιξη της φοροδιαφυγής θα πρέπει να αναζητηθούν στη φορολογική πολιτική και στο πολιτικό περιβάλλον της χώρας εν γένει. Οπως τονίζεται, οι αιτίες φοροδιαφυγής της συνίστανται:
• Στην πολυνομία – πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος.
• Στην ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται τόσο στους φορολογουμένους όσο και στους υπαλλήλους της Φορολογικής Διοίκησης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
• Στη συνεχόμενη αύξηση του φορολογικού βάρους.
• Στη μη ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Είναι εντυπωσιακά τα στοιχεία της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα από το 1975 μέχρι και το 2015 ψηφίσθηκαν 250 φορολογικά νομοθετήματα και τροπολογίες, μαζί με άλλους 3.450 νόμους και 115.000 υπουργικές αποφάσεις. Τους τελευταίους 30 μήνες έχουν ψηφιστεί 6 αμιγώς φορολογικοί νόμοι με 177 άρθρα και 17 νόμοι, στους οποίους συμπεριλήφθηκαν 71 νέες φορολογικές διατάξεις. Για τις διατάξεις αυτές εκδόθηκαν 111 υπουργικές αποφάσεις και 138 διευκρινιστικές εγκύκλιοι!
Οπως προκύπτει από την έκθεση, το 2011 οι φορολογούμενοι που δήλωναν εισοδήματα στα όρια του αφορολόγητου ορίου και συγκεκριμένα 12.000 ανέρχονται στο 49% του συνόλου και πλήρωναν το 1% των φόρων. Το 2014, το ποσοστό των φορολογουμένων με αντίστοιχα εισοδήματα αυξήθηκε στο 68,9% και πλήρωναν το 11% των φόρων.
Εισοδήματα από 12.000 έως 42.000 ευρώ δήλωνε το 2011 το 43% των φορολογουμένων, ενώ ο φόρος του ανέρχονταν στο 30% του συνολικού φόρου. Επίσης πάνω από 42.000 δήλωνε το 8% των φορολογουμένων και πλήρωναν το 2011 το 69% του συνολικού φόρου, ενώ το 2014 μειώθηκαν οι φορολογούμενοι με εισοδήματα άνω των 42.000 σε 1,6% με τους φόρους να ανέρχονται στο 29,5%.
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει αφενός ότι η κρίση συρρίκνωσε σημαντικά τα εισοδήματα των φορολογουμένων, αφετέρου ότι η υπερφορολόγηση οδήγησε στην αύξηση της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με τους μελετητές, οι αυτοαπασχολούμενοι ρέπουν προς τη φοροδιαφυγή και συγκεκριμένα ο ιατρικός κλάδος, ο κατασκευαστικός, ο εκπαιδευτικός, ο κλάδος παροχής λογιστικών – χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και ο κλάδος παροχής νομικών υπηρεσιών βρίσκονται ψηλά στην πυραμίδα της φοροδιαφυγής.
Επίσης, παράγοντας που επιδρά αυξητικά στην έκταση της φοροδιαφυγής είναι η οικογενειακή κατάσταση των φορολογουμένων. Ετσι, φαίνεται ότι άγαμοι φοροδιαφεύγουν λιγότερο, με το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος να ανέρχεται σε 7,2%, ενώ οι έγγαμοι και οι έγγαμοι με παιδιά φοροδιαφεύγουν περισσότερο, με το ποσοστό να αυξάνεται ανάλογα με το πλήθος των μελών της οικογένειας. Ειδικότερα, το ποσοστό αδήλωτου εισοδήματος στους έγγαμους ανέρχεται στο 10,4%, ενώ αυξάνεται σταδιακά μέχρι το 16,7% σε έγγαμους με τέσσερα και πλέον παιδιά.