To Ανώτατο Δικαστήριο δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση που είχε αθωώσει τους διευθυντές δύο εταιριών για την παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου, πρόσθετου φόρου και τόκων ύψους €298.612,28 για την πρώτη και €227.661,36 για τη δεύτερη.
Ειδικότερα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, έκρινε αμφότερες τις εταιρείες ένοχες στις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζαν – παράλειψη καταβολής οφειλόμενου φόρου, πρόσθετου φόρου και τόκων (1η και 2η κατηγορία) και παράλειψη υποβολής εμπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης για τρεις φορολογικές περιόδους (3η, 4η και 5η κατηγορία) – εντούτοις αθώωσε τους εφεσίβλητους – διευθυντές τους στις δύο πρώτες κατηγορίες με το αιτιολογικό ότι σε σχέση με αυτούς δεν αποδείχθηκε ένοχη διάνοια καθότι «Η δυνάμει του άρθρου 48(1) του Ν.95(1)/2000 ευθύνη των αξιωματούχων εταιρείας δεν προκύπτει αυτομάτως και άνευ άλλου τινός από μόνο το γεγονός της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της εταιρείας. Τα όσα ισχύουν στην περίπτωση δίωξης, δυνάμει του άρθρου 20 Κεφ. 154, προσώπου το οποίο εμπλέκεται ως συνεργός ισχύουν, κατ΄ αναλογία, και εν προκειμένω».
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε και τις δύο πρωτόδικες αθωωτικές αποφάσεις στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.
Σύμφωνα με το Εφετείο (απόφαση της 12ης Απριλίου 2017), από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχη την εταιρεία, δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κρίνει ένοχους και τους εφεσίβλητους που υπήρξαν διευθυντές της εταιρείας. Και αυτό καθότι ο Νόμος (άρθρο 48(1)) καθιστά προσωπικώς υπόλογους τους αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου για αδικήματα που διαπράττονται από το νομικό πρόσωπο αναφορικά με το Νόμο. Πρόκειται δηλαδή για αδικήματα αυστηρής ευθύνης και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και εν τέλει αποφάσισε ότι σε σχέση με τους εφεσίβλητους δεν είχε αποδειχθεί ένοχη διάνοια (mens rea).
Ενόψει αυτών, η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε και οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι και στις κατηγορίες 1 και 2. (δημοσίευση απόφασης: cylaw.com)