Το Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας έκρινε πως είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ η ρύθμιση που αποκλείει την εκτέλεση εκτελεστών τίτλων (μεταξύ των οποίων και των διαταγών πληρωμών) έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ.
Ρεπορτάζ: Πωλίνα Βασιλοπούλου
Στη Δικαιοσύνη έχει προσφύγει ο δήμος Αθηναίων ζητώντας να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε για απαίτηση από σύμβαση κατασκευής έργου, καθώς και η επιταγή βάσει της οποίας αυτός (ανακόπτων) υποχρεώνεται να καταβάλει σε κατασκευαστική εταιρεία το ποσό των 15.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Ο δήμος Αθηναίων μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι δεν είναι νόμιμη η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και κατ’ επέκταση δεν είναι νόμιμη η έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας εναντίον του, επειδή η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί δικαστική απόφαση και δεν εκτελείται.
«Απορριπτέος ως μη νόμιμος ο λόγος…»
«Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού η επικαλούμενη νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 ν. 3301/2004 περί μη εκτελέσεως ορισμένων εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παρ. 2 ΚΠολΔ έναντι του Δημοσίου και των ΟΤΑ είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, καθόσον αντίκειται στα άρθρα 20, 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 2 παρ. 3, 14 παρ. 1 εδ. α΄ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο, μαζί με το προαιρετικό πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, σύμφωνα και με όσα διεξοδικά αναφέρονται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη» κρίθηκε με την απόφαση υπ’ αριθμόν 1184/2017 (τμήμα αναγκαστικής εκτέλεσης) του Μονομελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας.
Επίσης στη δικαστική απόφαση επισημαίνεται σχετικά με τον έλεγχο δαπανών των ΟΤΑ: «Στο άρθρο 17 παρ. 1 εδάφιο β΄ του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980 ΦΕΚ Α’ 189) ορίζεται ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο ασκεί τον κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έλεγχο των δαπανών του κράτους, καθώς και των ο.τ.α. ή άλλων ν.π.δ.δ., που υπάγονται με ειδικούς νόμους στον έλεγχο αυτό, προς το σκοπό βεβαιώσεως ότι υπάρχει για τις δαπάνες αυτές πίστωση, που έχει χορηγηθεί νομίμως και ότι κατά την πραγματοποίηση τους τηρήθηκαν οι διατάξεις του κώδικα “Περί δημοσίου λογιστικού” και κάθε άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 παρ.2 του ίδιου Οργανισμού, ο κατά τις κείμενες διατάξεις προληπτικός έλεγχος των δαπανών, που ενεργούνται από το Δημόσιο, τους ο.τ.α και τα ν.π.δ.δ, ασκείται από τους Παρέδρους και τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τέλος, κατά το άρθρο 21 παρ.1 του Οργανισμού αυτού, αν από τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι για κάποια δαπάνη δεν συντρέχουν εν όλω ή εν μέρει οι προϋποθέσεις της παρ. 1, εδ. β΄ του άρθρου 17, ο αρμόδιος Πάρεδρος ή Επίτροπος αρνείται με αιτιολογημένη πράξη του τη θεώρηση του εντάλματος, το οποίο επιστρέφει στην αρχή που το απέστειλε μαζί με αντίγραφο της πράξεώς του».
Δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης
Επιπλέον, τονίζεται ότι «προς εξασφάλιση της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πριν από την έκδοση αποφάσεως του δικαστηρίου επί της τυχόν ασκηθείσης εκκρεμούς ανακοπής κατά της εκδοθείσης διαταγής πληρωμής σε βάρος του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των λοιπών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, δεν επιτρέπεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι στην τελευταία περίπτωση λαμβάνονται αναγκαστικά μέτρα, χωρίς εισέτι να διαγνωσθούν δικαστικώς οι ισχυρισμοί και οι αντιρρήσεις του καθ’ ού τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση, πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για διαταγή πληρωμής, που δεν στηρίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, καθώς μόνον στην τελευταία περίπτωση πηγάζει δεδικασμένο, έτσι ώστε, ως τίτλος να είναι αρκούντως ώριμος ως απρόσβλητος με τακτικά ένδικα μέσα (βλ. ΕφΑθ 1837/2007 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. “ΝΟΜΟΣ”)».
Επιπλέον, το Μονομελές Πρωτοδικείο ξεκαθαρίζει ότι «δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως και αντιθέσεώς της προς το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής δικαστικής προστασίας (βλ. ΕφΠειρ 683/2014 δημ. στο δίκτυο νομικών πληροφ. “Νόμος”)».