Κύπρος .Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε με απόφασή του (5/4/2017) αίτηση για παραπομπή επτά προδικαστικών ερωτημάτων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΔΕΕ) στα πλαίσια αναφοράς για γνωμάτευση σχετικά με το κατά πόσο ορισμένες διατάξεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016 είναι σύμφωνες με το Σύνταγμα και το Κοινοτικό Δίκαιο.
Ειδικότερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διά του Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε την πιο πάνω Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο ώστε αυτό να γνωματεύσει κατά πόσο «ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Οργανισμών (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση και ασυμφωνία προς τις διατάξεις των Άρθρων 25, 28 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς επίσης και προς τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα άρθρα 15 και 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η ανάγκη για Αναφορά προέκυψε όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε στις 7.4.2016 τον πιο πάνω Τροποποιητικό Νόμο καθώς και τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικό) Νόμο του 2016. Με τον πρώτο Τροποποιητικό Νόμο, εισάγεται το άρθρο 12(2) στο βασικό Νόμο σύμφωνα με τον οποίο η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου με αιτιολογημένη απόφαση της δεν χορηγεί νέα άδεια για την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία τηλεοπτικού οργανισμού ή και μετάδοση νέων τηλεοπτικών εκπομπών ή προγραμμάτων στην περίπτωση κατά την οποία με βάση μελέτη εγκεκριμένου ελεγκτικού οίκου, η νέα άδεια θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών.
Περαιτέρω προστίθεται το νέο άρθρο 32Ε στο βασικό Νόμο, σύμφωνα με το οποίο οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες και οι οποίες αναμεταδίδονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, αναμεταδίδονται αυτούσιες, χωρίς τη συμπερίληψη διαφημιστικών ή και οπτικοακουστικών εμπορικών ανακοινώσεων που απευθύνονται στην επικράτεια της Δημοκρατίας.
Η Βουλή υπέβαλε αίτηση για την παραπομπή των ερωτημάτων στο ΔΕΕ, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρισε ένσταση στα πλαίσια της αίτησης αυτής.
Σύμφωνα με τον Γεν.Εισαγγελέα, το εθνικό Δικαστήριο απαλλάσσεται από την υποχρέωση παραπομπής όταν η σχετική διάταξη του ενωσιακού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί αυθεντικά από το Δικαστήριο, οπότε ισχύει η αρχή του «acte éclairé». Η προτεινόμενη νομοθεσία αντίκειται προς το ενωσιακό δίκαιο διότι εξαρτά την χορήγηση νέων αδειών από τον ενδεχόμενο κίνδυνο της οικονομικής βιωσιμότητας των υφιστάμενων αδειούχων τηλεοπτικών οργανισμών. Αυτό αγγίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης που προστατεύει η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, θέτοντας εμπόδια οικονομικής μάλιστα φύσεως, με υπέρμετρο προστατευτισμό υπέρ των υφιστάμενων εγχωρίων παρόχων. Εισάγει επίσης διάκριση στη βάση της ιθαγένειας εφόσον κατά το χρόνο ψήφισης του Τροποποιητικού Νόμου, οι υφιστάμενοι σταθμοί ήσαν μόνο Κυπριακών συμφερόντων.
Αντιθέτως, σύμφωνα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 267 (παραπομπή στο ΔΕΕ για έκδοση προδικαστικής απόφασης), όχι μόνο διότι η Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε άλλο εσωτερικό ένδικο μέσο, αλλά και διότι η παραπομπή είναι αναγκαία εφόσον έχουν ανακύψει ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης και του Χάρτη, ερμηνεία με ευρύτερο αντίκτυπο τόσο στο ενωσιακό δίκαιο, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Ούτε η αρχή του acteclair, αλλά ούτε και η αρχή του acte éclairé τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση διότι υπάρχει εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων του Ευρωπαϊκού δικαίου ώστε να μην θεωρείται ότι το ζήτημα είναι τόσο καθαρό ώστε να είναι πασιφανές, ενώ τα ερωτήματα των οποίων επιδιώκεται η παραπομπή δεν έχουν ήδη απαντηθεί επί ουσιωδώς ομοίων ερωτήσεων.
Και οι δύο αρχές σχετίζονται και έχουν ως απώτερο σκοπό τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Εάν υπάρχει έστω και από ένα μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εύλογη αμφιβολία ως προς την ορθή ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, τότε υπάρχει υποχρέωση παραπομπής διότι μόνο εκεί όπου το εθνικό Δικαστήριο μπορεί να επιλύσει το ζήτημα με απόλυτη αυτοπεποίθηση δεν επιβάλλεται η προδικαστική παραπομπή, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει η Βουλή.
Όπως επισημαίνει το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του, «τα ερωτήματα που τίθενται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατά το συνήγορο της, αναφέρονται και επιβάλλουν την ερμηνεία του Ευρωπαϊκού Δικαίου αναφορικά με το κατά πόσο η παρεμπόδιση οποιασδήποτε ρύθμισης ή περιορισμού στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα γενικώς, επιτρέπεται. Διαπιστώνεται, κατ΄ αρχάς, η γενικότητα της διατύπωσης των ερωτημάτων αυτών. Ούτε στην αίτηση παραπομπής, ούτε σε άλλο μέρος των ερωτημάτων, καθορίζεται με ακρίβεια ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ερμηνεία, που θα πρέπει να τίθενται εν πάση περιπτώσει σε μια παράκληση κατά τις πρόνοιες του Καν. 3(β)(vii), του Κανονισμού περί Προδικαστικής Παραπομπής στον οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως.
Τα ερωτήματα όπως καταγράφηκαν ζητούν απλώς τη γνωμάτευση του Δικαστηρίου κατά πόσο τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης και τα άρθρα 15 και 16 του Χάρτη, απαγορεύουν τη θέσπιση των άρθρων 3 και 32 Ε(1) του προτεινόμενου Νόμου που εισάγει νέα άρθρα στο βασικό κείμενο. Αυτό, πέραν της γενικότητας των ερωτημάτων που δεν εξειδικεύουν το ζητούμενο, προσκρούει και στο γεγονός ότι η διατύπωση τους αναφέρεται και επιδιώκει γνωμάτευση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη συμβατότητα εθνικής νομοθεσίας και με τη Συνθήκη και όχι αμιγή ερμηνεία των άρθρων της Συνθήκης. Όπως έχει αποφασιστεί και στη Bekefi – ανωτέρω – αυτό θα αποτελούσε, κατά ανεπίτρεπτο τρόπο, απαίτηση για εφαρμογή από το Δικαστήριο του προτεινόμενου Νόμου επί των γεγονότων».
Επίσης το Δικαστήριο σημειώνει ότι «η παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων δεν είναι αναγκαία για την επίλυση ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, ως επιτακτική προϋπόθεση για την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αναφοράς του Προέδρου. Άλλωστε, όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, αυτά δεν είναι την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που επιδιώκουν σύμφωνα με το Άρθρο 267, αλλά στοχεύουν στον έλεγχο της συμβατότητας της εσωτερικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο (Duringello v. INPS Case C-186/90)».
Σε σχέση με τα λοιπά ερωτήματα η απόφαση αναφέρει ότι «πρόκειται για περιορισμούς που τίθενται και θα πρέπει να τύχουν και αυτοί ανάλογης εξέτασης στο πλαίσιο της ουσίας της Αναφοράς ως προς τη συμβατότητα τους με τα προαναφερθέντα άρθρα. Δεν χρειάζεται όμως παραπομπή των ερωτημάτων στο Δικαστήριο για να ερμηνευθούν τα άρθρα 49 και 56 και πάλι στη βάση σαφούς νομολογίας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά το εύρος των περιορισμών εκείνων που είναι θεμιτοί» καθώς και ότι «παραπομπή τέτοιου είδους ερωτημάτων θα ισοδυναμούσε με αναζήτηση θεωρητικής ανάλυσης και πραγματείας από το Δικαστήριο ως προς την ισχύ και εμβέλεια του ενωσιακού δικαίου και θα αποτελούσε ακαδημαϊκή άσκηση».
Σημειώνεται ότι τα προδικαστικά ερωτήματα εκτίθενται ως παράρτημα στην απόφαση