Καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ζουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφορετικές από τις χώρες καταγωγής τους, δημιουργούνται περισσότερες διεθνείς οικογένειες. Πρόκειται κυρίως για οικογένειες που ζουν σε μια χώρα της ΕΕ από την οποία δεν κατάγονται ένα ή περισσότερα μέλη της. Eάν το διεθνές ζευγάρι με παιδί βρίσκεται σε διαδικασία χωρισμού, θα πρέπει να συμφωνήσει στα ζητήματα που αφορούν το δικαίωμα επιμέλειας του παιδιού, συμπεριλαμβανομένου του τόπου όπου θα κατοικήσει το παιδί.
Σε περίπτωση που ο ένας εκ των γονέων αποφασίσει να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του ή να μετακομίσει σε άλλη χώρα μαζί με το παιδί, θα πρέπει να καταλήξει από κοινού με τον πρώην σύζυηγο σε μια λύση που προστατεύει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του παιδιού. Κατ’ αρχήν, οι γονείς θα πρέπει να αποφασίσουν από κοινού πού θα πρέπει να ζήσει το παιδί. Εάν ο ένας εκ των γονιών πάρει μαζί του το παιδί για να ζήσει σε άλλη χώρα χωρίς τη συναίνεση του άλλου γονέα ή χωρίς σχετική άδεια από το δικαστήριο, είναι πιθανό να παραβιάζει τον νόμο.
Ο κανονισμός αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου της Ευρώπης της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας αποσκοπεί στη συγκέντρωση σε ένα και μόνο έγγραφο των διατάξεων που διέπουν το διαζύγιο και τη γονική μέριμνα, προβλέποντας, μεταξύ άλλων, την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που αναφέρονται στο δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα. Ο κανονισμός εισάγει και κανόνες όσον αφορά τις απαγωγές τέκνων (παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση τέκνου).
Οι σχετικοί κανόνες έχουν ως αντικείμενο την παρεμπόδιση των απαγωγών τέκνων εντός της ΕΕ. Σε περίπτωση απαγωγής τέκνου, ο δικαιούχος της επιμέλειας έχει το δικαίωμα να υποβάλει, σε μια κεντρική αρχή, αίτηση επιστροφής του τέκνου.
Κατά γενικό κανόνα, τα δικαστήρια της χώρας της ΕΕ στην οποία το τέκνο διέμενε συνήθως πριν από την απαγωγή, εξακολουθούν να έχουν δικαιοδοσία και μετά την απαγωγή, μέχρις ότου το τέκνο αποκτήσει συνήθη κατοικία σε άλλη χώρα της ΕΕ (με τη συγκατάθεση κάθε προσώπου που έχει την επιμέλεια, και αφού παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος διαμονής).
Το εμπλεκόμενο δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφασή του εντός έξι εβδομάδων το αργότερο από τότε που θα επιληφθεί. Το τέκνο καλείται σε ακρόαση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν τούτο κρίνεται μη ενδεδειγμένο λόγω της ηλικίας του ή της ωριμότητάς του. Η επιστροφή του τέκνου δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί χωρίς να έχει παραστεί σε ακρόαση το πρόσωπο που ζήτησε την επιστροφή.
Τα δικαστήρια της χώρας της ΕΕ στην οποία έχει διαπραχθεί η απαγωγή μπορούν να απορρίψουν την επιστροφή του τέκνου μόνο στην περίπτωση όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος για τη σωματική ή ψυχική υγεία του τέκνου (δυνάμει του άρθρου 13 στοιχείο β) της Σύμβασης της Χάγης του 1980). Ωστόσο, ο αρμόδιος δικαστής οφείλει να διατάξει την επιστροφή του τέκνου, εάν έχει διαπιστωθεί ότι έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του τέκνου μετά την επιστροφή του.
Εάν δικαστήριο εκδώσει απόφαση μη επιστροφής, οφείλει να διαβιβάσει το φάκελο της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο της χώρας της ΕΕ όπου το τέκνο είχε τη συνήθη κατοικία του πριν μετακινηθεί. Το δικαστήριο αυτό έχει τον τελευταίο λόγο ως προς το αν το τέκνο πρέπει να επιστρέψει ή όχι. Ο δικαστής οφείλει να δώσει στο τέκνο και στα εμπλεκόμενα μέρη τη δυνατότητα ακρόασης, καθώς και να λάβει υπόψη τα κίνητρα και τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων ο πρώτος δικαστής εξέδωσε την απόφαση μη επιστροφής.
Εάν ο δικαστής της χώρας καταγωγής της ΕΕ καταλήξει σε διαφορετική απόφαση, δηλαδή στο ότι το τέκνο πρέπει να επιστρέψει, η απόφαση αυτή αναγνωρίζεται και εκτελείται στην άλλη χώρα της ΕΕ, χωρίς να είναι απαραίτητη δήλωση περί εκτελεστότητας (κατάργηση της κήρυξης εκτελεστότητας- exequatur). Η απόφαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφόσον ο δικαστής της χώρας καταγωγής της ΕΕ έχει εκδώσει σχετικό πιστοποιητικό. Διαβάστε τον Κανονισμό εδώ (eur-lex.europa.eu)