Σύγκρουση Αντιθέτως Κινουμένων
Αποκλειστική υπαιτιότητα του εν μέθη εισελθόντος στο αντίθετο ρεύμα.
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης λόγω Μέθης
Απαιτείται ο Αιτιώδης Σύνδεσμος
Απαιτείται να συντρέχει αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) μεταξύ της οδηγήσεως υπό την επίδραση οινοπνεύματος και της επελεύσεως του ζημιογόνου και συγκροτούντος την ασφαλιστική περίπτωση, τροχαίου ατυχήματος. Η εν λόγω προϋπόθεση απαιτείται εφόσον το τροχαίο ατύχημα, συνέβη μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3557/2007 και ασχέτως αν στην ασφαλιστική σύμβαση η εν λόγω εξαίρεση έχει συμφωνηθεί με βάση την διατύπωση της προϊσχύσασας αντίστοιχης ρυθμίσεως του άρθρου 25 περ. 8 της Κ4/585/1978 ΑΥΕ, κατά την οποία ήταν δυνατόν να συμφωνηθεί η εξαίρεση της ασφαλιστικής καλύψεως και αν ακόμη η διαπιστωθείσα «μέθη» ουδεμία επίδραση είχε στο ατύχημα.
Αναγωγή Ασφαλιστή κατά Ιδιοκτήτη και μη Οδηγού λόγω Μέθης – Απορριπτέα (1)
Εάν ο ιδιοκτήτης του οχήματος δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα, διότι δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να αποτρέψει τη μέθη του οδηγού, τότε δεν τελεσφορεί η εναντίον του ασκηθείσα αναγωγή του ασφαλιστή. Το βάρος απόδειξης της ανυπαρξίας υπαιτιότητας, στην περίπτωση της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους της μη οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος έχει κατά τις γενικές αρχές (336 ΑΚ) ο εναγόμενος ιδιοκτήτης, ο οποίος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, για να καταρρίψει τα εις βάρος του τεκμήριο υπαιτιότητας.
Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος
Επιβίβαση σε όχημα με μεθυσμένο οδηγό
Αυτοδιακινδύνευση επιβαινόντων (2)
Κρίθηκαν συνυπαίτιοι σε ποσοστό 50% στην επέλευση, των τραυματισμών και στην έκταση της ζημίας τους οι συνεπιβαίνοντες που ενώ γνώριζαν ότι ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, βρισκόταν σε κατάσταση μέθης και ως εκ τούτου σε αδυναμία να οδηγήσει με ασφάλεια, αφού τον είχαν δει να καταναλώνει αλκοόλ σε καφέ – μπαρ, εντούτοις επιβιβάστηκαν στο ανωτέρω αυτοκίνητο.
Αναγωγή Ασφαλιστή μετά από Εξώδικο Συμβιβασμό
Απορρίπτονται ως νη νόμιμα τα κονδύλια τα οποία αφορούν έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία στα πλαίσια της διαδικασίας του εξώδικου συμβιβασμού, δεδομένου ότι το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου υπάρχει μόνο για το ποσό της αποζημιώσεως που ο πρώτος κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο ζημιωθέντα, δίχως να επεκτείνεται σε παράπλευρες δαπάνες του ασφαλιστή με αφορμή τον εξώδικο διακανονισμό ή τον δικαστικό αγώνα που προηγήθηκε για τον προσδιορισμό του οφειλομένου στον ζημιωθέντα τρίτο ποσού.
Εφαρμογή 4ης Κοινοτικής Οδηγίας 2000/26/ΕΚ ΠΔ 10/2003
Σκοπός της 4ης οδηγίας και του π.δ. 10/2003, είναι η θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων αναφορικά με το δικαίωμα αποζημίωσης των ζημιωθέντων τρίτων, για οποιαδήποτε ζημιά ή σωματική Βλάβη υποστούν οι τρίτοι λόγω ατυχήματος, το οποίο συνέβη σε κράτος-μέλος, εκτός του κράτους-μέλους διαμονής του ζημιωθέντος τρίτου. Η 4η Οδηγία αποτελεί μηχανισμό που διευκολύνει τον παθόντα που υπέστη ατύχημα εκτός της χώρας μόνιμης διαμονής του στον εξώδικο και μόνο διακανονισμό της απαιτήσεώς του, όταν επιστρέψει στη χώρα του. Θεσμοθετούνται τρεις φορείς με αποκλειστικό σκοπό την επίλυση των διαφορών των ως άνω ζημιωθέντων πολιτών στον τόπο της διαμονής τους.
Υποκατάσταση Αλλοδαπού Ασφαλιστικού Φορέα
Έξοδα Νοσηλείας στο Εξωτερικό
Το ασφαλιστικό ταμείο υγείας Βιέννης – Wiener Gebietskrankenkasse – κατέβαλε για τα έξοδα νοσηλείας των αλλοδαπών παθόντων, που διεκομίσθηκαν στην χώρα τους μετά τον τραυματισμό τους σε τροχαίο ατύχημα, το συνολικό ποσό των 6.049,83 ευρώ. Σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο ο εν λόγω φορέας κοινωνικής ασφάλισης υποκαθίσταται αυτοδικαίως στις αξιώσεις των ως άνω παθόντων σε βάρος της ενάγουσας για τη ζημία που αυτοί υπέστησαν από τη δαπάνη νοσηλείας τους (βλ. και νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου).
Οι ως άνω δύο παθόντες όμως διατηρούν την ευθεία αξίωσή τους σε βάρος της ενάγουσας μόνο για την χρηματική ικανοποίησή τους λόγω ηθικής βλάβης, ενώ η τρίτη εξ αυτών, διατηρεί ευθεία αξίωση σε βάρος της ανωτέρω ενάγουσας για το σύνολο της ζημίας που υπέστη (περιουσιακής και μη), καθώς ως προς αυτήν δεν προέκυψε η υποκατάσταση οποιοσδήποτε ασφαλιστικού φορέα στις αξιώσεις της για τη ζημία της από τις δαπάνες νοσηλείας.
Έκταση Δεδικασμένου
Σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, λόγω νομική ή ποσοτικής αοριστίας, το δεδικασμένο περιορίζεται στην καταγνωσθείσα έννομη συνέπεια της απόρριψης λόγω της αοριστίας που διέγνωσε η απόφαση, με συνέπεια την απόρριψη και της νέας αγωγής ως απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου, αν το ίδιο αίτημα υποβάλλεται με τις ίδιες ελλείψεις. Αντιθέτως αν το νέο αίτημα υποβάλλεται χωρίς ελλείψεις, , δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, αφού η συμπληρωμένη νέα ιστορική αιτία είναι διαφορετική.
Δικαστικό Ένσημο καταβληθέν από προηγούμενη όμοια αγωγή – απορριφθείσα ως αόριστη Δεκτό
Παρά το γεγονός ότι το τέλος δικαστικού ενσήμου είχε καταβληθεί στα πλαίσια της εκδίκασης της προηγούμενης όμοιας αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανιών, νομίμως λαμβάνεται υπόψη και στην παρούσα δίκη, αφού, δεδομένου ότι η ανάλωση του δικαστικού ενσήμου προϋποθέτει δικαστική εκτίμηση επί της ουσίας της διαφοράς, το ως άνω τέλος δεν θεωρείται ότι αναλώθηκε, εφόσον η πρώτη εκείνη αγωγή ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους και με το αυτό καταψηφιστικό αίτημα, απορρίφθηκε με τη με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανιων όχι κατ’ ουσίαν αλλά ως αόριστη.
Απόφ.Ειρην.Χανίων 177/2017
Πρόεδρος : Απόστολος Μαλακωνάκης
Δικηγόροι : Χρυσή Παπουτσάκη – Ιωάννης Μαρκουλάκης
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1. Απορριπτέα η αναγωγή ασφαλιστή κατά του κυρίου και ΜΗ οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου
Η ρήτρα στο ασφαλιστήριο για εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από τον εν μέθη οδηγό, αποτελεί καλυμμένο συμβατικό ασφαλιστικό βάρος. Όμως προϋπόθεση για την λειτουργία αυτής, σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, ο οποίος δεν έχει τις υποχρεώσεις από την ασφαλιστική σύμβαση που μπορούν να εκπληρωθούν μόνο από τον ασφαλισμένο οδηγό του αυτοκινήτου, είναι να υφίσταται υπαιτιότητα αυτού (άρθρο 330 ΑΚ). Επομένως ο ασφαλιστής που υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση σε ζημιωθέντα τρίτο χωρίς να έχει ευθύνη, λόγω της συμβατικής εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου αυτοκινήτου ευρίσκεται σε μέθη, δεν δικαιούται να στραφεί αναγωγικά κατά του κυρίου και μη οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και να αξιώσει από αυτόν τα καταβληθέντα ποσά, αν τον τελευταίο δεν βαρύνει υπαιτιότητα, σε σχέση με το γεγονός ότι, ο οδηγός του αυτοκινήτου του, βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος όταν προξένησε το ατύχημα. Αναιρείται Εφετειακή απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ.1 ΚΠολΔ που έκρινε διαφορετικά. ΑΠ 991/2011, ΕΣυγκΔ 2012/9
Αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος (πατέρας του υπαιτίου οδηγού) δεν γνώριζε ότι ο πρώτος εναγόμενος (οδηγός) θα προβεί στην οδήγηση του αυτοκινήτου, μετά την κατανάλωση οινοπνεύματος και ότι αποδέχθηκε ή αδιαφόρησε για το γεγονός αυτό. Συνεπώς δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα σχετικά με την οδήγηση του αυτοκινήτου του από οδηγό που βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Μον.Πρ.Αθ.2086/2015, ΕΣυγκΔ 2016/192
2.Ένσταση Συντρέχοντος Πταίσματος – Επιβίβαση σε όχημα με μεθυσμένο οδηγό – Αυτοδιακινδύνευση επιβαινόντων.
Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης της Εφετειακής απόφασης που έκρινε συνυπαίτιο κατά 20% του τραυματισμού του τον τραυματισθέντα συνεπιβάτη καθότι, δέχθηκε να μεταφερθεί με αυτοκίνητο του οποίου ο οδηγός τελούσε σε κατάσταση μέθης, πράγμα που γνώριζε αυτός. Όμως ο ερευνόμενος λόγος αναιρέσεως κρίθηκε απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι από τις παραδοχές του Εφετείου, σαφώς προκύπτει, ότι με την φερόμενη ως αναιρετική πλημμέλεια πλήττεται η κρίση περί των πραγματικών γεγονότων , η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. ΑΠ 1306/2014, ΕΣυγκΔ 2015/85
Κρίθηκε συνυπαίτια σε ποσοστό 35% η συνεπιβάτης της μοτοσικλέτας εφόσον αποδείχθηκε ότι δέχθηκε να επιβιβαστεί σε όχημα, το οποίο οδηγούσε άτομο που βρισκόταν υπό την επήρεια μέθης, μολονότι γνώριζε την ύπαρξη της μέθης και τη μειωμένη ικανότητά του προς οδήγηση. Μον.Πρ.Θεσ.5971/2014, ΕΣυγκΔ 2014/542
Contra Νομολογία
Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι είχε γίνει αντιληπτό τόσο από τους επιζήσαντες όσο και από τον θανόντα συνεπιβάτη, οι οποίοι ήσαν μαζί με τον οδηγό του οχήματος σε γαμήλια δεξίωση, ότι αυτός είχε κάνει χρήση αλκοόλ, η οποία τους ήταν γνωστό ότι του απαγορευόταν λόγω των προβλημάτων υγείας του (καρκινοπαθής, υποβαλλόμενος σε χημειοθεραπεία). Επιπροσθέτως δεν ήταν εξωτερικά αντιληπτή – λόγω του μετρίου μεγέθους της μέθης – η επίδραση που αυτή είχε στην οδηγική του ικανότητα, πράγμα που αποδείχθηκε συνδυαστικά από το τελικό αποτέλεσμα και τις μετρήσεις στο αίμα του, δίνοντας έτσι εύλογα την εντύπωση στους επιβαίνοντες στο όχημα τους φίλους του ότι, είναι σε καλή κατάσταση, δυνάμενος να οδηγήσει και να μεταφέρει αυτούς ασφαλώς. Απορριπτέα συνεπώς η σχετική ένσταση ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Εφ.Αθ.650/2013, ΕΣυγκΔ 2015/479.
Διαβάστε εδώ την απόφαση, όπως δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου.