Απόφαση 116 / 2017 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα – Εισηγητή, Δημήτριο Τζιούβα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 3903/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Λαρίσης. Με κατηγορούμενους τους 1. Β., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Σαράκη, 2. Δ., 3. Ε., 4. Ι., 5. Π., κάτοικοι …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αλέξανδρο Φάρο και Παύλο Σαράκη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λαρίσης, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 12/28.11.2016 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως Πλημμελειοδικών Λάρισας Π. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1295/2016.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των κατηγορουμένων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 27, 36,42, 46 ΚΠΔ και 118 παρ.1 ΠΚ συνάγεται ότι η έγκληση αποτελεί τη μία από τις δύο βασικές μορφές ιδιωτικής καταγγελίας του εγκλήματος, η οποία λαμβάνει χώρα από το άμεσα εκ της αξιόποινης πράξεως παθόν, πρόσωπο και αφορά είτε τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, εκείνα δηλαδή για τα οποία ρητά ορίζεται στον ποινικό νόμο για τη δίωξή τους η υποχρέωση υποβολής εγκλήσεως κατά τον τύπο και με τις προϋποθέσεις των άρθρων 117-119 Π Κ, είτε τις κατ’ επάγγελμα διωκόμενες αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά ορισμένου παθόντος προσώπου. Για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση (άρθρα.362 – 362 , 368 παρ. 1 εδ. α ΠΚ), ενώ σημειώνεται ότι κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 368 ΠΚ, αν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, έχουν επίσης δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση η προϊσταμένη αρχή και ο αρμόδιος υπουργός. Σύμφωνα με τις παραγράφους 2,3 του/: άρθρου 46 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από το άρθρο 28 παρ. 1 Ν. 4055/2012, ο εγκαλών κατά την υποβολή των απολύτως κατ’ έγκληση διωκομένων εγκλημάτων, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού (100) ευρώ, του οποίου το ύφος δύναται να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας. Άλλως, αν δεν κατατεθεί δηλ. το προβλεπόμενο παράβολο η έγκληση απορρίπτεται από τον Εισαγγελέα ως απαράδεκτη με διάταξη κατά της οποίας δε χωρεί προσφυγή κατ’ άρθρο 48 ΚΠΔ. Για αξιόποινες όμως πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων Κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου. Σκοπός του νομοθέτη στην περίπτωση αυτή είναι να μην επιβαρύνεται οικονομικά το δημόσιο όργανο κατά την υποβολή εγκλήσεων στις οποίες προβαίνει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας της εκτέλεσης αυτής, δηλαδή να μην επιβαρύνεται κατά την καταμήνυση αξιόποινων πράξεων οι οποίες το έπληξαν προσωπικά ως δημόσιο όργανο και υπάλληλο για ενέργειες που έλαβαν χώρα κατά την άσκηση του ευρύτερου κύκλου των ανατεθειμένων σε αυτό καθηκόντων, αλλά επίσης και να μην αποθαρρύνεται ενδεχομένως να καταγγέλει κατάφωρες σε βάρος του ενέργειες που προσέβαλαν την προσωπικότητα και υπόληψή του ως μέλος Δημόσιας Υπηρεσίας και φορέα της σχετικής σε κάθε περίπτωση δημόσιας εξουσίας κατά τη σύννομη εκ μέρους του άσκηση της τελευταίας. Περαιτέρω καθήκον κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 2 εδ. τελ. ΚΠΔ, πρέπει να νοείται εκείνο που προκύπτει από νόμο ή διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα ή με βάση ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή τη φύση της υπηρεσίας, χωρίς να. απαιτείται, όπως στο αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, η σύνδεση του καθήκοντος αυτού με την άσκηση απολύτως συγκεκριμένης δραστηριότητας στο πλαίσιο της καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας (ΟλΑΠ 7/2008). Αρκεί δηλαδή το καθήκον να αναφέρεται γενικότερα σε ενέργειες που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο βεβαίως της καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητας του οργάνου ή υπαλλήλου, όπως προσδιορίζονται από το δίκαιο που διέπει την υπηρεσία, χωρίς να αφορά εξειδικευμένη υπηρεσιακή δράση στο πλαίσιο ενεργειών που γίνονται καθ ύλη και κατά τόπον αρμοδίως, αφού εν προκειμένω δε θίγεται η υπηρεσιακή λειτουργία από δόλια και σκόπιμη ενέργεια υπαλλήλου, αλλά ο ίδιος αυτός ο υπάλληλος ως εκ της ιδιότητας και της δράσης του, παρά τον σύννομο χαρακτήρα αυτής. Διαφορετικά θα αναιρείτο σημαντικά ο σαφώς εκπεφρασμένος σκοπός του νομοθέτη και θα ετίθετο ερμηνευτικά αυθαίρετη διάκριση, καθόσον το δημόσιο όργανο ή ο δημόσιος υπάλληλος που προσβλήθηκε κατά την τέλεση των γενικώς ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων θα έπρεπε αδικαιολόγητα να επιβαρυνθεί οικονομικά κατά την έναρξη του ποινικού δικαστικού αγώνα προς αποκατάσταση της προσβολής και τιμωρία του υπαιτίου προσώπου σε σχέση με κάποιο άλλο δημόσιο υπάλληλο που έτυχε να προσβληθεί κατά την τέλεση πιο ειδικών καθηκόντων που είχαν ανατεθεί.
Ειδικότερα δε σύμφωνα με το Ν. 1481/84 οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης (…). Το ένστολο προσωπικό θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του. Βάσει του άρθρου 2 ΠΔ 254/04 επίσης οι αστυνομικοί κατά την αστυνομική τους δράση υπόκεινται στις αρχές της διαρκούς ετοιμότητας, ενώ από το άρθρο 3 του Π.Δ. 538/89 απορρέει και η υποχρέωση όπως με την εν γένει συμπεριφορά, εμφάνιση και διαβίωση, παρέχουν τους εαυτούς τους υπόδειγμα καλού πολίτη και αστυνομικού. Ειδικότερα όμως κατά τα άρθρα 58 , 60 παρ. 1,2 εδ. α του Π.Δ 178/2014 οι Διευθυντές των Διευθύνσεων Αστυνομίας Νομών -μεταξύ άλλων- διευθύνουν, συντονίζουν, εποπτεύουν και ελέγχουν το έργο των Υπηρεσιών δικαιοδοσίας τους, οι αξιωματικοί προγραμματίζουν, οργανώνουν και διευθύνουν τις εργασίες του τομέα ευθύνης τους και για το σκοπό αυτό υποκινούν, καθοδηγούν, συντονίζουν, εποπτεύουν και ελέγχουν το προσωπικό και οργανώνουν τα μέσα, ώστε η εκτέλεση των εργασιών να είναι σύμφωνη με το σχεδιασμό και τους κανόνες και να εξυπηρετεί την αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας και οι ανθυπαστυνόμοι εκτελούν τις εργασίες που προβλέπονται από τους οργανικούς νόμους και κανονισμούς ή από ειδικές διατάξεις, σύμφωνα με τις αποφάσεις της ηγεσίας και τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων τους. 2) Περαιτέρω λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά, κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε’ του ΚποινΔ, η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκαν ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση σε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ΚΠΔ, συνιστά και η πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Η έγκληση δε αποτελεί αφενός μεν θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, διότι η παραμέληση της υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας ή μη νομότυπη άσκηση αυτής οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως και αφετέρου συνιστά δικονομικό θεσμό, διότι αποτελεί δικαστική προϋπόθεση για την έγκαιρη γένεση της ποινικής δίκης (ΑΠ Ολ 1/2007). Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚποινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις, η απαρίθμηση των οποίων καθίσταται απλώς ενδεικτική, κάτι που συνάγεται από τη χρησιμοποίηση του όρου “ιδίως” στο κείμενο του νόμου. Η υπέρβαση εξουσίας εμφανίζεται με δύο όψεις. Τη θετική όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίδει ο νόμος ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα αρνητική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο παραλείπει (αρνείται) να ασκήσει υπάρχουσα εξουσία του, παρεχόμενη εκ του νόμου. Μεταξύ των υπαγομένων περιπτώσεων περιλαμβάνονται και εκείνες όταν υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης έγκλησης διότι αυτή δεν υποβλήθηκε καθόλου ή έγινε παραίτηση από αυτή, ως και όταν αυτή δεν είναι νομότυπη, είτε διότι δεν υποβλήθηκε εντός της νομίμου προθεσμίας, είτε διότι υποβλήθηκε από μη δικαιούμενο πρόσωπο και όταν δεν καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη υποβολής της εγκλήσεως.
3) Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα κάτωθι: οι Γ., Αστυνομικός Διευθυντής της Διεύθυνσης Αστυνομίας …, Δ., Αστυνόμος Β’ , Διοικητής του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών … και η Χ., Ανθυπαστυνόμος, υπηρετούσα στη Διεύθυνση Αστυνομίας …, προέβησαν εμπρόθεσμα στην υποβολή ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας ισάριθμων εγκλήσεων (με Α.Β.Μ. …/2186, …/2215. …/2249) κατά των 1) Β. Χ., δημοσιογράφου, κατοίκου … επί της οδού …, υπό την ιδιότητά του ως του αληθούς αρθρογράφου – δημοσιογράφου επίμαχου άρθρου με το ψευδώνυμο “Ν.”, στην εφημερίδα “…”, η οποία εκδίδεται στον …, αλλά έχει πανελλήνια κυκλοφορία 2) Ι., εκδότη της εφημερίδας “…”, κατοίκου … 3) Π., Γενικού Διευθυντή Μέσων της εφημερίδας “…”, κατοίκου … 4) Δ., Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας “…”, και 5) Ε., Αρχισυντάκτη της εφημερίδας “…”, … , για το φερόμενο ως τελεσθέν υπ’ αυτών αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου από κοινού κατά συρροή, οι οποίες εγκλήσεις συσχετίσθηκαν και αποτέλεσαν ενιαία δικογραφία. Μετά το, νόμιμο πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης ασκήθηκε ποινική δίωξη για την, ανωτέρω πράξη (άρθρα 1, 12, 14, 16, 17, 26 παρ. 1 εδ. α, 27, 45, 51, 53, 57, 61, 63, 65, 80, 94 , 362- 363, 368 παρ. 1, 369 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 Α.Ν 1092/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το ,άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 1738/1987 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο μόνο παρ. 1 Ν. 2234/1994, άρθρο μόνο παρ. 3 Ν. 2243/1994 και άρθρο 2 Ν. 10/1975) και οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας (σχετικό το με Α.Β.Ω. ΕΓΤ-…/84 κατηγορητήριο) κατά την αρχική δικάσιμο της 17/6/2016, και μετ’ αναβολών, για την δικάσιμο της 18/11/2016. Κατά την ανωτέρω ημερομηνία (18/11/2016), το δικαστήριο, με την υπ. αριθ. 3903/2016 απόφαση έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω μη καταβολής παράβολου κατά την υποβολή της εγκλήσεως για το απολύτως ως άνω κατ’ έγκληση διωκόμενο πλημμέλημα, δεχόμενο σχετική ένσταση των κατηγορουμένων.
Συνοπτικά, σύμφωνα με το ως άνω κατηγορητήριο, οι ανωτέρω υπαίτιοι ενεργώντας με την προαναφερθείσα ιδιότητά του έκαστος, από κοινού και κατόπιν συναπόφασης, με πρόθεση δημοσίευσαν στο με αριθμό … τεύχος στις σελίδες 1, 6 και 7 και στη στήλη με τίτλο “…” του φύλλου της …/11/2015 της κυριακάτικης εφημερίδας ποικίλης ύλης και πανελλήνιας κυκλοφορίας με τον τίτλο “…” ένα άρθρο – …, που συνέταξε και υπέγραφε ο Β. ως δημοσιογράφος και αρθρογράφος της εφημερίδας με το δημοσιογραφικό ψευδώνυμο “Ν.”, στηριζόμενος σε ανώνυμη επιστολή- καταγγελία προς τον αναπληρωτή Υπουργό Δημοσίας Τάξης και την ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, διαδίδοντας σαφέστατα για έκαστο των εγκαλούντων προς το πανελλήνιο αναγνωστικό κοινό, γεγονότα εν γνώσει τους ψευδή, όπως μεταξύ άλλων ότι: Ο πρώτος εγκαλών Γ., ως Αστυνομικός Διευθυντής, κατέλαβε το 2014 τη θέση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας … παρακάμπτοντας παράνομα άλλους εφτά ανώτερους στην ιεραρχία αξιωματικούς. Ότι εγκατέστησε στο γραφείο του στην Διεύθυνση Αστυνομίας … την τρίτη εγκαλουμένη, ανθυπαστυνόμο Χ., με την οποία διατηρεί από ετών εξωσυζυγικό δεσμό και οίκημα στο οποίο συνευρίσκονται οι ίδιοι και άλλα παράνομα ζευγάρια αστυνομικών. Ότι ο Γ. έδωσε εντολή να ασχολείται με όλα τα θέματα της Αστυνομικής Διεύθυνσης η Χ. για να πίνει ο ίδιος καφέ. ανενόχλητος με άλλους φίλους του αξιωματικούς και τον δεύτερο εγκαλούντα Δ., ο οποίος “λύνει και δένει” στην Διεύθυνση Αστυνομίας …. Ότι η Διεύθυνση Αστυνομίας … διακρίνεται για την αναξιοκρατία, τη φαυλότητα, τη διαφθορά, την εικόνα διάλυσης, την επικράτηση του κοτσομπολιού και ομάδων προσώπων φίλα προσκείμενων προς τον πρώτο εγκαλούντα, όπως μεταξύ αυτών είναι και ο δεύτερος, ο οποίος διατηρούσε μάλιστα στενές σχέσεις με πρώην σημαίνον στέλεχος του πολιτικού κόμματος “Χρυσή Αυγή”. Ότι ο Δ. κατέλαβε τη θέση του Διοικητή του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών … πιέζοντας τον προκάτοχο του να αποχωρήσει δήθεν οικειοθελώς. Ότι η “κλίκα” αυτή των τριών εγκαλουμένων μαζί με άλλους ημέτερους αξιωματικούς έδιωξαν κάθε αξιωματικό και κατώτερο αστυνομικό προσωπικό που δεν τους ήταν αρεστό, σε διάφορες περιοχές του Νομού, όπως η … και τα …. Ότι ο Γ. παλαιά, ως Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος …, ευθύνεται για την έξαρση του φαινομένου της ανέγερσης αυθαιρέτων στα παράλια του Νομού … και μάλιστα ειδοποιούσε τους εργολάβους για τους επικείμενους ελέγχους.
Τα ανωτέρω γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειας τους διαδοθέντα, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και επαγγελματική και γενικότερα κοινωνική υπόληψη κάθε εγκαλούντος, καθώς αυτοί παρουσιαζόταν ως γενικώς ανήθικοι, ως επίορκοι αστυνομικοί που ενεργούν αντίθετα στις απορρέουσες από το νόμο υπηρεσιακές τους υποχρεώσεις και παραβαίνουν το καθήκον τους.
4) Όμως, σύμφωνα με τα όσα ανωτέρω παρατίθενται, τα περιστατικά που συνιστούν την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμησης δια του Τύπου από κοινού και κατά συρροή σαφώς στρέφονται σε βάρος καθενός εγκαλουμένου, ήτοι Γ., Αστυνομικού Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας …, Δ., Αστυνόμου Β’, Διοικητή του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών … και η Χ., Ανθυπαστυνόμου, υπηρετούσας στη Διεύθυνση Αστυνομίας …, εξαιτίας αλλά και κατά την εκτέλεση των γενικών υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως ταύτα πάντα προσδιορίζονται από τους ως άνω νόμους και προεδρικά διατάγματα, και όχι εξ αφορμής ή σχετικά με τα καθήκοντα αυτά, αφού οι πράξεις δεν έπληξαν απλώς την τιμή τους ως προσώπων και την υπόληψή τους ως διακεκριμένων μελών του συνόλου της τοπικής κοινωνίας, εν ενεργεία υπηρετούντων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και αστυνομικών υπαλλήλων, αλλά ειδικότερα η προσβολή αυτή επήλθε κατά την άσκηση του αστυνομικού τους έργου, δηλαδή για τον Γ. κατά την εκτέλεση των γενικών διευθυντικών, συντονιστικών και εποπτικών ίου καθηκόντων ως Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας …, αμφισβητώντας εμμέσως πλην σαφώς ότι δύναται να ασκήσει αυτά εντίμως και επαρκώς, για τον Δ. ομοίως κατά τη γενική διεύθυνση, συντονισμό και εποπτεία που ασκούσε ως Διοικητής του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών …, αμφισβητώντας επίσης εμμέσως πλην σαφώς εάν δύναται να ανταποκριθεί με επάρκεια και προπαντός ηθική ακεραιότητα στο ρόλο του και για τη Χ., ως ανθυπαστυνόμου της Διεύθυνσης Αστυνομίας … κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων στην ίδια καθηκόντων στο γραφείο της Διεύθυνσης αυτής, αμφιβάλλοντας για τα προσόντα και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στο έργο που της ανατίθετο με εντολές της Διοικήσεως. Ενισχυτικό εξάλλου στοιχείο του συμπεράσματος αυτού είναι και το γεγονός ότι ο Γ., στις 11-11-2015, τρεις ημέρες μετά το συμβάν, ενημέρωσε για το θέμα, ως όφειλε με βάση τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση … και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας δια του αριθ. πρωτ. 5430/15/2070083 από 11-11-2015 έγγραφου, καθόσον το τελεσθέν σε βάρος αυτού αδίκημα δεν αφορούσε την ιδιωτική του ζωή αυτή καθεαυτή, αλλά ευθέως και όχι πλαγίως τον τρόπο εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
Ενόψει των ανωτέρω το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη 3903/18-11-2016 απόφασή του δια της κρινόμενης αναιρέσεως που ασκήθηκε εμπροθέσμως και παραδεκτώς ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας, σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1 εδ. α,β, 3, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1δ’, 509 ΚΠΔ, με το να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη των κατηγορουμένων, λόγω μη καταβολής του παραβόλου κατά την υποβολή των υπό κρίση εγκλήσεων αναφορικά με το μνημονευόμενο απολύτως κατ’έγκληση διωκόμενο πλημμέλημα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρ. 46 παρ. 2 εδ. στ’ ΚΠΔ που έχει διπλή ιδιότητα (ουσιαστική και δικονομική) καθόσον απέδωσε σ’αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, αλλά και περαιτέρω δεν υπήγαγε στη διάταξη ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και αποτελούν την κατηγορία έτι δε με το να μη προχωρήσει στη διερεύνηση της ουσίας της υποθέσεως υπερέβη αρνητικά την εξουσία του κατά παραδοχή των βασίμων των λόγων αναιρέσεως του άρθρου 510 § 1 Ε και Η ΚποινΔ. Πρέπει κατ’ ακολουθίαν να γίνει δεκτή η κρινόμενη αναίρεση αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 3903/2016 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συζήτηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2017. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Ιανουαρίου 2017.