Αριθμός 90/2017 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥΔ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Σοφία Ντάντου, Γεώργιο Χοϊμέ και Ναυσικά Φράγκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ” και το διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκεαπό τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Καραΐσκο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Β. του Κ., 2) Α. συζ. Ε. Β., το γένος Κ. Σ. και 3) Κ. Β. του Ε., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Οικονόμου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-7-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 669/664/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2685/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-3-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ναυσικά Φράγκου διάβασε την από 24-11-2015 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Ειρήνης Καλού, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της από 12-3-2015 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 2685/2014 απόφασης του ΜονομελούςΕφετείου Θεσσαλονίκης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και τη διατήρηση αναστολής της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης μέχρι την έκδοση της απόφασης του Αρείου Πάγου, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της αίτησης και του αιτήματος διατήρησης της αναστολής, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 12-3-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) αίτηση,διώκεται η αναίρεση της 2685/2014 αποφάσεως τουΜονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αυτοκίνητα.
Με την από 11-7-2012 αγωγή τους οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι είναι υποχρεωμένη η τρίτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, ως η εταιρία που είχε ασφαλίσει το με αριθμό … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, να τους καταβάλει μεταξύ άλλων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που υπέστησαν από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού του, Γ. Λ., η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό του γιού των, πρώτου και δευτέρας και αδελφού του τρίτου, τα σε αυτήν αναφερόμενα χρηματικά ποσά.Επ’ αυτής εκδόθηκε αρχικά η 669/2013 απόφαση τουΜονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, που την έκανεμερικά δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και μετά από έφεση καιαντέφεση της αναρεσείουσας και των αναιρεσιβλήτων, αντίστοιχα, η προσβαλλομένη απόφαση η οποία την δέχτηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε ότι είναι υποχρεωμένη η εναγομένη να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 60.000 ευρώ, στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 60.000 ευρώ, και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 30.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και την καταδίκασε στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται με αυτή δυνητική ευχέρεια στο δικαστήριο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό, αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά (βαθμό πταίσματος, είδος προσβολής, περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, επί θανατώσεως τον βαθμό συγγενείας, την ηλικία του θύματος), με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Συνεπώς, εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το “εύλογο” του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι”οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμανα επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου καιως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονταιείτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. ʼλλωστε, με ρητή διατύπωσηστο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη απόαυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ωςατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει”, και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσοναφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώςανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος [άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος] με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. ʼλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσαέννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 25 § 1 εδ. (δ) του Συντάγματος και 932 ΑΚ και καθ’ υπέρβασητων ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειαςεπιδίκασε στους αναιρεσίβλητους, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θανάσιμο τραυματισμό κατά το ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα του Θ. Β. του Ε. τα ποσά: α) των 60.000 ευρώ, σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη απ’ αυτούς, πατέρας και μητέρα,αντίστοιχα, του θανόντος και β) των 30.000 ευρώ, στον τρίτο απ’ αυτούς, αδελφό του θανόντος, τα οποία είναι πολύμεγαλύτερα από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιεςπεριπτώσεις, λαμβανομένης υπόψη και της καταγνωσθείσαςκατά ποσοστό 50% συντρέχουσας αμέλειας του θανόντος καιεξαιρετικά υψηλά, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας και της αβεβαιότητας στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Το δικάσαν Εφετείο, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασής του, αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και την υπαιτιότητα των εμπλακέντων σ’αυτό οδηγών δέχτηκε, μετά από αξιολόγηση τουαποδεικτικού υλικού ότι “…η πρόκληση του ένδικουτροχαίου ατυχήματος και οι εντεύθεν συνέπειές τουοφείλεται σε συντρέχον πταίσμα αμφοτέρων των οδηγώντων εμπλακέντων οχημάτων, ήτοι, του (εναγομένου), Γ. Λ. και του θανόντος οδηγού της μοτοσικλέτας, Θ. Β., που προσδιορίζεται αριθμητικά για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, ανάλογα με το βαθμό της συμβολής εκάστου στο ως άνω επελθόν αποτέλεσμα, σε ποσοστό 50% για τον καθένα, αντίστοιχα, κατά μερική παραδοχή της προβληθείσας, παραδεκτά, πρωτοδίκως, νόμιμης (άρθρο 300 του ΑΚ και άρθρα 5 και 6 του Ν. ΓπΝ/1911) ένστασης της τρίτης εναγομένης – εκκαλούσας (ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας), που επαναφέρεται, ως λόγος έφεσης, στην προκειμένη δίκη. Ειδικότερα, το εν λόγω ατύχημα οφείλεται σε συγκλίνουσα (μη συνειδητή) αμέλεια αμφοτέρων των εμπλεκομένων οδηγών (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), οι οποίοι δεν προείδαν το αποτέλεσμα της οδικής συμπεριφοράς τους, εξαιτίας μη καταβολής της προσοχής και επιμέλειας που με αντικειμενική κρίση μπορούσε και έπρεπε να καταβάλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, ο μέσος, συνετός και ευσυνείδητος οδηγός επιβατικού αυτοκινήτου και παρόμοιου δικύκλου, αντίστοιχα, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τις κατά τα άνω επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, την οποία, τέλος (επιμέλεια) αν επιδείκνυαν, θα μπορούσαν να το προβλέψουν και να το αποφύγουν. Πιο συγκεκριμένα, το πταίσμα των δύο παραπάνω οδηγών συνίσταται στο ότι αντίθετα με όσα επιβάλλουν οι ουσιώδεις κανόνες της ασφαλούς οδήγησης που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 3 και 8, 12 παρ. 1, 16 παρ. 1 και 4, 19 παρ. 1, 2 και 3 και 20 παρ. 2 του ΚΟΚ (διαπράττοντας τις αντίστοιχες παραβάσεις που τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ως άνω ζημιογόνο αποτέλεσμα), ο καθένας απ’ αυτούς δενοδηγούσε το αντίστοιχο όχημά του, με σύνεση και ιδιαίτερατεταμένη την προσοχή, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθείέγκαιρα τους πιθανούς κινδύνους της παραπάνω οδού, δενασκούσε τον πλήρη έλεγχο και εποπτεία του ούτε ρύθμισε ανάλογα την ταχύτητά του (το ανώτερο όριο της οποίας είχαν αμφότεροι παραβιάσει κατά πολύ), έτσι ώστε ο καθένας να είναι σε θέση να εκτελεί, κάθε στιγμή, τους αναγκαίους χειρισμούς και ελιγμούς και να μπορεί ακόμη και να διακόψει την πορεία του οχήματός του, αν χρειαζόταν, μπροστά από οποιοδήποτε προβλέψιμο εμπόδιο ή κίνδυνο, που θα βρισκόταν στο ορατό απ’ αυτόν μπροστινό τμήμα τηςοδού, καθώς και σε περίπτωση (της οποιασδήποτε) ανάγκηςκαι επιπλέον, δεν κινούνταν εξαρχής στο δεξιό άκρο του οδοστρώματος της οδού, όπως υποχρεούνταν, με αποτέλεσμα, από σοβαρή αβλεψία και επιπολαιότητά τους, να μην αντιληφθούν, κατ’ αρχήν, έγκαιρα κι από ικανήαπόσταση, ο ένας τον άλλον και να απολέσουν τον έλεγχο τουοχήματός τους, το καθένα από τα οποία εκτράπηκε από την πορεία του και εισήλθε στο αντίθετο (για το ίδιο) ρεύμα κυκλοφορίας και να συγκρουσθούν μεταξύ τους. Αντίθετα, εάν αμφότεροι οι διάδικοι οδηγούσαν με μεγαλύτερη επιμέλεια και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους στην οδήγηση και κινούνταν με την επιτρεπόμενη ταχύτητα, πλησίον της δεξιάς, για την πορεία του καθενός, άκρης του οδοστρώματος, θα είχαν τη δυνατότητα να αντιληφθούν άμεσα, με ευχέρεια και από ικανή απόσταση, τουλάχιστον εκατό (100) μέτρων, ενόψει της απεριόριστης ορατότητας και των ως άνω συνθηκών, ο ένας τον άλλο (ότι δηλαδή το προσεγγίζον στον καθένα επερχόμενο όχημα κινείτο στο μέσον περίπου του οδοστρώματος). Κατά τον τρόπο αυτό και οι δύο τους δεν θα είχαν πανικοβληθεί και (δεν θα είχαν) απολέσει τον έλεγχο του οχήματός τους ούτε θα είχαν εκτραπεί στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, αλλά θα μπορούσαν να εκτελέσουν όλους τους αναγκαίους χειρισμούς και ελιγμούς (π.χ. άμεση μείωση της ταχύτητάς τους, έλεγχος της κίνησης των λοιπών οχημάτων, πραγματοποίηση δεξιού, κατά την πορεία εκάστου, ελιγμού ή άμεση τροχοπέδηση των οχημάτων τους), έτσι ώστε θα είχαν αποφύγει με ευχέρεια, εντελώς, τη μεταξύ τους σύγκρουση, συνεχίζοντας, με μειωμένη ταχύτητα, την ευθεία πορεία τους, ο καθένας επανερχόμενος στο μέσον ή στο δεξιό άκρο του ρεύματος πορείας που ακολουθούσε, ή έστω, θα είχε μειωθεί σημαντικά το μέγεθος της σφοδρότητάς της και θα είχαν περιορισθεί οι (βλαπτικές) συνέπειές της, ώστε θα είχε αποτραπεί, τουλάχιστον, η βαρύτητα του τραυματισμού του μοτοσικλετιστή. Τέλος, ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός της εναγόμενης – ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, που επαναφέρεται με το συναφή λόγο της έφεσής της και στην παρούσα δίκη, περί συντρέχοντος πταίσματος του Θ. Β. στο θανάσιμο τραυματισμό του, λόγω της παράλειψής του να φοράει κράνος, είναι απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος, αφού, αντίθετα, προέκυψε ότι ο ανωτέρω οδηγός φορούσε προστατευτικό κράνος στο κεφάλι του, ο ιμάντας στήριξης και πρόσδεσης του οποίου, όμως, λόγω της σφοδρότητάς της επίδικης σύγκρουσης, καταστράφηκε (δηλαδή, αποξηλώθηκε), με συνέπεια να εκσφενδονισθεί στο έδαφος”. Περαιτέρω, καθόσον αφορά στο αγωγικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των αναιρεσιβλήτων, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: “Εξάλλου, προέκυψε ότι ο θανών στο επίδικο τροχαίο δυστύχημα, σε ηλικία σαράντα τριών (43) μόλις ετών, μοτοσικλετιστής, Θ. Β., ιδιωτικός υπάλληλος, γιος του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων, Ε. Β. και Α. συζ. Ε. Β. (ηλικίας 79 και 77 ετών, αντίστοιχα, κατά το ατύχημα), συνταξιούχων του IΚΑ και αδελφός του τρίτου, Κ. Β. (45 ετών κατά το ατύχημα), ιδιωτικού υπαλλήλου, αντίστοιχα, ήταν ένας υγιέστατος, ζωντανός νέος άνδρας, ο οποίος δεν είχε ακόμη τελέσει γάμο και δεν είχε αποκτήσει τέκνα και όπως είναι πρόδηλο, βρισκόταν στην αρχή της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής, με προοπτική να ζήσει για πολλά χρόνια ακόμη, να δημιουργήσει δική του οικογένεια και πλήρη προσωπική και οικονομική αυτοτέλεια και γενικά να χαρεί τη ζωή. Ο Θ. Β. συμβίωνε ακόμη με τους γονείς του στην οικογενειακή κατοικία τους, στην επί της οδού …, οικοδομή, ενώ στον ίδιο όροφο της ίδιας οικοδομής κατοικούσε (κι εξακολουθεί να κατοικεί) ο παραπάνω αδελφός του με την οικογένειά του, διατηρώντας στενότατες σχέσεις αγάπης, στοργής, εκτίμησης και σεβασμού με όλους τους. Ο αδόκητος, αιφνίδιος και τραγικός θάνατός του, που προήλθε (και) από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου οδηγού (Γ. Λ.) του ζημιογόνου, ασφαλισμένου στην εκκαλούσα – εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, επιβατικού αυτοκινήτου, προξένησε (και) μη περιουσιακή ζημία στα έννομα αγαθά των προσώπων όλων των ως άνω εναγόντων, οι οποίοι συνδέονταν μαζί του με μεγάλη αγάπη, στενό ψυχικό δεσμό και εξ αντικειμένου στενή συγγένεια και περιλαμβάνονται όλοι στην οικογένειά του, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ. Η θανάτωση του εν λόγω αγαπημένου τους προσώπου, κάτω από τις παραπάνω τραγικές συνθήκες, συγκλόνισε ανεπανόρθωτα τον ψυχικό τους κόσμο, διατάραξε τη συναισθηματική τους ισορροπία και τους δημιούργησε έντονα και βαθύτατα συναισθήματα θλίψης, οδύνης, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας, που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εξαλειφθούν ολοσχερώς στο μέλλον. Για να επέλθει κάποια σχετική εξισορρόπηση στη δυσμενή αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε σ’ όλους τουςενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους – αντεκκαλούντες και να τους δοθεί κάποια ευχέρεια να την ξεπεράσουν, πρέπει να τους επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία αποσκοπεί στην ανακούφισή τους από τον πόνο και τη στεναχώρια τους και αποσκοπεί, πρωτίστως, στην παροχή προς αυτούς των απαραίτητων εκείνων οικονομικών μέσων, που σε κάποιο βαθμό, είναι ικανά να συντελέσουν στην άρση των ηθικών συνεπειών της προσβολής που δέχθηκαν, προκειμένου να καταστεί (σε ένα βαθμό) δυνατή η ηθική τους παρηγοριά και η ψυχική τους ανακούφιση. Το παρόν Δικαστήριο, για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ενός εκάστου, λαμβάνει υπόψη του, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, μεταξύ των άλλων, το είδος της προσβολής που δέχθηκαν, τη διάρκεια και την ένταση της θλίψης και του ψυχικού άλγους που δοκίμασαν, το μέγεθος και την ένταση της οδυνηρής εμπειρίας που βίωσαν, την απαιτούμενη για την καταπολέμησή του (του ψυχικού άλγους) προσπάθειά τους, τον στενό συναισθηματικό σύνδεσμό τους και το βαθμό της συγγένειας που συνέδεε τον καθένα τους με το θανατωθέντα, την ηλικία του τελευταίου, αλλά και ενός εκάστου των εναγόντων, τις ιδιαίτερες παραπάνω συνθήκες του αδικήματος, το βαθμό και τη βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου οδηγού, όπως και το βαθμό του συντρέχοντος πταίσματος του ίδιου του θύματος, καθώς και την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων. Ενόψει των παραπάνω, η εύλογη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, που δικαιούνται οι ενάγοντες, εκτός από το μερικότερο ποσό των πενήντα (50) ευρώ, που επιφυλάχθηκε έκαστος να επιδιώξει, με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, στην ποινική δίκη σε βάρος του εναγομένου – οδηγού, ανέρχεται ειδικότερα στα παρακάτω ποσά: α) στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, αντίστοιχα, γονείς του θύματος και β) στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για τον τρίτο ενάγοντα, αδελφό του, αντίστοιχα… Συνακόλουθα, μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έστω και με (μερικά) ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται μ’ αυτές της παρούσας (άρθρο 534 τουΚΠολΔ), κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, κρίνοντας ότι οι ενάγοντες δικαιούνται τα αυτά ως άνω ποσά, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του προρρηθέντος προσφιλούς συγγενικού τους προσώπου, ορθά εφάρμοσε τις πιο πάνω νομικές διατάξεις και ορθά (επίσης) εκτίμησε όλες τις αποδείξεις που τέθηκαν στην κρίση του και ως εκ τούτου οι συναφείς λόγοι των συγκρινόμενων έφεσης και αντέφεσης τυγχάνουν αβάσιμοι”. Κρίνοντας έτσι το Δικαστήριο, αναφορικά με το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας στους αναιρεσείοντεςχρηματικής ικανοποίησης, υπερέβη κατά τον καθορισμό αυτού τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού τα επιδικασθέντα στους αναιρεσίβλητους ποσά χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική (ακόμη και με βάση τη σχετική νομολογία που παραθέτει το Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφαση) και την περί δικαίου συνείδηση είναι μεγαλύτερα από τα επιδικαζόμενα σε παρόμοιες περιπτώσεις, με δεδομένη την καταγνωσθείσα κατά ποσοστό 50% συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος. Επίσης τα επιδικασθέντα στους αναιρεσίβλητους ποσά χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, υπερβαίνουν σημαντικά, αυτά που θα ήταν δίκαια και εύλογα για την ηθική παρηγοριά και ανακούφιση των αναιρεσιβλήτων, με αποτέλεσμα ο καθορισμός τους στο ως άνω ύψος, να παραβιάζει ευθέως την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος). Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω θα πρέπει, μετά την παραδοχήτου μοναδικού λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλομένη απόφαση και δη κατά το κεφάλαιο που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο στο δικαστήριο που δίκασε, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, για περαιτέρω εκδίκαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα (άρθρο 183 ΚΠολΔ, άρθρο 12 ν. 4055/2012 και άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ), και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοιως ηττώμενοι έναντι της αναιρεσείουσας, στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης, η οποία παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2685/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά ένα μέρος και δη κατά το κεφάλαιό της που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης. Παραπέμπει κατά το μέρος τούτο, την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκασή της, στο Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, συντιθέμενο από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την 2685/2014 απόφαση. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου, με αριθμό …9-3-2015 διπλότυπο της …, στην καταθέσασα αναιρεσείουσα. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2016. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2017. H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ