Ελεύθεροι χωρίς όρους αφέθηκαν χθες, μετά την απολογία τους, με ομόφωνη απόφαση του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς και της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, 5 πρώην μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδ/σου, δύο γενικοί διευθυντές και ένας ειδικός οικονομικός σύμβουλος, που κατηγορούνται για απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, αδίκημα που φέρεται να τελέστηκε στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 8η Δεκεμβρίου 2013.
Σήμερα αναμένεται, εκτός απροόπτου να απολογηθούν για την ίδια υπόθεση ακόμη 3 κατηγορούμενοι πρώην μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», ιδρυτικό στέλεχος της τράπεζας, που κίνησε την συγκεκριμένη δικογραφία μετά την υποβολή μήνυσης, είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία του ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο, όμως, εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό την 18.05.2012, 103.363,32 ευρώ.
Ζήτησε τότε, όπως ισχυρίζεται, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Αυτό δεν του επετράπη όμως από την τράπεζα με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους.
Είχε υποβάλει εξάλλου και υπόμνημα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου στο οποίο διατείνεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος, δια της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, είχε συντάξει πόρισμα τον Αύγουστο του 2012 με το οποίο επιρρίπτονται σαφείς ευθύνες για ορισμένες πράξεις διαχείρισης.
Η μήνυση του είχε τεθεί στο αρχείο, ενώ οι διώξεις σε βάρος των κατηγορουμένων ασκήθηκαν κατόπιν παραγγελίας Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου, που έκανε δεκτή προσφυγή του μηνυτή κατά της διατάξεως αρχειοθέτησης.
Απολογούμενοι χθες ενώπιον του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς, με πολυσέλιδο υπόμνημα, οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τα όσα τους αποδίδονται.
Τόνισαν μεταξύ άλλων ότι εσφαλμένα κρίθηκε από την Αντεισαγγελέα Εφετών, που παρήγγειλε την δίωξη, ότι η λήψη της απόφασης περί αναστολής εξαργύρωσης των συνεταιριστικών μερίδων δεν έγινε εγκαίρως και δεν περιελάμβανε και το «πάγωμα» των αποφάσεων εξαγοράς που είχαν ήδη ληφθεί ενώ αρνήθηκαν ότι υπήρξε κακή πιστοδοτικής πολιτικής της τράπεζας κι ότι έλαβαν χώρα χορηγήσεις δανείων χωρίς τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος και ο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
Επεσήμαναν μεταξύ άλλων ότι την τελευταία τριετία της λειτουργίας της λόγω της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης η τράπεζα παρουσίασε για πρώτη φορά σταθεροποίηση μεγεθών και ζημιογόνες χρήσεις. Πιο συγκεκριμένα εμφάνισε για πρώτη φορά προβλήματα κεφαλαιακής επάρκειας το έτος 2011 κι επεσήμαναν ότι η τράπεζα δεν είχε λάβει κανενός είδους χρηματοοικονομική στήριξη από το Δημόσιο ή άλλο φορέα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα.
Αποτέλεσμα της κρίσης ήταν εξάλλου, όπως τόνισαν, η ραγδαία αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, που σταδιακά έφθασαν στο 25% – 30% του συνόλου των δανείων για ολόκληρη την τραπεζική αγορά και αφετέρου την απόσυρση σημαντικού μέρους των καταθέσεων.
Εξήγησαν ότι ένα από τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κατάστασης, κατόπιν μάλιστα εγκυκλίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν να σταματήσουν την ρευστοποίηση των συνεταιριστικών μερίδων για να διασφαλιστεί η κεφαλαιακή της επάρκεια, πράγμα που δεν επιτρεπόταν να κάνει ενωρίτερα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη ή την εισήγηση ή έστω την σύσταση της ΤτΕ.
Επεσήμαναν ακόμη ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορούσε να περιλαμβάνει και ανάκληση υφιστάμενων αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου που δέχονταν παλαιότερες αιτήσεις εξαγοράς, αρνούμενοι ότι το διοικητικό συμβούλιο προέβη σε «επιλεκτική» εξαργύρωση μερίδων.
Οι κατηγορούμενοι τόνισαν εξάλλου ότι την 15.06.2013 η γενική συνέλευση της τράπεζας, έλαβε απόφαση, για την αύξηση του συνεταιριστικού κεφαλαίου της έως του ποσού των 20.000.000 ευρώ. Ως χρόνος της αύξησης του συνεταιριστικού κεφαλαίου ορίστηκε το χρονικό διάστημα μεταξύ 01.07.2013 και 30.06.2014.
Σε ό,τι αφορά στην πιστοδοτική πολιτική και την πολιτική για την διαχείριση καθυστερήσεων της τράπεζας, επεσήμαναν ότι εφαρμόστηκαν μέτρα και εναρμονίστηκαν οι ειδικότερες πολιτικές της τράπεζας στις νέες δυσχερείς συνθήκες της αγοράς.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την ζημιά που επικαλείται ο μηνυτής υποστήριξαν ότι δεν υφίσταται ορισμένη ζημία διότι εξακολουθεί να κατέχει 292 μερίδες, για τις οποίες πιθανότατα θα αποζημιωθεί με το πέρας της εκκαθάρισης αφού έχει αναγγείλει την απαίτηση του αυτή στον ειδικό εκκαθαριστή.
Ως συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων παρίσταται οι δικηγόροι Αθηνών κ.κ. Μ. Μπετενιώτης, Αλ. Κοντογεωργίου, Γ. Τριανταφύλλου και Γ. Κιντής και οι δικηγόροι Ρόδου κ.κ. Στ. Λεβέντης, Μαρία – Χριστίνα Βρούχου – Κωσταρίδη, Στ. Κιουρτζής, Τ. Διάκος και Β. Δεστούνη.
Αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς όρους παράγοντες της Τράπεζας Δωδ/σου
Προηγούμενο άρθροΑνάρτηση ειδοποιητηρίων πληρωμής εισφορών Μαρτίου 2017 Μη Μισθωτών