Μεγάλες αποζημιώσεις, αλλά και αυστηρές καταδίκες επιφυλάσσει η Δικαιοσύνη όχι μόνο για τους θανάτους από ιατρικά σφάλματα, αλλά και όταν για την απώλεια μιας ζωής ευθύνεται η καθυστερημένη ή προβληματική διακομιδή του ασθενούς στο νοσοκομείο επειδή το ασθενοφόρο άργησε ή δεν διέθετε κατάλληλο εξοπλισμό ή τον αναγκαίο συνοδό, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του διακομιζόμενου.
Το τελευταίο διάστημα ήλθαν στο φως δύο τραγικοί θάνατοι στη Χαλκιδική (ενός 38χρονου και ενός 55χρονου) που ανέδειξαν το τεράστιο πρόβλημα έλλειψης κατάλληλης υποδομής, όσον αφορά τον αριθμό των ασθενοφόρων, αλλά και των διασωστών, υποθέσεις για τις οποίες η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ζήτησε την παρέμβαση των τοπικών εισαγγελικών αρχών.
Πρόσφατα αποκαλύφθηκαν δύο άλλες τραγικές περιπτώσεις, που στοίχισαν στο Δημόσιο την καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων (αθροιστικά άνω των 600.000 ευρώ), στη μία γιατί η καθυστέρηση διακομιδής είχε ως συνέπεια να ακρωτηριαστεί το πόδι ασθενούς, ενώ στην άλλη επειδή μεταφέρθηκε από νησί με καΐκι, υπό συνθήκες μεγάλης θαλασσοταραχής, πολυτραυματίας από τροχαίο, που υπέφερε χτυπώντας πάνω στο φορείο από τα μανιασμένα κύματα, αβοήθητος, αφού η ιατρός-συνοδός (ειδικευόμενη) έκανε συνέχεια εμετό και εξαιτίας της καθυστερημένης μεταφοράς, «ξέμεινε» μεσοπέλαγα από φιάλη οξυγόνου και από ελπίδες επιβίωσης…
Τώρα έρχεται στο φως μία ακόμα δραματική περίπτωση 37χρονης ασθενούς, που εξέπνευσε λίγο μετά τη διακομιδή της σε άλλο νοσοκομείο στην Ηπειρο, γιατί δεν διασωληνώθηκε έγκαιρα, αλλά μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο που δεν διέθετε τον κατάλληλο για την περίπτωσή της εξοπλισμό ούτε κατάλληλο συνοδό (δηλαδή ειδικευμένο αναισθησιολόγο, που να μπορεί να τη διασωληνώσει καθ’ οδόν, αντί του ειδικευόμενου παθολόγου, που αδυνατούσε να τη βοηθήσει).
Η συνολική αποζημίωση ξεπερνά τα 600.000 ευρώ νομιμοτόκως (για έξοδα κηδείας, στέρηση διατροφής και ψυχική οδύνη των πολύ στενών συγγενών), ενώ θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν δεν συνεκτιμάτο αρνητικά για τους δικαιούχους της, η μεγάλη οικονομική κρίση της χώρας.
Η εκλιπούσα στάθηκε παράλληλα άτυχη, γιατί την ημέρα που χρειάστηκε να διακομιστεί σε άλλο νοσοκομείο, υπήρχε απεργία ιατρών και δεν περίσσευε άλλος αναισθησιολόγος να τη συνοδεύσει στο ασθενοφόρο, κάτι που, όμως, η Δικαιοσύνη συνυπολόγισε ως επιβαρυντικό στοιχείο καταλογίζοντας αποκλειστική υπαιτιότητα του νοσοκομείου και επιδικάζοντας εναντίον του μεγάλη αποζημίωση. Το θανατηφόρο περιστατικό συνέβη περίπου προ 9ετίας, όταν 37χρονη που από νεαρή ηλικία έπασχε από μυασθένεια, πήγε στο νοσοκομείο με τη συνοδεία συγγενών της, παρουσιάζοντας εμπύρετο βήχα και δύσπνοια (που οφειλόταν σε λοίμωξη του αναπνευστικού). Ο εφημερεύων παθολόγος τη μετέφερε στο δωμάτιο βραχείας νοσηλείας του νοσοκομείου και έδωσε εντολή να μεταφερθεί με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και με συνοδεία ιατρού, σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας άλλου νοσοκομείου, σε γειτονική πόλη, ενώ η αρμόδια αναισθησιολόγος αρνήθηκε να τη διασωληνώσει, γιατί οι νέες τιμές αερίων του αίματος ήταν βελτιωμένες σε σχέση με τις αρχικές.
Δεν άντεξε
Ετσι, μεταφέρθηκε με απλό ασθενοφόρο, χωρίς να διασωληνωθεί και χωρίς συνοδό αναισθησιολόγο, αφού οι δύο έμειναν στο νοσοκομείο για να καλύπτουν τα τακτικά και επείγοντα περιστατικά, και ο τρίτος αναισθησιολόγος συμμετείχε στην απεργία, ενώ εκτιμήθηκε ότι δεν πρόκειται να της συμβεί κάτι σοβαρό κατά τη μεταφορά.
Ομως, καθ’ οδόν, η γυναίκα εμφάνισε έντονη δύσπνοια και ο ειδικευόμενος συνοδός ιατρός μπορούσε να της παράσχει βοήθεια μόνο με την πίεση του αέρα στη μάσκα, και λίγο πριν από την άφιξη στο νέο νοσοκομείο η 37χρονη υπέστη ανακοπή καρδιοαναπνευστική και εισήχθη «άσφυγμη, απνοϊκή, κυανωτική, χωρίς κινητική αντίδραση».
Ακολούθησαν άμεση διασωλήνωσή της, καρδιακές μαλάξεις, χορήγηση φαρμάκων και παρά την αρχική βελτίωση, η κατάσταση της υγείας της παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση και διαπιστώθηκε κακόηθες εγκεφαλικό οίδημα (εξαιτίας της καρδιοαναπνευστικής ανακοπής), που αποδείχθηκε μοιραίο. Ο σύζυγος και στενοί συγγενείς της στράφηκαν κατά του νοσοκομείου με αγωγές, ενώ πέτυχαν και καταδίκη σε 10μηνη φυλάκιση του αρμόδιου παθολόγου, που επιμελήθηκε τα της προβληματικής διακομιδής.
Οι εξετασθέντες μάρτυρες στη διοικητική και ποινική Δικαιοσύνη τόνισαν ότι η μυασθένεια έπρεπε να είχε σημάνει συναγερμό, να έχει διασωληνωθεί άμεσα η γυναίκα, να έχει μεταφερθεί με ασθενοφόρο ειδικά εξοπλισμένο και με συνοδό οπωσδήποτε αναισθησιολόγο, που να μπορεί να τη διασωλωνήσει, αν χρειαζόταν. Το Διοικητικό Εφετείο (του οποίου την απόφαση επικύρωσε τώρα το ΣτΕ), έκρινε ότι τα αρμόδια όργανα του νοσοκομείου επέδειξαν παράνομη συμπεριφορά, γιατί ανεξάρτητα από το αν υπήρξε αδράνεια από την αρχή για τη διασωλήνωση και απώλεια πολύτιμου χρόνου, πάντως, εν όψει της σοβαρής μυασθένειας από την οποία έπασχε και των συμπτωμάτων της (πυρετός, δύσπνοια κ.λπ.), που μπορούσαν να οδηγήσουν σε μυασθενική κρίση, επιβαλλόταν να πραγματοποιηθεί η διακομιδή με ασθενοφόρο κατάλληλο για διασωλήνωση και με συνοδεία αναισθησιολόγου. Επιδικάζοντας αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης για τον αναπάντεχο και αιφνίδιο θάνατο, το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το πόσο δεμένη και αγαπημένη ήταν η οικογένεια της αδικοχαμένης γυναίκας, αλλά και την απροσδόκητη απώλεια της μητρικής στοργής προς την τότε ανήλικη κόρη.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη και την τεράστια δημοσιονομική κρίση των τελευταίων ετών, έκρινε ότι ο σύζυγος έπρεπε να αποζημιωθεί, λόγω στέρησης διατροφής, συνολικά με 40.000 ευρώ για σχεδόν μία 8ετία, με 400 ευρώ μηνιαίως σταθερά, χωρίς το ποσό αυτό να μπορεί να αυξηθεί κατά 10% λόγω οικονομικής συγκυρίας, αφού η συμβολή της εκλιπούσας (εάν ζούσε) θα ήταν σταθερή, αν δεν έβαινε μειούμενη…
Ομως άφησε ανοικτή τη δυνατότητα να αξιώσει περαιτέρω αποζημίωση και για τα επόμενα χρόνια.
ΔΕΝ ΕΠΕΙΣΕ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Οι ισχυρισμοί που πρόβαλε το νοσοκομείο ότι δεν υπήρχαν εξειδικευμένοι ιατροί να τη συνοδεύσουν, κρίθηκαν από το δικαστήριο ότι δεν ευσταθούν, αφού επί τόπου υπήρχαν εκείνη τη μέρα δύο αναισθησιολόγοι, ενώ και ο τρίτος αναισθησιολόγος που απεργούσε, θα μπορούσε να κληθεί να παράσχει τις υπηρεσίες του.