Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε σήμερα όλες τις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειρε η υπεράσπιση στην υπόθεση της Τράπεζας Κύπρου που αφορά την εξαγορά των ελληνικών ομολόγων, καλώντας τους κατηγορούμενους να απαντήσουν στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν σε σχέση με το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς.
Μετά την έγκριση του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής για τροποποίηση του κατηγορητηρίου της παρούσας υπόθεσης και πριν οι κατηγορούμενοι απαντήσουν στις κατηγορίες, όλοι οι συνήγοροι υπεράσπισης ήγειραν προδικαστικές ενστάσεις με βασικό επιχείρημα ότι το νέο τροποποιηθέν κατηγορητήριο δεν αποκαλύπτει την ύπαρξη ποινικού αδικήματος, με σαφήνεια και επάρκεια, το οποίο είναι προαπαιτούμενο για τη συνέχιση της διεξαγωγής της δίκης.
Η βασική θέση της υπεράσπισης εστιάστηκε στο ότι το άρθρο 19 του νόμου δεν δημιουργεί από μόνο του ποινικό αδίκημα και θα πρέπει απαραιτήτως να συναρτάται με την Κ.Δ.Π.445/05, η οποία είναι άκυρη λόγω κακής συγκρότησης του οργάνου που την εξέδωσε και έτσι δεν δύνατο καθ΄ οιονδήποτε στάδιο να παράγει έννομα αποτελέσματα καθώς επίσης στο ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το άρθρο 19 δημιουργεί από μόνο του αδίκημα, αυτό είναι τόσο ασαφές, γενικό και αόριστο που δεν περιγράφει τρόπο διάπραξης αδικήματος, κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων.
Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής εξέφρασε αντίθετη άποψη, ήτοι πως το άρθρο 19 του Νόμου δημιουργεί από μόνο του ποινικό αδίκημα με την απαιτούμενη σαφήνεια ενώ και η Κ.Δ.Π.445/05 ήταν καθόλα έγκυρη κατά τον χρόνο της ισχυριζόμενης διάπραξης των αδικημάτων.
Αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, το τριμελές Κακουργιοδικείο αποφάσισε πως το άρθρο 19 του Νόμου αποκαλύπτει αδίκημα με την απαιτούμενη σαφήνεια και προβλεπτικότητα σε βαθμό που κρίνεται ότι ικανοποιεί τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δύναται από μόνο του να αποτελεί τη νομική βάση κατηγορίας για χειραγώγηση της αγοράς.
Από τη στιγμή, αναφέρει το δικαστήριο, που το άρθρο 20 αποτελεί μια ενδεικτική παράθεση του τρόπου χειραγώγησης, «θεωρούμε πως η περίληψη του στη νομική βάση δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ και πως τυχόν παράλειψη συμπερίληψης αυτού δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο είτε την εγκυρότητα της κατηγορίας είτε τα δικαιώματα οποιουδήποτε κατηγορουμένου, δεδομένου ότι παρατίθενται οι σχετικές λεπτομέρειες αδικήματος».
Το Δικαστήριο έκρινε ακόμη ότι η Κ.Δ.Π.445/05 δεν εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και ούτε κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 60(1) του Ν.158(Ι)/99.
Σύμφωνα με την απόφαση, από τη στιγμή που η Κ.Δ.Π.445/05 ίσχυε από την ημερομηνία δημοσίευσης της μέχρι και την ημερομηνία κατάργησης και αντικατάστασης της, τότε αυτή εξακολουθούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα κατ΄ εκείνο το χρονικό διάστημα και αυτή θεωρείται έγκυρη νομική βάση για κατηγορία για χειραγώγηση της αγοράς δυνάμει των προνοιών αυτής.
Το δικαστήριο αποφάσισε πως η κατάργηση της Κ.Δ.Π. 445/05 δεν επηρεάζει τη νομιμότητα και εγκυρότητα της από την ισχύ της μέχρι και την κατάργηση της. Εφόσον σε αυτή, όπως αναφέρει, περιλαμβάνονται μέθοδοι οι οποίες συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς, η Κ.Δ.Π. 445/05 δύναται να αποτελέσει έγκυρη νομική βάση κατηγορίας για τη διάπραξη του αδικήματος της χειραγώγησης της αγοράς.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως οι κατηγορίες 1-4 αποκαλύπτουν ποινικό αδίκημα με την απαραίτητη ακρίβεια δυνάμει του άρθρου 19 αυτοτελώς ή σε συνδυασμό με την Οδηγία 3/05 (Κ.Δ.Π.445/05) η οποία και πάλι είναι σαφής. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, όπως αναφέρεται στην απόφαση, « δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραπλάνησης ή σύγχυσης προς τους Κατηγορούμενους ως προς τη νομική βάση των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν εφόσον όλες οι πρόνοιες οι οποίες περιλαμβάνονται σε αυτές είναι έγκυρες και δύνανται να εφαρμοστούν στην παρούσα υπόθεση.
Επομένως, οι προδικαστικές ενστάσεις δεν γίνονται δεκτές και απορρίπτονται, καταλήγει η απόφαση.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν όπως τους δοθεί ο αναγκαίος χρόνος προκειμένου να μελετήσουν την απόφαση του δικαστηρίου προτού οι πελάτες τους κληθούν να απαντήσουν στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Το Δικαστήριο αποδέχτηκε το αίτημα της υπεράσπισης και όρισε την υπόθεση για τις 2 Μαΐου στις 9 το πρωί.
Σημειώνεται ότι στην περίπτωση που το δικαστήριο έκανε αποδεκτό το επιχείρημα της υπεράσπισης περί μη αποκάλυψης ποινικού αδικήματος, τότε αυτό αυτόματα θα οδηγούσε στην κατάργηση της δίκης και στην απαλλαγή των κατηγορουμένων από τις κατηγορίες που τους προσάπτονται.
Η υπόθεση αφορά την εξαγορά των ελληνικών ομολόγων και την παράλειψη της Τράπεζας να ενημερώσει τους μετόχους για τους κινδύνους της εν λόγω επένδυσης. Εκτός από την Τράπεζα Κύπρου, κατηγορούμενοι στην υπόθεση είναι οι Ανδρέας Ηλιάδης, Γιάννης Κυπρή, Αντρέας Αρτέμης, Γεώργιος Γεωργιάδης, Κώστας Σεβέρη και Κώστας Χατζήπαπα.
Το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει συνολικά έξι κατηγορίες. Οι τέσσερις κατηγορίες αφορούν το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και οι δύο το αδίκημα της ψευδορκίας. Ο Ανδρέας Ηλιάδης αντιμετωπίζει και τις έξι κατηγορίες. Για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, η Τράπεζα Κύπρου αντιμετωπίζει τέσσερις κατηγορίες, ο κ. Κυπρή δύο κατηγορίες και οι Αρτέμης, Γεωργιάδης, Σεβέρη και Χατζήπαπα αντιμετωπίζουν μόνο μία κατηγορία.
Για όλους τους κατηγορούμενους ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι αποδείξεως της ενοχής τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.