Το Ευρωπαϊκό δικαστήριο μετά από προδικαστικό ερώτημα του Σουηδικού δικαστηρίου, αποφάσισε ό,τι, σε περίπτωση μεταβίβασης/συγχώνευσης επιχείρησης, εφόσον δεν έχει γίνει καμία τροποποίηση στους όρους εργασίας εκ μέρους του διαδόχου και εφόσον οι ρυθμίσεις της συλλογικής συμβάσεως που ίσχυε έναντι του μεταβιβάσαντος έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτές της συλλογικής συμβάσεως που ισχύει έναντι του διαδόχου, δεν είναι δυνατό να επιβληθούν στους εργαζομένους όροι που να είναι λιγότερο ευμενείς από εκείνους που ήταν εφαρμοστέοι πριν από τη μεταβίβαση.
Ιστορικό
Οι εργαζόμενοι BSA, JAH, JH και BL είναι μέλη της Unionen. Η BSA απασχολείτο στην Apoteket AB. Ο JAH, ο JH καθώς και ο BL απασχολούνταν στην AstraZeneca AB πριν η ISS καταστεί εργοδότης τους συνεπεία μεταβιβάσεων επιχειρήσεων.
Στις 27 Ιουλίου 2011, η ISS προέβη σε απόλυση της BSA, για λόγους οικονομικής φύσεως, μετά τη λήξη εξάμηνης προθεσμίας προειδοποιήσεως. Κατά το χρονικό σημείο της απολύσεώς της, η BSA ήταν άνω των 55 ετών. Η προϋπηρεσία της στην Apoteket και στην ISS ήταν μεγαλύτερη των 10 ετών.
Στις 31 Οκτωβρίου 2011, η ISS προέβη σε απόλυση, επίσης για λόγους οικονομικής φύσεως και τάσσοντας εξάμηνη προθεσμία προειδοποιήσεως, η οποία ακολούθως παρατάθηκε κατά πέντε μήνες επιπλέον, των τριών άλλων εργαζομένων, δηλαδή των JAH, JH και BL. Οι εν λόγω εργαζόμενοι είχαν επίσης, κατά την ημερομηνία της απολύσεώς τους, συμπληρώσει την ηλικία των 55 ετών και διέθεταν, έκαστος εξ αυτών, προϋπηρεσία στη θέση εργασίας τους στην AstraZeneca και έπειτα στην ISS, η οποία υπερέβαινε τα δέκα έτη.
Κατά το χρονικό σημείο των μεταβιβάσεων των θέσεων εργασίας των τεσσάρων εργαζομένων προς την ISS, οι μεταβιβάζουσες εταιρίες, εν προκειμένω η Apoteket και η AstraZeneca, δεσμεύονταν από συλλογικές συμβάσεις. Σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, όταν εργαζόμενος ο οποίος τελεί υπό απόλυση για λόγους οικονομικής φύσεως είναι, κατά την ημερομηνία της απολύσεώς του, ηλικίας από 55 μέχρι και 64 ετών και διαθέτει αδιάλειπτη προϋπηρεσία 10 ετών, η προθεσμία προειδοποιήσεως σε περίπτωση απολύσεως παρατείνεται κατά έξι μήνες.
Η ISS επίσης δεσμευόταν από συλλογική σύμβαση, εν προκειμένω από εκείνη που είχε συναφθεί μεταξύ της εργοδοτικής ενώσεως Almega και της συνδικαλιστικής οργανώσεως Unionen. Δυνάμει της εν λόγω συμβάσεως, εργαζόμενος ο οποίος τελούσε υπό απόλυση για λόγους οικονομικής φύσεως εδικαιούτο να του παρασχεθεί προθεσμία προειδοποιήσεως πανομοιότυπη με αυτήν που προβλέπεται, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, από τις συλλογικές συμβάσεις που εφαρμόζονται στους μεταβιβάσαντες.
Κατά το χρονικό σημείο της απολύσεώς τους, η ISS δεν παρέσχε στους εργαζομένους BSA, JAH, JH και BL προθεσμία προειδοποιήσεως που να έχει παραταθεί κατά έξι μήνες. Συγκεκριμένα, κατά την ISS, οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι δεν διέθεταν αδιάλειπτη δεκαετή προϋπηρεσία στον διάδοχο και, επομένως, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας αυτής.
Η Unionen φρονεί ότι η προσέγγιση αυτή έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων των μελών της. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της Unionen, η ISS όφειλε να λάβει υπόψη την προϋπηρεσία που οι εργαζόμενοι BSA, JAH, JH και BL είχαν αποκτήσει, έκαστος εξ αυτών, στους μεταβιβάσαντες.
Επιληφθέν αγωγής ασκηθείσας από την ως άνω συνδικαλιστική οργάνωση με αίτημα να υποχρεωθεί η ISS να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν οι εργαζόμενοι στην απόλυση των οποίων είχε προβεί η εν λόγω εταιρία χωρίς να παρατείνει την παρεχόμενη σ’ αυτούς προθεσμία προειδοποιήσεως, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης θέτει ζητήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία αφήνουν περιθώρια για ύπαρξη αμφιβολιών. Συναφώς, το ως άνω δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η υπόθεση αυτή διαφέρει, κατά την εκτίμησή του, από εκείνες που έχουν ήδη δώσει λαβή για τη διαμόρφωση της νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορούσε εργαζομένους των οποίων τα δικαιώματα εθίγησαν αμέσως μετά τη μεταβίβαση της θέσεως εργασίας τους, και όχι κατόπιν της λήξεως μιας μεταβατικής περιόδου προστασίας, ένα και πλέον έτος μετά τη μεταβίβαση.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbetsdomstolen (δικαστήριο εργατικών διαφορών, Σουηδία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συμβιβάζεται με την οδηγία 2001/23, ο μη συνυπολογισμός της προϋπηρεσίας στον μεταβιβάσαντα, μετά την πάροδο ενός έτους από τη μεταβίβαση επιχειρήσεως και στο πλαίσιο εφαρμογής ρήτρας της συλλογικής συμβάσεως που δεσμεύει τον διάδοχο, σύμφωνα με την οποία για την παράταση της προθεσμίας προειδοποιήσεως απαιτείται ορισμένη συνεχής προϋπηρεσία σε ένα και τον αυτόν εργοδότη, μολονότι οι εργαζόμενοι, βάσει πανομοιότυπης ρήτρας στη συλλογική σύμβαση που ίσχυε για τον μεταβιβάσαντα, είχαν το δικαίωμα συνυπολογισμού της εν λόγω προϋπηρεσίας;»
Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο διάδοχος οφείλει να συμπεριλάβει, κατά το χρονικό σημείο της απολύσεως εργαζομένου που λαμβάνει χώρα μετά την πάροδο ενός έτους από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, στον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου αυτού, η οποία είναι κρίσιμη για τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ο τελευταίος δικαιούται, την προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος στον μεταβιβάσαντα.
Ο συνυπολογισμός της προϋπηρεσίας του εργαζομένου στον μεταβιβάσαντα μια επιχείρηση είναι επιβεβλημένος όχι μόνον κατά τον υπολογισμό των αποδοχών του εργαζομένου (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Scattolon, C‑108/10, EU:C:2011:542, σκέψη 81), αλλά και κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λόγω λήξεως της εργασιακής σχέσεως (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, Collino και Chiappero, C‑343/98, EU:C:2000:441, σκέψη 53).
Το δικαίωμα για μια τέτοια αποζημίωση λόγω λήξεως της εργασιακής σχέσεως είναι συγκρίσιμο με το δικαίωμα για παράταση της προθεσμίας προειδοποιήσεως, που πρέπει να παρέχεται στον εργαζόμενο, σε περίπτωση κατά την οποία τεθεί τέρμα στην εργασιακή σχέση του.
Ναι μεν από τα προεκτεθέντα απορρέει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, κατόπιν της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, ο διάδοχος οφείλει να συμπεριλάβει, κατά το χρονικό σημείο της απολύσεως εργαζομένου, στον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου, η οποία είναι κρίσιμη για τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ο τελευταίος δικαιούται, την προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος στον μεταβιβάσαντα, πλην όμως πρέπει να εξετασθεί αν η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
Πράγματι, προς διασφάλιση δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων των εργαζομένων, αφενός, και των συμφερόντων του διαδόχου, αφετέρου, ο διάδοχος μπορεί, για λόγο άλλον από τη μεταβίβαση επιχειρήσεων και κατά το μέτρο που το εθνικό δίκαιο του το επιτρέπει, να προβαίνει στις αλλαγές και τις προσαρμογές που είναι αναγκαίες για τη συνέχιση της δραστηριότητάς του.
Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, από τη δικογραφία που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο Σουηδός νομοθέτης έκανε χρήση, κατά τη μεταφορά του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2001/23 στο εθνικό δίκαιο, της δυνατότητας που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κατά την οποία ο διάδοχος ήδη δεσμεύεται, κατά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως, από άλλη συλλογική σύμβαση, η οποία θα έχει ως εκ τούτου εφαρμογή επί των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως, η υποχρέωσή του να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από τη συλλογική σύμβαση που ίσχυε έναντι του μεταβιβάσαντος, όρους εργασίας που έχουν εφαρμογή επί των εργαζομένων της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως, περιορίζεται σε χρονικό διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων.
Καίτοι η ISS, η οποία δεσμευόταν, κατά τις ημερομηνίες των μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, από άλλη συλλογική σύμβαση, εδικαιούτο, μετά την παρέλευση της περιόδου ενός έτους, για λόγους οικονομικής φύσεως, και, επομένως, για λόγο άλλον από τη μεταβίβαση επιχειρήσεων, να μην τηρεί πλέον τους όρους εργασίας που προβλέπονταν από τη συλλογική σύμβαση που ήταν εφαρμοστέα επί των εργαζομένων των μεταβιβασθεισών επιχειρήσεων, ωστόσο, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο διάδοχος προέβη σε οποιαδήποτε αλλαγή των ως άνω όρων εργασίας, που να αποβαίνει επί τα χείρω για τους εργαζομένους των μεταβιβασθεισών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, τις οποίες εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, η εφαρμοστέα επί των εργαζομένων των μεταβιβασθεισών επιχειρήσεων από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων συλλογική σύμβαση δεν αποτέλεσε ούτε αντικείμενο καταγγελίας ούτε αντικείμενο επαναδιαπραγματεύσεως. Επίσης, η εν λόγω συλλογική σύμβαση δεν έπαυσε να ισχύει ή/και δεν αντικαταστάθηκε από άλλη συλλογική σύμβαση.
Κατά συνέπεια, εφόσον, μετά την παρέλευση της περιόδου ενός έτους, δεν έχει συντελεσθεί, εκ μέρους του διαδόχου, καμία αλλαγή των όρων εργασίας και εφόσον οι ρυθμίσεις της συλλογικής συμβάσεως που ίσχυε έναντι του μεταβιβάσαντος έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο με αυτές της συλλογικής συμβάσεως που ισχύει έναντι του διαδόχου, δεν είναι δυνατό να επιβληθούν στους εργαζομένους όροι που να είναι λιγότερο ευμενείς από εκείνους που ήταν εφαρμοστέοι πριν από τη μεταβίβαση.
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο διάδοχος οφείλει να συμπεριλάβει, κατά το χρονικό σημείο της απολύσεως εργαζομένου που λαμβάνει χώρα μετά την πάροδο ενός έτους από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, στον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου αυτού, η οποία είναι κρίσιμη για τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ο τελευταίος δικαιούται, την προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος στον μεταβιβάσαντα.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ο διάδοχος οφείλει να συμπεριλάβει, κατά το χρονικό σημείο της απολύσεως εργαζομένου που λαμβάνει χώρα μετά την πάροδο ενός έτους από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως, στον υπολογισμό της προϋπηρεσίας του εργαζομένου αυτού, η οποία είναι κρίσιμη για τον καθορισμό της προθεσμίας προειδοποιήσεως που ο τελευταίος δικαιούται, την προϋπηρεσία που απέκτησε ο εν λόγω εργαζόμενος στον μεταβιβάσαντα.