Δικαστήριο της Αθήνας έκανε δεκτή την ομαδική αγωγή που καταχώρισαν 24 κάτοχοι χρεογράφων και αξιογράφων της Τράπεζας Κύπρου, με την οποία ζητούν αποζημίωση για τα χρήματα που επένδυσαν σε αυτά τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα χωρίς, όπως υποστηρίζουν, να είχαν την πρέπουσα και κατάλληλη ενημέρωση για ενδεχόμενη επικινδυνότητα τους.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την υπ. Αριθμόν 697 απόφασή του της 13ης Μαρτίου φέτος, απόφαση που πλέον καθαρογράφτηκε και έχει από χθες στην κατοχή του το ΚΥΠΕ, κρίνει ότι η Τράπεζα Κύπρου, δια των παραρτημάτων της στην Ελλάδα, έδρασε «κατά παράβαση των υποχρεώσεων της» προκειμένου να πουλήσει τραπεζικά της προϊόντα σε πελάτες με τους οποίους είχε αναπτύξει «σχέσεις εμπιστοσύνης», με αποτέλεσμα αυτοί να χάσουν τα χρήματά τους.
Η καταδικαστική για την Τράπεζα Κύπρου απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου, προβλέπει την εν μέρει, προκαταβολική αποζημίωση των 24 εναγόντων, που φτάνει στο ύψος των περίπου 460.000 ευρώ. Επιδικάζεται στον καθένα από αυτούς αναλόγως του ύψους της ζημιάς που υπέστη με την επένδυσή του σε ομόλογα, κυρίως με την αλλαγή των επενδύσεών τους στα λεγόμενα Μετατρέψιμα Αξιόλογα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, γνωστά με τα αρχικά Μ.Α.Ε.Κ.
Η απόφαση είναι «προσωρινά εκτελεστή, και κάνει λόγο για «χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων».
Στην Τράπεζα Κύπρου, που θεωρείται σίγουρο ότι θα εφεσιβάλει την απόφαση, το δικαστήριο επιβάλει και πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων.
Το συνολικό ύψος της απαιτητής αποζημίωσης στους ενάγοντες από την Τράπεζα ανέρχεται «σε πολλές χιλιάδες ευρώ» σύμφωνα με Δελτίο Τύπου του Συνδέσμου Κατόχων Τραπεζικών Αξιογράφων της Κύπρου.
Στο σκεπτικό της απόφασής του, το ελληνικό δικαστήριο αναφέρει ρητώς ότι η Τράπεζα Κύπρου, στις συγκεκριμένες πράξεις ενθάρρυνσης πελατών της να επενδύσουν στα επίμαχα Μ.Α.Ε.Κ., εν γνώσει της παρίστανε «ψευδή γεγονότα ως αληθή», αποσιώπησε από τους πελάτες της «τους προδιαλειφθέντες κινδύνους» αυτών των επενδύσεων, προκαλώντας μάλιστα στους ενάγοντες μείωση της περιουσίας τους «καθώς επιδίωκε την εξισορρόπηση της κλονισμένης κεφαλαιακής της επάρκειας, μέσω της άντλησης κεφαλαίων από την διάθεση των εν λόγω αξιογράφων».
Είναι προφανές, κατά το Πρωτοδικείο της Αθήνας, ότι όλοι οι εναγόμενοι επιδίωκαν ανέκαθεν την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, τα οποία αποτελούσαν και προϊόν αποταμίευσης.
«Κατά παράβαση των παρεχομένων υποχρεώσεων της, η Τράπεζα Κύπρου ουδεμία ειδική πληροφόρηση παρέσχε στους ενάγοντες προκειμένου να αντιληφθούν τους πραγματικούς κινδύνους που ενείχε η επένδυσή τους, και ουδεμία περιγραφή έκανε ως προς τους παράγοντες που προσδιορίζουν την απόδοση των Μ.Α.Ε.Κ», αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Ακόμα, γίνεται λόγος για «απατηλή συμπεριφορά» υπαλλήλων της τράπεζας. Συμπεριφορά που «προκάλεσε με δόλο στους ενάγοντες, οι οποίοι τυγχάνουν συντηρητικοί πελάτες της, την απόφαση επένδυσης στα επίμαχα προϊόντα».
Νομικοί κύκλοι της Αθήνας με άριστη γνώση της συγκεκριμένης υπόθεσης, είπαν στο ΚΥΠΕ ότι η συγκεκριμένη απόφαση του Πρωτοδικείου μπορεί να είναι χρήσιμη, ως οδηγός, σε νομικούς και των δύο πλευρών στη Κύπρο όταν έρθει εκεί η ώρα της επιδίκασης της αγωγής των κατόχων αξιογράφων, αλλά δεν μπορεί να λησμονηθεί το γεγονός ότι «έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά δικαιϊκά συστήματα».